Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Η μάχη της Αλαμάνας Ο Αθανάσιος Διάκος και ο μαρτυρικός θάνατός του



 

Μία από τις θρυλικές μορφές του 1821, είναι αναμφίβολα ο Αθανάσιος Διάκος. Ο ηρωικός του αγώνας στην Αλαμάνα απέναντι σε πολλαπλάσιους Τουρκαλβανούς και ο μαρτυρικός του θάνατος στη Λαμία, συγκλονίζουν ακόμα και σήμερα.

Ωστόσο η απώλειά του ένα μόλις μήνα μετά την κήρυξη της Επανάστασης, άφησε δυσαναπλήρωτο κενό και υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τον Αγώνα, ιδιαίτερα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.

diakos05

Ο Αθανάσιος Διάκος
Αν και όλοι οι Έλληνες ξέρουμε (ελπίζουμε…) τον Αθανάσιο Διάκο, αγνοούμε αρκετά στοιχεία για την ζωή του. Θα παραθέσουμε εδώ ορισμένες πληροφορίες άγνωστες ως επί το πλείστον στο ευρύ κοινό.

Γεννήθηκε στο χωριό Αθανάσιος Διάκος (παλαιότερα Άνω Μουσουνίτσα) ή στην Αρτοτίνα. Και τα δύο αυτά χωριά βρίσκονται στη Φωκίδα.
Ως έτος γέννησής του, αναφέρεται πιθανότατα το 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή γεννήθηκε το 1786).


diakos01

Ο παππούς του Αθανάσιος Γραμματικός, ήταν επικεφαλής σώματος που δρούσε εναντίον των Τούρκων στην Παρνασσίδα και τη Δωρίδα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος. Το επώνυμο του πατέρα του, πιθανότατα ήταν Μασαβέτας (και όχι Γραμματικός όπως αναφέρουν κάποιες πηγές).


GUSTAV_HERTZBERGΓια τον Αθανάσιο Διάκο, γράφει ο Γερμανός ιστορικός Gustar Hertzberg (1826 – 1907):
"Ο Αθανάσιος ήτο υιός αγρότου διαλάμπων επί κάλλει νεαρώ, καταγόμενος εκ της ου μακράν του Καρπενησίου εν τη βορεία κλιτύι του Τυμφρηστού κειμένης κώμης Μυσονίτζης, καλούμενος συνήθως Διάκος (Διάκονος), διότι την της νεότητος παίδευσιν είχε λάβει εν τη περί την Αρτοτίναν παρά το όρος Κόρακα (νυν Βαρδούσια) μονή του Αγίου Ιωάννου (χωρίς όμως να χειροτονηθεί). Η βδελυρά επιθυμία, ην ο Τούρκος βοεβόδας του Λιδορικίου ησθάνετο προς τον νέον, ηνάγκασεν αυτόν να φύγει από της Μονής "εις το όρος". Ο ηγούμενος αυτού συνέστησεν αυτόν εις περίφημον τινα κλέφτην ονόματι Σκαλτσοδήμον, εν τοις παλικαρίοις δε τούτου ασκηθείς ο Διάκος εγένετο μετ' ολίγον άξιος πολεμιστής.


diakos02

Στη Μονή (του Ιωάννου του Πρόδρομου), ο Διάκος δεν πήγε για "να ασπασθεί τον μοναχικόν βίον, αλλά να διδαχθεί παρά τινος καλογήρου εκπληρούντος χρέη διδασκάλου, όπως συνέβαινε καθ' όλην την Ελλάδα επί τουρκοκρατίας, την Οκτάηχον και το ψαλτήρι

   
(Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Περί Αθανασίου Διάκου")Στη Μονή, ο νεαρός Αθανάσιος (περίπου 15-16 ετών ήταν όταν πήγε εκεί), πρόσφερε υπηρεσίες στους καλόγερους, έψελνε και διάβαζε τον "Απόστολο". Σύμφωνα με τον Α. Καρκαβίτσα, σ' ένα γάμο στην Αρτοτίνα, κατά τη διάρκεια του γλεντιού άρχισαν οι πυροβολισμοί στον αέρα (κάτι ανάλογο με τις μπαλοθιές στην Κρήτη σήμερα). Όμως από μια αδέσποτη σφαίρα, σκοτώθηκε ένας νεαρός. Όλοι υπέδειξαν ως υπεύθυνο για τον χαμό του τον Α. Διάκο, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι ήταν αυτός ο δράστης. Ο Διάκος άρχισε να κρύβεται στα γύρω βουνά, αλλά όταν πήγε σ' ένα πανηγύρι (ή άλλο γάμο) τον Δεκαπενταύγουστο, τον συνέλαβαν οι Τούρκοι, μαζί με κάποιον Καφέτζο και τους οδήγησαν στον πασά του Λιδορικίου, ο οποίος τους φυλάκισε. Όμως ο Διάκος και ο Καφέτζος κατάφεραν να ξεφύγουν και έφτασαν στο λημέρι του Τσαμ Καλόγηρου, ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας.

Μετά τον θάνατο του Τσαμ Καλόγηρου, οι άνδρες του σκόρπισαν σε μπουλούκια. Ένα του Διάκου ,ένα του Γούλα και ένα του Σκαλτσοδήμου. Όταν ο Αλή πασάς, που προετοίμαζε εξέγερση εναντίον της Πύλης, κάλεσε στα Γιάννενα Έλληνες και Αρβανίτες καπεταναίους, πήγε στην πρωτεύουσα της Ηπείρου και ο Αθανάσιος Διάκος (1814). Εκεί έμεινε δύο χρόνια και έγινε φίλος, μεταξύ άλλων, και με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

Με την επιστροφή του στη Ρούμελη, άφησε το αρματολίκι του Λιδορικίου στον Σκαλτσοδήμο και πήγε μόνο μ' ένα σύντροφο, τον Περλίγκα, στη Λιβαδειά. "Εκεί εύρε τον φίλον του Οδυσσέα (Ανδρούτσο), οπλαρχηγόν Λεβαδείας από του 1816, όστις τον εφιλοξένησε μετά χαράς και τον διόρισε πρωτοπαλίκαρόν του", γράφει ο Α. Καρκαβίτσας.

Το 1819, οι Διάκος και Ανδρούτσος είχαν έντονη διαφωνία, γιατί π πρώτος δεν συγχωρούσε τη σκληρότητα του δεύτερου. Ο Ανδρούτσος έφυγε για τα Γιάννενα και οι περισσότεροι άνδρες του ακολούθησαν τον Α. Διάκο, τον οποίο ο βοεβόδας της Λιβαδειάς Καρά – Ισμαήλ, διόρισε αρματολό της περιοχής. Ο Διάκος είχε άψογη συνεργασία με τους τοπικούς άρχοντες Ιωάννη Λογοθέτη και Νικόλα Νάκο. Στη φιλική Εταιρεία μυήθηκε πιθανότατα από τον Αθανάσιο Ζαρίφη.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Διάκος είχε συγκροτήσει πειθαρχημένο στρατιωτικό σώμα και, "ως αρχηγός των αρμάτων της Λιβαδειάς" είχε δική του σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό και γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. (= ο Θεός νικά).

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές, ένα σύντομο βιογραφικό του Αθανάσιου Διάκου. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που δίνουν διαφορετικά στοιχεία για τον ήρωα. Όπως γράφει ο Γιάννης Α. Ρουφαγάλης στο έργο του "Αρτοτίνα" (1990), ο πατέρας του Α. Διάκου καταγόταν από την Άνω Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γιώργος Πανουργιάς και στάλθηκε από τους γονείς του σαν ψυχογιός – τσοπάνης, στον αρχιτσέλιγκα θείο του Θανάση Γραμματικό στην Αρτοτίνα, γύρω στο 1760. Ο Ψυχογιός, όπως ήταν γνωστός πλέον στην Αρτοτίνα, παντρεύτηκε αργότερα την Χρυσούλα Καφούρα ή Μπουκουβάλα, που καταγόταν από την Αρτοτίνα και μπήκε "σώγαμπρος" στο σπίτι της οικογένειας της συζύγου του. Το ζευγάρι απόκτησε πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Ένα από αυτά ήταν ο Θανάσης (Αθανάσιος Διάκος).

Για τις διχογνωμίες και τις αντικρουόμενες πληροφορίες, γράφει σχετικά, και πολύ εύστοχα, ο Σαράντος Ι. Καργάκος στο έργο του "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821":
"Η σύγχυση ως προς το επώνυμο και την γενέτειρα οφείλεται στο ότι τότε δεν υπήρχαν δημοτολόγια ούτε βιβλία γεννήσεων, βαφτίσεων κλπ. To όνομα τότε δεν το κληρονομούσες, το δημιουργούσες. Επίσης, λόγω του κτηνοτροφικού βίου, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών κινούνταν από οικισμό σε οικισμό έτσι που τα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας μπορεί να είχαν γεννηθεί σε μέρη διαφορετικά. Μετά την απελευθέρωση, οι κάτοικοι διαφόρων περιοχών, στις οποίες ζούσαν απόγονοι διακεκριμένων αγωνιστών διαγωνίζονταν και διαγωνίζονται για την καταγωγή των ηρώων".

Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά
Το ξέσπασμα της Επανάστασης στον Μοριά τον Μάρτιο του 1821, εξαπλώθηκε αστραπιαία στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Από τις 24 Μαρτίου ως τις 8 Απριλίου, οι επαναστάτες απελευθέρωσαν τα Σάλωνα (Άμφισσα), το Λιδορίκι, τη Λιβαδειά, την Αταλάντη, τη Θήβα και την Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα)
Αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι η Ανατολική Στερεά είχε ισχυρή αρματολική και κλέφτικη παράδοση και οπλαρχηγούς έμπειρους, με τόλμη και υψηλό φρόνημα (Οδυσσέας Ανδρούτσος , Δήμος Σκαλτσάς , Πανουργιάς, Βασίλης Μπούσγος, Ιωάννης Δυοβουνιώτης και φυσικά, ο Αθανάσιος Διάκος ). Οι περισσότεροι ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, ενώ αρκετοί είχαν θητεύσει στον στρατό του Αλή πασά!

Η περιοχή είχε όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα. Αποτελούσε την οδό απ’ όπου θα επιχειρούσαν να περάσουν οι σουλτανικές δυνάμεις προς την εστία της Επανάστασης, την Πελοπόννησο.
Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ στη Ρούμελη.

Από την Πύλη δόθηκε εντολή στον Χουρσίτ πασά να καταπνίξει την Επανάσταση. Αυτός όμως ήταν καθηλωμένος στα Γιάννενα όπου πολιορκούσε τον Αλή πασά.
Έτσι έστειλε τον κεχαγιά μπέη του Μουσταφά επικεφαλής 3.000 Αλβανών να περάσει στην Αχαΐα από την Αιτωλοακαρνανία μέσω του Ρίου. Θεωρώντας ανεπαρκή την αποστολή αυτή, διέταξε τον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ να συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις και να κατευθυνθεί από την Βοιωτία στον Ισθμό και από εκεί στον Μοριά. Έπρεπε όμως πρώτα να εκκαθαριστεί η Ανατολική Στερεά από τους Έλληνες επαναστάτες. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον Ομέρ Βρυώνη, πασά του Βερατίου, ικανότατο στρατηγό. Λόγω της παλιάς φιλίας του με τον Αλή πασά, δεν ενέπνεε όμως ιδιαίτερη εμπιστοσύνη.

Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά τους περισσότερους Έλληνες οπλαρχηγούς. Τις πολεμικές τους συνήθειες, τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά και ήταν πανέξυπνος και εμπειροπόλεμος.

Σύντομα, μια μεγάλη στρατιά από 8.000 πεζούς και 1.000 ιππείς (κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, 7.000) κινήθηκε ενάντια στους Έλληνες. Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης κρίνοντας απαραίτητη την κατάληψη της στενής διάβασης του Σπερχειού προς τις Θερμοπύλες, κατευθύνθηκαν προς τα εκεί για να εμποδίσουν την κάθοδο των Τουρκαλβανών.
Έπρεπε πρώτα όμως να εξασφαλίσουν ότι δεν θα έχουν ενοχλήσεις από τις ήδη υπάρχουσες στην περιοχή εχθρικές δυνάμεις. Ιδιαίτερη δυσκολία παρουσίαζε η κατάληψη του Πατρατζικίου (Υπάτης). 800 ένοπλοι Τούρκοι και Αλβανοί, αγωνίζονταν με πάθος, καθώς είχαν μάθει ότι έρχονται ενισχύσεις.

Η αρχική άρνηση του οπλαρχηγού της περιοχής Μήτσου Κοντογιάννη να λάβει μέρος στην επιχείρηση εναντίον της Υπάτης, ήταν καθοριστική.
Ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς αναγκάστηκαν να πολιορκήσουν με τις δικές τους δυνάμεις την πόλη. Τελικά, στις 18 Απριλίου με 8 μέρες καθυστέρηση ,συνέπραξε μαζί τους και ο Κοντογιάννης. Η πολιορκία της Υπάτης ήταν σκληρή. Λίγο όμως πριν η φρουρά παραδοθεί πληροφορήθηκε ότι ο Ομέρ Βρυώνης βρισκόταν στο Λειανοκλάδι. Οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία και έφτασαν στο χωριό Καμποτάδες. Ο Μήτσος Κοντογιάννης αποσύρθηκε στη μονή Αγάθωνος, μετανιωμένος που πήρε μέρος στην επιχείρηση.
Στις 20 Απριλίου έγινε σύσκεψη στους Καμποτάδες για να αποφασίσουν οι Έλληνες οπλαρχηγοί τον τρόπο δράσης τους. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε να τοποθετηθούν οι ελληνικές δυνάμεις σε δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο. Ο Διάκος και ο Πανουργιάς υποστήριξαν ότι έπρεπε να καταληφθούν οι δυο δρόμοι που οδηγούσαν ο πρώτος στη Λοκρίδα και τη Βοιωτία και ο δεύτερος στη Φωκίδα. Η γνώμη αυτή επικράτησε.

Ο Δυοβουνιώτης με 600 άνδρες κατέλαβε τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, ο Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώθηκε στο χωριό Μουσταφάμπεη και στη Χαλκομάτα (στον δρόμο των Σαλώνων). Στην πρώτη θέση τοποθέτησε τον Κομνά Τράκα και τον Παπανδρέα Κοκκοβιστιανό, ενώ στη Χαλκομάτα έμεινε ο ίδιος μαζί με τον φλογερό πατριώτη, επίσκοπο Σαλώνων (Άμφισσας) Ησαΐα. Ο Αθανάσιος Διάκος ανέλαβε με 500 άνδρες να υπερασπιστεί τη γέφυρα της Αλαμάνας και τα Πουριά, απ' όπου περνούσε ο δρόμος για τις Θερμοπύλες. Στους έμπιστούς του Καλύβα και Μπακογιάννη ανέθεσε τη φύλαξη της γέφυρας με λίγους άνδρες ενώ ο ίδιος οχυρώθηκε στη Δαμάστα για να ελέγχει τον δρόμο.

Η μάχη της Αλαμάνας (Σπερχειού)
Στις 22 ή 23 Απριλίου 1821, κι ενώ οι επαναστάτες είχαν μόλις προλάβει να οχυρωθούν στις θέσεις τους, έφτασε ο Ομέρ Βρυώνης από το Λειανοκλάδι ενώ ταυτόχρονα ο Κιοσέ Μεχμέτ είχε ξεκινήσει από το Ζητούνι (Λαμία).
Μόλις ο Δυοβουνιώτης είδε τη δύναμη του εχθρού κατευθύνθηκε προς τη θέση Δέμα, όπου δεν μπορούσαν να επιτεθούν οι ιππείς. Ο Ομέρ Βρυώνης αποφάσισε να κινηθεί προς τη Χαλκομάτα. Ο Πανουργιάς που βρισκόταν εκεί με τους άνδρες του, παρά τη γενναία αντίσταση αναγκάστηκε να υποχωρήσει καθώς μάλιστα είχε τραυματιστεί.
Τουρκική δύναμη άρχισε να καταδιώκει όσους υποχωρούσαν.
Ο γιγαντόσωμος επίσκοπος Ησαΐας ,ασυνήθιστος σε πολεμικές πορείες, βάδιζε με δυσκολία. Ο έφορος Σαλώνων Μαρκόπης ή Μαρκόπουλος, σήκωσε τον Ησαΐα στους ώμους του, όμως ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει για πολύ. Ο Ησαΐαςτότε του είπε: "Άφησε με, παιδί μου, και σώσε τουλάχιστον τον εαυτό σου, που είναι χρησιμότερος". Ο Μαρκόπουλος πειθάρχησε. Λίγο αργότερα, άκουσε τα τελευταία λόγια του Ησαΐα: "Παναγία μου, σώσε την πατρίδα". Ένας Τούρκος έφτασε τον επίσκοπο και τον αποκεφάλισε. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε κι ο αδελφός του Ησαΐα, ιερομόναχος Παπαγιάννης κι ένας ανιψιός του.

Αμέσως μετά, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε λίγους άντρες εναντίον των οχυρωμένων στο Μουσταφάμπεη Κομνά Τράκα και Παπανδρέα και με το σύνολο των δικών του δυνάμεων αλλά κι εκείνων του Κιοσέ Μεχμέτ κινήθηκε προς την Αλαμάνα. 8.000 άνδρες, εναντίον 500 Ελλήνων! Από τους 500 Έλληνες, οι 200 με επικεφαλής τους Καλύβα και Μπακογιάννη, υπεράσπιζαν τη γέφυρα της Αλαμάνας. Σύμφωνα με μαρτυρία του Χριστόφορου Περραιβού, κοντά στη γέφυρα υπήρχε ομώνυμο χωριό που καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Τούρκους και σ’ αυτό οφείλεται το όνομα Αλαμάνα του Σπερχειού. Ο Διάκος, όπως προαναφέραμε, κατείχε τα Πουριά και με συχνές εφόδους προσπαθούσε να βοηθήσει τους υπόλοιπους μαχητές.

Ο Μπακογιάννης κι ο Καλύβας μαζί με δύο ακόμα συμπολεμιστές τους, κλείστηκαν σ’ ένα χάνι μπροστά στη γέφυρα για να απασχολούν τους Τουρκαλβανούς . Όσοι βρισκόταν στα Πουριά ήρθαν πλέον σε δεινή θέση. Ο Διάκος πολεμούσε με γενναιότητα μπροστά απ’ τους υπόλοιπους. Ο φίλος και συμπολεμιστής του Βασίλης Μπούσγος, ένας σπουδαίος αγωνιστής του ’21 τον εκλιπαρούσε να φύγουν, καθώς θα ήταν περισσότερο χρήσιμος στο μέλλον. Ο ιπποκόμος του Μπισμπιρίγος, έφερε τη φοράδα του ‘’Αστέρω’’ για να ξεφύγει γρήγορα. Ο Διάκος ήταν ανένδοτος : ‘’Ο Διάκος δεν φεύγει, δεν εγκαταλείπει τους συντρόφους του’’. Είχαν μείνει πλέον μόνο 48 άνδρες  γύρω απ’ τον Διάκο. Τα ντουφέκια και οι πιστόλες είχαν αχρηστευθεί από τη συχνή χρήση. Οι Έλληνες τράβηξαν από τα θηκάρια τα σπαθιά, αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρι τέλους . Κάποια στιγμή σκοτώθηκε ο αδελφός του Διάκου Μήτρος. Ο Διάκος αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τη σορό του αδελφού του ως πρόχωμα και κατόρθωσε να καταφύγει στα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας . Εκεί υπήρχαν βράχοι, κατάλληλοι για ταμπούρια.

Είχαν απομείνει όμως μόνο 10 άνδρες έναντι μερικών χιλιάδων. Ο αγώνας ήταν κάτι παραπάνω από άνισος. Ο Διάκος αγωνιζόταν λυσσαλέα. Όμως μια βολίδα κάποια στιγμή τον τραυμάτισε στον δεξί ώμο. Δεν μπορούσε έτσι να χρησιμοποιήσει την πιστόλα του και το σπαθί που κρατούσε στο αριστερό χέρι είχε σπάσει. Αιμόφυρτος έπεσε στα χέρια των Τσάμηδων του Τελεχά Φέζου. Ακόμα και τραυματισμένος ενέπνεε φόβο. Γι' αυτό τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον ανέβασαν σ' ένα μουλάρι για να τον οδηγήσουν στους πασάδες.

Στο μεταξύ, οι Καλύβας, Μπακογιάννης και οι άλλοι δύο συμπολεμιστές τους, μην ακούγοντας πλέον πυροβολισμούς, βγήκαν απ' το χάνι για να δουν τι συμβαίνει. Ο Διάκος τους αντιλήφθηκε και τους φώναξε: " Καλύβα, Μπακογιάννη, δέκα χιλιάδες με κρατούν".
Οι 4 ηρωικοί άντρες έβγαλαν τα σπαθιά τους και όρμησαν στους εχθρούς. Μετά από σύντομη μάχη έπεσαν όλοι νεκροί. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Βασίλης Μπούσγος, ο οποίος συνέχισε να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα ως το τέλος.

Το μαρτυρικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου
Ο Διάκος μεταφέρθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο στη Λαμία και οδηγήθηκε στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη. Παλιός του γνώριμος εκείνος, τον ρώτησε πώς άφησε να τον πιάσουν αιχμάλωτο.
"Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φουσέκι για τον εαυτό μου", απάντησε ο Διάκος.
Έπειτα ήρθε κι ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος τον ρώτησε για την αιτία και τον σκοπό της Επανάστασης: "Οι χριστιανοί όλοι σηκώθηκαν στ' άρματα για να ξεσκλαβωθούν", ήταν η απάντηση του Έλληνα ήρωα.
Οι δυο πασάδες θαύμασαν τη γενναιότητά του. Μάλιστα ο Κιοσέ Μεχμέτ του πρότεινε να ενταχθεί στις δυνάμεις του και να τον βοηθήσει στην κατάπνιξη της Επανάστασης.
"Ούτε σε δουλεύω (ενν. δουλεύω για σένα) ούτε σε ωφελώ αν δουλέψω για σένα". Ο Μεχμέτ τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει, έλαβε όμως εκ νέου μια γενναία απάντηση: "Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους". Παρ' όλα αυτά, ο Αθανάσιος Διάκος θα γλίτωνε, καθώς ειδικά ο Ομέρ Βρυώνης τον εκτιμούσε πολύ.

Όμως ένας σημαίνων Τούρκος του Ζητουνίου (Λαμίας) ,ο Χαλήλ μπέης, που ήταν παρών στις στιχομυθίες, έπεσε στα πόδια του, εκλιπαρώντας τον να σκοτώσει τον επαναστάτη που ευθυνόταν για τον θάνατο πολλών Τούρκων στην περιοχή. Πρότεινε μάλιστα να εκτελεστεί με παραδειγματικό τρόπο. Αποφασίστηκε τότε, να εκτελεστεί με ανασκολοπισμό.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, οδηγήθηκε σε μια μάντρα, εκεί που σήμερα βρίσκεται το μνημείο του. Με την είσοδο του στο Ζητούνι, δέχτηκε ύβρεις και χλεύη από τους ντόπιους Τούρκους. Του έδωσαν μάλιστα έναν πάσσαλο που προοριζόταν για το μαρτύριό του για να τον μεταφέρει ο ίδιος. Όταν κατάλαβε τον προορισμό του ξύλου, το πέταξε και φώναξε προς τους Αλβανούς φρουρούς του: "Δεν βρίσκεται από σας εδώ κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με πιστόλι να με γλιτώσει από τους χαλντούπηδες;" Δεν βρέθηκε κανείς και η θανατική ποινή εκτελέστηκε.

Ο Διάκος, σύμφωνα με τοπική παράδοση, ρίχτηκε σε κοντινό χαντάκι. Ήταν ακόμα ζωντανός! Δεν μπορούσε όμως να φύγει καθώς δεν μπορούσε ούτε να συρθεί. Λέγεται ότι έζησε μια-δυο μέρες βογκώντας από τους πόνους και πως τη "χαριστική βολή" του την έδωσε ένας αθίγγανος.

Άλλη παράδοση αναφέρει ότι πέθανε από τη δίψα και την αιμορραγία. Οι Χριστιανοί της πόλης βρήκαν το σώμα του και το έθαψαν. Ο χώρος της ταφής ξεχάστηκε και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη το 1881.

Ο Φίλος Αλεξίου
Ένα πρόσωπο που συμμετείχε άθελά του στον μαρτυρικό θάνατο του Αθανάσιου Διάκου και για τον οποίο υπάρχει μόνο μία αναφορά δύο αράδων στο διαδίκτυο, ήταν ο λεπτοξυλουργός Φίλος Αλεξίου από τη Λαμία. Γεννήθηκε το 1888. Έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν αυτός που εξαναγκάστηκε από τους Οθωμανούς να κατασκευάσει τη σούβλα με την οποία θανατώθηκε ο Αθανάσιος Διάκος. Η τοπική εφημερίδα της Λαμίας "Φωνή του Λαού" σε άρθρο της στις 10 Απριλίου 1882, έγραφε: "Απεβίωσεν άρτι εν Λαμία και εις ηλικίαν 94 ετών ο λεπτουργός Φίλος Αλεξίου ον οι κατά το 1821 εν Λαμία κρατούντες Οθωμανοί βία και ραβδισμοίς ηγγάρευσαν, ίνα λεπτύνει και προπαρασκευάσει τον πάλον δι' ον ο ήρως Αθανάσιος Διάκος ανεσκολοπίσθη. Ο δυστυχής γέρων επί ήμισυ και πλέον έκτοτε αιώνα ζήσας, ουκ επαύετο ευχόμενος τω πανοικτίρμονι Θεώ ίνα συγχωρήσει αυτό το ακούσιον εκείνον αμάρτημα" (Εγκ/δεια ΔΟΜΗ, τ. 2, εκδ. 2005).

Επίλογος

Ο Αθανάσιος Διάκος με την ωραιότητα του σώματος και της ψυχής του και με τον μαρτυρικό του θάνατο ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ίσως θα μπορούσε να έχει γλιτώσει αν έφευγε από το πεδίο της μάχης. Εκ του αποτελέσματος, δικαιώνεται και ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος που γράφει ότι ήταν "σφάλμα στρατηγικό του Διάκου ότι απέρριψε τη γνώμη του Δυοβουνιώτη ο οποίος πρότεινε να τοποθετηθούν συσσωματωμένοι οι Έλληνες σε δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο και δέχτηκε το σχέδιο του Πανουργιά που ανέπτυσσε το μέτωπο καταμερίζοντας τις μικρές και απειροπόλεμες ελληνικές δυνάμεις απέναντι του όγκου των έμπειρων Τούρκων και Αλβανών.

Ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη και παγωμάρα στους Έλληνες της Ανατολικής Στερεάς. Από καθαρά στρατηγικής άποψης όμως ο θάνατός του άφησε ένα τεράστιο κενό στην ηγεσία των επαναστατημένων Ελλήνων από την αρχή του Αγώνα…

Πηγές:
"Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τ. ΙΒ' Εκδοτική Αθηνών
Νίκος Γιαννόπουλος: "1821: Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία", εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2016
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821"
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΧΕΡΤΣΒΕΡΓΚ, "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ", Α' έκδοση 1916, Β' έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΠΕΙΡΟΣ

ΠΗΓΗ : https://www.protothema.gr

Μάχη της Αλαμάνας: Ο Αθανάσιος Διάκος θυσιάζεται στις «Θερμοπύλες»

Είναι μια από τις πρώτες ένοπλες συγκρούσεις της ένδοξης ελληνικής Επανάστασης του 1821, όταν ο Αθανάσιος Διάκος και οι εξεγερμένοι Επαναστάτες αντιμετωπίζουν τις «ορδές» των Οθωμανών οι οποίοι διψούσαν για «αίμα».Η Μάχη της Αλαμάνας, όπως έχει μείνει στην βιβλιογραφία, σημειώθηκε σαν σήμερα στις 23 Απριλίου του 1821, στην περιοχή του Σπερχειού, κοντά στις Θερμοπύλες, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι «Θερμοπύλες» της Επανάστασης λόγω της αυτοθυσίας και του ηρωϊσμού του Αθανάσιου Διάκου, που οδήγησε στο άδοξο τέλος του.

Η Επανάσταση στα πρώτα βήματα της

Στις αρχές Απριλίου του 1821 η Ανατολική Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα) βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, όπως και η Δυτική Ρούμελη και ο Μοριάς (Πελοπόννησος).
Ο Αθανάσιος Διάκος, που πρωτοστάστησε στην κήρυξη της επανάστασης στην περιοχή αυτή της Ελλάδας, είχε καταλάβει τη Λιβαδειά, τη Θήβα και την Αταλάντη, όχι όμως και το διοικητικό κέντρο της περιοχής, το Ζητούνι (σημερινή Λαμία), καθώς ο τοπικός οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης θεωρούσε πρόωρη την έκρηξη της Επανάστασης και δεν συμμετείχε στον Αγώνα.
Τα κακά μαντάτα δεν άργησαν να φθάσουν στον διοικητή της Πελοποννήσου (Μόρα-Βαλεσί) Χουρσίτ Πασά, ο οποίος βρισκόταν στην Ήπειρο, επικεφαλής στρατευμάτων για να τιμωρήσει τον Αλή Πασά, που έδειχνε τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο.
Ο Χουρσίτ διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την Επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν από δύο κατευθύνσεις προς την Πελοπόννησο, για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς.

Το χρονικό της μάχης

Στις 17 Απριλίου οι δυο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία.
Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι τοπικοί οπλαρχηγοί συσκέπτονται στο χωριό Καμποτάδες (20 Απριλίου 1821) και αποφασίζουν και υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού ποταμού (Αλαμάνας), διαμοιράζοντας τους 1500 άνδρες που διαθέτουν, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα (Άμφισσα) και τη Λιβαδειά.
Το εναλλακτικό σχέδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων στον Γοργοπόταμο απορρίπτεται.
Έτσι, ο Πανουργιάς Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαράδρα του Γοργοποτάμου με 400 άνδρες και ο Διάκος με 500 άνδρες θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών.

Η αιματηρή και πολύνεκρη μάχη ξεκινά

Το πρωί της 23ης Απριλίου οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, προ των υπέρτερων δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωμανών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ να επιπέσει επί του Διάκου στην Αλαμάνα.
Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συμπολεμιστές του και ως άλλος Λεωνίδας με μόνο 48 άνδρες μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων.
Κατά τη διάρκεια της μάχης το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κρατούσε το πιστόλι. Πέντε Τουρκαλβανοί ορμούν στο χαράκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο.
Ο επίλογος της μάχης, που στοίχισε τη ζωή σε 200 Έλληνες και 500 Οθωμανούς, γράφτηκε την επομένη ημέρα.

Το άδοξο τέλος του Αθανάσιου Διάκου

Ο Διάκος μεταφέρθηκε στη Λαμία σιδηροδέσμιος, με ανοιχτές και αιμάσσουσες τις πληγές του και τιμωρήθηκε παραδειγματικά δια ανασκολοπισμού.
Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου ατσάλωσε τους επαναστάτες, παρά την ήττα και την καταστροφή στην Αλαμάνα.
Οι δύο πασάδες, παρά τη νίκη τους επί του πεδίου της μάχης, δεν πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους στόχους. Η καθυστέρηση στην Αλαμάνα έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στον Οδυσσέα Ανδρούτσο να οργανώσει την αντίσταση στο χάνι της Γραβιάς και να εκδικηθεί τη θυσία του Διάκου και των συμπολεμιστών του.

https://www.onalert.gr

Ο επίσκοπος Σαλώνων ΗΣΑΪΑΣ, (1769-1821)

Όσο κι αν ψάξουμε ττς σελίδες του ´21 δεν θα βρούμε άλλο δεσπότη να λαβαίνει μέρος σε μάχες. Ιεράρχες μάρτυρες ήταν αρκετοί στον Αγώνα. 
 
Πολεμιστής όμως παραμένει μοναδικός ο Ησαΐας!


Δεν αρκούν λίγες σελίδες για να περιλάβουν το βίο και το έργο του Ησαΐα. Ο αγνός αυτός πατριώτης, ο πολεμάρχης κληρικός και εθνικός κήρυκας της Επανάστασης του ´21, ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας, υπήρξε όντως μια μεγάλη μορφή του Αγώνα
Σαν παραμύθι μοιάζει η ιστορία που ακολουθεί. Παραμύθι γιατί περιέχει τη γοητεία της υπερβολής και του μεγαλείου- και γαλουχώντας διαδοχικά γενιές των προγόνων μας φτάνει κάποτε ως τις μέρες μας.
Ο Ησαίας, ήταν Κληρικός, αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στη Δεσφίνα της Φωκίδας, τριτότοκος γιος πενταμελούς οικογένειας. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στα Σάλωνα από τον καλόγερο Γεράσιμο Λύτσικα.
 
Γύρω στα 1750, καθώς ξημέρωναν Χριστούγεννα, ένας λεβεντόπαπας από τη Δεσφίνα, ο παπα-Στάθης, γύριζε βιαστικά από την Αντίκυρα, καβάλα στο μουλάρι του, να λειτουργήσει στης Δεσφίνας την εκκλησιά. Το χιόνι έπεφτε πυκνό τριγύρω. Ξάφνου άκουσε μια φωνή να ζητάει βοήθεια. Πλησίασε και βρήκε μέσα σε μια σπηλιά τον Αρβανίτη Αλή, Ζαμπίτη της Αντίκυρας, να καίγεται στον πυρετό. Ο παπα-Στάθης φόρτωσε τον Αλή στο μουλάρι, τον ανέβασε στη Δεσφίνα και τον περιποιήθηκε στο σπίτι του σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο. «Βουνό με βουνό δεν συναντιέται, άνθρωπος με άνθρωπο ανταμώνουν», είπε όταν συνήρθε ο Αρβανίτης Αλής στον παπα-Στάθη. Όμως οι δυο τους δεν έλαχε ποτέ να ξανανταμώοουν. Ο θρύλος σταματάει εδώ για να συναντήσει αργότερα την ιστορία.
 
ΟΙΚΙΑ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ Δεσφίνα Παρνασσίδας.
Εδώ γεννήθηκε ο Επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας.
Ο εικονιζόμενος αείμνηστος π.Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου,
ήταν συγγενής του Ησαία.(Φωτογραφία του 1966
Ο παπα-Στάθης της Δεσφίνας είχε γυναίκα την Αρχόντω, τρεις γιους και δύο κόρες. Ο μεγάλος γιος, ο Γιάννης, έγινε τσοπάνης. Ο δεύτερος, ο Θεοδόσης, πήγε καλόγερος στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Το τρίτο παιδί γεννήθηκε το 1778. Ο παπα-Στάθης του ´δωσε το όνομα Ηλίας και θέλησε να τονε κάνει παπά. Δεκαοχτώ χρονών τον έστειλε στα Σάλωνα όπου δίδασκε ο καλόγερος -δάσκαλος του Γένους- Γεράσιμος Λύτσικας, να μάθει λίγα γράμματα. Το 1797 φύγει απ´ τα Σάλωνα και γίνεται καλόγερος στο μοναστήρι του Προδρόμου της Δεσφίνας λαμβάνοντας το όνομα Ησαΐας, που διατήρησε σ´ όλη του τη ζωή. Όμως η δίψα του για μάθηση τον έσπρωχνε σε κάτι καλύτερο. Έτσι μια μέρα εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά όπου εμόναζε κι ο αδελφός του. Εκεί, μέσα στη βιβλιοθήκη του νέου μοναστηριού συμπλήρωσε ο Ησαΐας τη μόρφωση του τις ώρες της σχόλης. Για την αφοσίωσή του στα θεία και το ζήλο του, γρήγορα έγινε διάκος. Τότε ξυπνάει μέσα του ο πόθος για τη λευτεριά όλης της Ρωμιοσύνης. Όμως οι γνώσεις που είχε αποκτήσει δεν του αρκούσαν. Τα Γιάννενα, το φημισμένο κέντρο με σχολειά και δασκάλους σαν τον Μπαλάνο και τον Ψαλίδα, ασκούσαν στον Ησαΐα μια ακατανίκητη έλξη και γοητεία. Για ´κεί ξεκίνησε ο ανήσυχος καλόγερος του Οσίου Λουκά.
Πέρασαν πολλά χρόνια απ´ τη χριστουγεννιάτικη εκείνη νύχτα που ο παπα-Στάθης είχε σώσει τον Αρβανίτη. Τώρα αυτός ο Αρβανίτης αφέντευε τα Γιάννενα -έτσι μας λέει ο θρύλος. Είναι ο Αλή Πασάς απ´ το Τεπελένι. Ο παντοδύναμος δυνάστης δεν ξέχασε το καλό που του ´χε κάνει ο παπάς της Δεσφίνας. Έστειλε απεσταλμένο με «γραφή» στον Ζαμπίτη της Δεοφίνας που τον πρόσταζε να στείλει στα Γιάννενα τον παπα-Στάθη. Όμως ο παπάς δεν ζούσε και σύμφωνα με την προσταγή πήρανε τα δυο του παιδιά, τον Γιάννη και τον Ηλία. Ο Αλής θέλοντας να ξεπληρώσει το καλό στα παιδιά του σωτήρα του τα έβαλε να του ζητήσουν ό,τι ήθελαν για να προστάξει να γίνει. Ο Γιάννης αρνήθηκε. Ο Ηλίας ζήτησε απ´ το βεζίρη να τον βοηθήσει να σπουδάσει. Ο Αλής δέχτηκε με χαρά του. Τον έμπασε τρόφιμο ο´ ένα καλό ελληνικό σχολείο κι ύστερα τον έστειλε γι´ ανώτερες σπουδές στην Πόλη.
Η αληθινή αίτια που έφτασε στ´ αυτιά του Αλή το όνομα του Ησαΐα ήταν η φήμη που απέκτησε καλλιεργώντας στενές σχέσεις με επίσημα πρόσωπα. Ο Αλής τον γνώρισε πρώτα κι εκτιμώντας το ήθος και το χαρακτήρα του θέλησε να τον βοηθήσει στη σταδιοδρομία του, στέλνοντας τον να τελειώσει τις σπουδές του στην Πόλη.
Στην Κωνσταντινούπολη ο Ησαΐας απέκτησε πολλές γνωριμίες, ειδικά με τους Φαναριώτες, και συνδέθηκε με το Πατριαρχείο. Εκεί γνώρισε τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε´ κι απέκτησε στενό σύνδεσμο μαζί του. Όμως ο προορισμός του ήταν άλλος. Σύντομα γύρισε οτο χωριό του τη Δεσφίνα ως ιερέας να εκπληρώσει την ιερατική του αποστολή. Ο Αλής τον διόρισε συγχρόνως διοικητή της περιφέρειας. Στο διάστημα αυτό έγραψε «Εκκλησιαστικούς λόγους» κι ένα «Χρονικό της Ρούμελης» που χάθηκε και στέρησε την ιστορία μας ίσως από ένα σπουδαίο έργο.
Μετά το θάνατο του επισκόπου Σαλώνων Ιωακείμ η επισκοπή έμεινε ορφανή από αρχιερέα. Όλης της επαρχίας των Σαλώνων τότε η προσοχή στράφηκε αυθόρμητα στον Δεσφινιώτη Ησαΐα. Ο Αλή πασάς, θέλοντας να δημιουργήσει περιβάλλον από δικούς του αφοσιωμένους ανθρώπους, στέλνει γράμματα στον πατριάρχη και τον παρακαλεί να δοθεί η θέση του Ιωακείμ στον Ησαία, Μα κι ο πατριάρχης γνωρίζει καλά τον Ησαΐα. Εχει κιόλας εκτιμήσει τα προσόντα του. θ´ αποκτούσαν τα Σάλωνα δεσπότη αρεστό στο σατράπη. Άλλωστε θα μπορούσε να μεσιτεύει για ν´ αποφεύγουν οι χριστιανοί τις ραδιουργίες του.
Έτσι το 1818 ο πατριάρχης χειροτονεί δεσπότη τον Ησαΐα. «Ησαΐας επίσκοπος Σαλώνων ή Σόλωνος».
Αναχώρηση Ησαία και Διάκου γιά τη Μάχη
Για το δεσπότη αρχίζει ένα νέο στάδιο δράσης προς όφελος των καταφρονεμένων χριστιανών της επαρχίας. Επαναφέρει στα Σάλωνα την έδρα της επισκοπής η οποία για μερικά χρόνια είχε μεταφερθεί στο Χρισσό. Μοιράζει κατόπιν όλα τα εισοδήματα του στους φτωχούς, δανείζεται από τους πλούσιους Σαλωνίτες χρήματα, τα μοιράζει κι αυτά. Τα ανθρωπιστικά του αισθήματα τον κάνουν αγαπητό και λατρευτό ο´ όλη την επαρχία. Ο Πανουργιάς, αρματολός της περιοχής, τον κάνει φίλο του και τον αποκαλεί δεξί του χέρι. Στο δεύτερο χρόνο της χειροτονίας του δέχεται το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας. Στις παραμονές του Αγώνα μαζεύει χρήματα, αγοράζει όπλα και τ´αποθηκεύει μυστικά στα Σάλωνα. Τα όπλα μετέφερε απ´ την Ευρώπη με τα δυο του καράβια ο Γαλαξιδιώτης ναυτικός Φούντας ή Γκανούτας.
Κείνο τον καιρό είχε φτάσει στην επαρχία των Σαλώνων κάποιος παπα-Ανδρέας Μόρης απ´ την Κουκουβίστα. Ζωσμένος τ´ άρματα πάνω από τα ράσα παρενοχλούσε τους Τούρκους κάθε τόσο. Εκείνοι διαμαρτύρονταν στο δεσπότη, ενώ ο Αλή πασάς ζητούσε επίμονα τον παπα-Ανδρέα. Η θέση του ιεράρχη έγινε δύσκολη. Ήθελε να βοηθήσει τον παπα-Ανδρέα χωρίς να δυσαρεστήσει τους Τούρκους και τον Αλή, μην τύχει και τους κινήσει υποψίες. Γράφοντας ο Ησαΐας στον πατριάρχη Γρηγόριο του ζητούσε μεταξύ των άλλων τη συμβουλή του για το θέμα του παπα-Ανδρέα. Ο πατριάρχης του απάντησε -με επιστολή που έφερε ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1820- να υπερασπίζεται κρυφά τον γενναίο Κουκουβιστιανό αγωνιστή και συγχρόνως να υποκριθεί άγνοια οτο βεζίρη, να τον καταπραΰνει με λόγια και υποσχέσεις, αλλά να μην παραδώσει τον Μόρη εις λέοντος στόμα. Ο Ησαΐας πράγματι περιέθαλψε τον παπα-Ανδρέα Μόρη τον Κουκουβιστιανό όπως του άξιζε. Και κείνος, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, βρέθηκε πλάι στον Πανουργιά και πολέμησε λιονταρίσια. Συγχρόνως ο πατριάρχης καλούσε μ´ απεσταλμένο τον Ησαΐα στην Κωνσταντινούπολη να του μεταβιβάσει τις τελευταίες εντολές για τη μεγάλη στιγμή που πλησίαζε. Για να θολώσει τα νερά και να μην υποψιαστούν οι αγάδες της Ρούμελης για το ξαφνικό ταξίδι του δεσπότη, συγκάλεσε το ηγουμενικό συμβούλιο του Οσίου Λουκά -που υπαγόταν τότε στην επισκοπή Σαλώνων- για τις εκκρεμείς υποθέσεις του μοναστηριού, μαζί με τον Ησαΐα. Έτσι τις πρώτες μέρες του 1821 ο επίσκοπος βρισκόταν, μαζί με τον αδελφό του Θεοδόσιο και τον ηγούμενο Χατζή, στην Πόλη κι έπαιρνε οδηγίες από τον πατριάρχη. Στις 11 Μαρτίου, σ´ ένα απόμερο σημείο του κόλπου της Αντίκυρας, αποβιβάστηκε ο ταξιδιώτης δεσπότης κι από ´κεί έφτασε οτο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, όπου, ειδοποιημένος, τον περίμενε ο Θανάσης Διάκος. Όλα είναι έτοιμα. Μετά τον εσπερινό ο Ησαΐας ορκίζει τα παλικάρια πάνω οτο ευαγγέλιο. Ύστερα αναχώρησε για τα Σάλωνα, μάζεψε τους προύχοντες και τους προκρίτους και τους ανέθεσε την οργάνωση. Την εκτέλεση θ´ αναλάμβανε ο καπετάνιος της επαρχίας, ο γερο-Πανουργιάς. Πολεμοφόδια μεταφέρονται από το Γαλαξίδι και μοιράζονται στα σπίτια των προυχόντων, χωρίς οι Τούρκοι ν´ αντιληφθούν το παραμικρό. Η Επανάσταση είχε μπει στο δρόμο της. Ζήτημα ημερών το ξέσπασμα της.
Στις 24 Μαρτίου, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, ο Ησαΐας συγκέντρωσε τον Πανουργιά με τα παλικάρια του και τους προεστούς των Σαλώνων Αναγνώσιη Γιαγτζή, Ρήγα Κοντορρήγα και Ανα- γνώστη Κεχαγιά, έκαναν δοξολογία και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στην περιοχή των Σαλώνων. Ο πόθος του ιεράρχη είχε εκπληρωθεί. Οι κόποι του είχαν καρποφορήσει.
Στις 26 Μαρτίου ο Ησαΐας ξαναβρίσκεται στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά με τον Θανάση Διάκο. Και στο χάραμα της άλλης μέρας οι καλόγεροι έψαλαν τη δοξολογία. Ήταν το γλυκοχάραμα της λευτεριάς. Ετσι κηρύχτηκε η Επανάσταση και στη Βοιωτία. Ο αρχηγός Θανάσης Διάκος είχε πάρει την ευλογία του δεσπότη και ξεκινούσε με τα παλικάρια του για το μεγάλο Αγώνα. Ο Ησαίας κατέθεσε τα αμφία του στον Όσιο Λουκά, αρματώθηκε και ξεκινώντας για τα Σάλωνα έριξε μια στερνή
ματιά στο μοναστήρι. Δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του δεσπότη και κατάβρεξαν ττς ροδόχροες παρειές του.
Δύο μέρες έμεινε ο ιεράρχης στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία να παρακολουθήσει την Επανάσταση που είχε ξεσπάσει στα Σάλωνα αυθημερόν. Σαν έμαθε πως όλα πήγαιναν καλά και πως οι Σαλωνίτες κλείσανε τους Τούρκους στο Κάστρο, έφυγε για τη Λιβαδειά, όπου έφτιαξε μ´ άλλους δύο ιεράρχες την Επαναστατική Επιτροπή. Είναι το μόνο σωζόμενο έγγραφο που φέρει την υπογραφή του Ησαΐα.
Ο επίσκοπος γύρισε σύντομα στα Σάλωνα. Έπρεπε να ετοιμάσει την άμυνα. Ο Πανουργιάς με 500 άνδρες είχε πάρει το Κάστρο (10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα). Από τα λάφυρα αρματώθηκαν οι Σαλωνίτες του Πανουργιά κι έτρεξαν να συναντήσουν τους Διάκο και Δυοβουνιώτη που βρίσκονταν στα όρια του Ζητουνιού, περιοχής Λαμίας. Μαζί τους ακολουθούσε ένας ακόμη αρματωμένος πολεμιστής. Ήταν ο δεσπότης Ησαΐας.
Όσο κι αν ψάξουμε ττς σελίδες του ´21 δεν θα βρούμε άλλο δεσπότη να λαβαίνει μέρος σε μάχες. Ιεράρχες μάρτυρες ήταν αρκετοί στον Αγώνα. Πολεμιστής όμως παραμένει μοναδικός ο Ησαΐας!
Ο Σαλώνων  Ησαίας,  βρήκε ένδοξο θάνατο στη μάχη της Χαλκωμάτας
 (Απρίλιος 1821).  Εδώ απεικονίζεται πληγωμένος δίπλα στον Διάκο
σε πίνακα του Αλέξανδρου Ησαΐα εμπνευσμένο από τη μάχη της Αλαμάνας
Ούτε να ιερουργήσει δεν κάθησε το πρώτο ελεύθερο Πάσχα στα Σάλωνα. Δεν προλάβαινε. Στο πολεμικό συμβούλιο που έγινε στους Κομποτάδες σττς 19 Απριλίου αποφασίστηκε ο Πανουργιάς να κρατήσει το κέντρο. Επιανε τον ξεροπόταμο Ντούνο κι όλο το κάτω μέρος της Χαλκωμάτας. Στο χωριό Μουσταφάμπεη έστειλε ο Πανουργιάς τον Κομνά Τράκα και τον παπα-Ανδρέα με τα παλικάρια του. Ο ίδιος με τους υπόλοτπους κατ τον Μαμούρη θα μένανε στη Χαλκωμάτα. Ο Ησαΐας στην κρίσιμη εκείνη στιγμή έμεινε κοντά στο σαλωνίτικο σώμα, δίνοντας κουράγιο στους Έλληνες που αντίκριζαν από μακριά το πολυάριθμο στρατόπεδο του εχθρού.
Στη μάχη που ακολουθεί στη Χαλκωμάτα ο πολυάριθμος κι εμπειροπόλεμος στρατός του Βρυώνη κατατροπώνει τους λιγοστούς Έλληνες αγωνιστές. Ο Πανουργιάς τραυματίζεται. Ένα εχθρικό βόλι βρίσκει και τον Ησαία. Ο αδελφός του ο παπα-Γιάννης πέφτει κι αυτός νεκρός. Ένα παλικάρι, ο έφορος του στρατού Μαρκόπουλος, βλέποντας τον ιεράρχη να μένει πίσω λαβωμένος, τον σηκώνει στον ώμο του κι αρχίζει να τρέχει. Ο Ησαΐας τον παρακαλεί: «Άφησε με τέκνον μου και σώσε τουλάχιστον σεαυτόν ως χρησιμότερον». Ο ανήφορος του Καλλίδρομου, στητός, εξουθενώνει τον Μαρκόπουλο. Και αποθέτει κοντά στην πηγή της Χαλκωμάτας το «πολύτιμον φορτίον». Φεύγοντας ο Μαρκόπουλος άκουσε τον Ησαία να φωνάζει: «Παναγία μου, σώσον τουλάχιστον την Πατρίδα». Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. Οι Τούρκοι καταφθάνουν κι αποτελειώνουν τον ιεράρχη. Όταν την άλλη μέρα οι Τούρκοι παλούκωσαν τον Διάκο, βάλανε γύρω από τη σούβλα περίπου 80 κεφάλια που ´χαν κόψει στη μάχη της Αλαμάνας. Ένα από αυτά ήταν και του Ησαία.
Ο Ησαΐας παραμένει ένα αγνό σύμβολο του αδούλωτου Ελληνισμού. Το μαρμάρινο άγαλμα του στήθηκε από τους Αμφισσείς τον Ιούλιο του 1931 στη μεγάλη πλατεία της Άμφισσας που από τότε φέρει τ´ όνομα του. Σ´ εκείνα τ´ αποκαλυπτήρια ο γυμνασιάρχης του Γυμνασίου της πόλης σε προσφώνηση του κατέληξε με τούτα τα πικρά λόγια:
«Σε αδίκησε η Ιστορία…
Σε λησμόνησε η Πατρίδα».
Πηγή Ελευθεροτυπία ´ΙΣΤΟΡΙΚΑ´
Το κείμενο ανήκει στον Ερευνητή – Ιστορικό Δρόσο Κραββαρτόγιαννο

Ὁ Ἡνίοχος τῶν Δελφῶν

Σαν σήμερα 23 Απρ.1896 (ν ημ) ανακαλύπτετε από Γάλλους Αρχαιολογους ο Ηνιοχος των Δελφων


hnioxos-delfwnἘστία, ἀρ. φύλ. 53, 23.4.1896
«Τὸ ἐν Δελφοῖς ἀνακαλυφθὲν χαλκοῦν ἄγαλμα θεωρεῖται ὡς ἀριστούργημα τέχνης, τὸ δὲ ἀποσταλὲν εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῆς Παιδείας περὶ αὐτοῦ τηλεγράφημα λέγει ὅτι «εὗρον οἱ Δελφοὶ τὸν Ἑρμῆν αὐτῶν». Τὸ δὲ σπουδαῖον εἶνε ὅτι ἔχει ὕψος 1,75 τοῦ μέτρου καὶ εἶνε τὸ μόνον ἐν Ἑλλάδι μέχρι τοῦδε εὑρεθὲν ἀρχαῖον χαλκοῦν ἄγαλμα τοιούτου μεγέθους. Ἐν τῷ τηλεγραφήματι τὸ ἄγαλμα περιγράφεται ὡς ἑξῆς: …

Τὸ ἄγαλμα εἶνε σῶον ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, στερεῖται δὲ μόνον τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἥτις πιθανῶς θὰ εὑρεθῇ ἐκεῖ που. Φέρει αἰσθητά, τῆς ὁποίας αἱ πτυχαὶ εἶνε ἑξαιρέτως κανονικαί, περισφίγγεται δὲ κατωθεν τοῦ στήθους διὰ ζώνης.
Ἡ κόμη εἶνε λαμπρῶς διηυθετημένη, πέριξ τοῦ μετώπου φέρει ταινίαν εἰργασμένην. Ἡ κόρη καὶ ἡ ἴρις τῶν ὀφθαλμῶν ἑξαιρετικὼς δεδηλωμέναι εἶνε ἔνθετοι ἐξ ἐγκαύστου μίγματος (σμάλτου), οἱ βλεφαρίδες ἐπίσης.
      Ἡ δεξιὰ χεὶρ κρατεῖ ἠνία ἵππου, οὗτινος εὑρέθησαν οἱ δύο ὀπίσθιοι πόδες μετὰ τῆς οὐρᾶς. Οἱ μετὰ οὔλων πλόκαμοι περιβάλλουσι τὰ ὦτα καὶ τὰ κροταφικὰ μέρη. Παριστάνει νεανίαν πωγωνοφόρον, ἡ ἐν συνόλῳ χάρις καὶ ἔκφρασις τοῦ ὁποίου εἶνε ἐξαίσια.
     Πρὸς μελέτην τοῦ σπουδαίου τούτου εὐρήματος, ὅπερ κατὰ τὴν γνώμην τῶν ἰδόντων εἶνε ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς, καὶ δὴ τοῦ τέλους τοῦ 6ου αἰῶνος, μεταβαίνει αὔριον εἰς Δελφοὺς ὁ διευθυντὴς τῆς γαλλικῆς Σχολῆς κ. Ὠμόλ».
Ηνίοχος4
     Ὁ Πολύζαλος, τύραννος τῆς Γέλας, ἀδελφὸς τοῦ Ἱέρωνος τῶν Συρακουσῶν, νικητὴς στὴν ἁρματοδρομία, ἔστησε στοὺς Δελφοὺς ἀνάθημα, ἕνα τέθριππο ἅρμα μὲ ἐπιβάτη τὸν ἴδιο τὸν τύραννο καὶ δίπλα τὸν ἡνίοχό του. Στὰ 373 π. Χ. βράχοι ἀπὸ τίς Φαιδριάδες πέτρες κύλισαν ἐπάνω στὸ ἱερὸ καὶ μαζί μὲ ἄλλα ἀναθήματα ἔκαμαν συντρίμματα τὸ χάλκινο ἀναβάτη, τὸ ἄλογο, τὸ ἅρμα. Σώθηκε ὁ ἡνίοχος. Χάσαμε βέβαια μεγάλο καὶ ἐνδιαφέρον σύμπλεγμα, ἔργο τῶν χαλκοπλαστικῶν ἐργαστηρίων, τὰ ὁποῖα ἔδιναν στὴν ῎Ηλιδα καὶ στοὺς Δελφοὺς τὴν ὑστεροφημία τῶν ἀθλητῶν. ῾Ο νέος ὅμως, ποὺ ἔμεινε ὁλομόναχος, χωρὶς τ’ ἄλογά του, χωρὶς τὸ ἅρμα, ποὺ τὸν ἔκρυβε ὡς τὴ ζώνη, χωρὶς τὸν ἡγεμόνα στὸ πλευρό του, κεντρίζοντας τὴ φαντασία τῶν ἀνθρώπων γιὰ τοὺς συντρόφους του, ποὺ λείπουν καὶ γιὰ τὸ γλύπτη ποὺ εἶναι ἄγνωστος, ἔγινε ἡ πλὲον περίεργη καὶ θελκτικὴ μορφὴ τῆς ἀρχαίας γλυπτικῆς – αὐτῆς ποὺ μᾶς εἶναι γνωστή.
Ηνίοχος29
     Τοῦ  ἡνιόχου τὸ λαμπρὸ μέρος εἶναι τὰ κάτω ἄκρα, ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ φανοῦν. Τὰ γυμνὰ πόδια. Χωρὶς νὰ λογαριάση, πὼς θὰ ἦταν κρυμμένα πίσω ἀπὸ τὸ ἅρμα, ὁ τεχνίτης ἔκαμε τὸ καθῆκον του πρὸς τὰ νιάτα. Στήριξε τὴν ὁλόρθη στήλη τοῦ νεανικοῦ αὐτοῦ κορμιοῦ στὸ ὡραιότερο ζευγάρι γυμνῶν ποδιῶν, ποὺ βγῆκαν ποτὲ ἀπὸ τὴν γλυπτικὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ κατόπιν. Τὰ γραμμένα δάχτυλα ξεχωρίζοντας ἕνα ἕνα, ἁπλώνονται στὸ δεξὶ μὲ κάποιο ριπιδωτὸ ἄνοιγμα. Οἱ κόμποι τῶν ἀστραγάλων καθαρὰ πεταγμένοι, τὸ λεπτὸ ἀνέβασμα τῆς κνήμης, τὰ πέλματα, ποὺ πατοῦν ὁλόκληρα καὶ κρατοῦν τὸ σῶμα ἀναπαυμένο καὶ βέβαιο, σχηματίζουν μιὰν ἑνότητα ξεχωριστή, ὅσο κι ἂν τὸ σύνολο ἦταν ἕνα καὶ ἀδιαχώριστο.
Ηνίοχος6.
     Στὴν ἀκινησία τοῦ ῾Ηνιόχου βλέπομε τὸν φρενιτιώδη ἀγώνα, ποὺ ἔχει προηγηθῆ. Πλούσια ἠρεμία. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ τρικυμία τῶν μυώνων ἡσύχασε. Τὸ σῶμα ἡρεμεῖ. Χαϊδεύεται ἀπὸ τὸ θρίαμβο. Ἦρθε ὁ ρόλος τοῦ πλήθους. Εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τοῦ νικητοῦ. ῾Η παρέλαση. Ὁ νικητὴς μετὰ τὸ ἀποτέλεσμα περνᾶ σὲ ἀργὴ περιφορὰ μπροστὰ στὰ πλήθη καὶ δέχεται τὴ χαρμόσυνη βοὴ τῆς ἐπευφημίας, ἀκίνητος ἐπάνω στὸ ἅρμα του, τὸ ὁποῖο ἕνας πεζὸς ὁδηγεῖ κρατώντας τὰ χαλινάρια τῶν ἀλόγων. Ἀπὸ τὸ παιδί, ποὺ παράστησε στὴ θέση τοῦ πεζού ὁ γλύπτης, βρεθηκε ἕνα χέρι.
     Ὁ ῾Ηνίοχος αὐτός, ποὺ ἔδωσε τὴ νίκη, ὑψώνεται χυτός μέσα στὸν ποδήρη χιτώνα του. Οἱ πτυχὲς πέφτουν ἴσιες καὶ βαριές. Πατεῖ καὶ στὰ δυὸ πέλματα. Εἶναι αὐστηρὴ στήλη στημὲνη στὴ δόξα. Οἱ φυσικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις πειθαρχοῦν. Ἡ στάση του συγκρατεῖ τὸ θρίαμβο. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπει καμιὰ κίνηση ἔξω ἀπὸ τὴ γαλήνη καὶ τὴν εὐπρέπεια. Δυὸ κινήσεις σχηματίζουν τὴ δωρικὴ αὐτὴν ἀρμονία.
Ηνίοχος1
      Η μία εἶναι ἡ ἀκαμψία του, ποὺ δείχνει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ἴσιο καὶ ἀτάραχο, μὲ τὶς πτυχὲς τοῦ μακρύτατου χιτώνα βαριὲς καὶ ἀτρικύμιστες. Ἡ δεύτερη κίνηση εἶναι τὸ γέρμα τοῦ κορμιοῦ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ ἀκόμα ἐντονώτερα τῆς κεφαλῆς, ἡ ὁποία γέρνει κι αὐτὴ πρὸς τὸ ἴδιο μέρος. Ἡ κεφαλὴ εἶναι βυθισμένη, σ’ ἐλαφρὸ ὄνειρο εὐτυχίας. Ἀκούει τὴ μουσικὴ τοῦ πλήθους. Βλέπει τὸ μεγάλο παλμό του καὶ τὴ γραφικὴ ἀνωμαλία του. Τὸ στόμα του μισανοιγμένο. Τὰ χείλη μικρὰ καὶ σαρκωμένα. Στόμα λουλουδένιο. ῾Η ἴσια μύτη καταλήγει σὲ χαριτωμένο λέπτυσμα. Τὰ ρουθούνια ρουφοῦν ἀπολαυστικὰ τὸν ἀέρα, ποὺ χρειάζεται τὸ κουρασμένο σῶμα. Βλέπεις σ’ αὐτὰ τὸ λαχάνιασμα. Τρέμουν. Τὰ μαλλιὰ περιγραμμένα μὲ θαυμαστὴ λιτότητα, ἀφηνουν τοὺς λιτούς τους βοστρύχους νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν ταινία τῆς νίκης, ποὺ τὰ δένει. Τὰ τόξα τῶν φρυδιῶν γράφουν τὴν καθαρὴ καμπύλη τους ἐπάνω ἀπὸ τὴ λαμπρὴ ματιά. Ἀλλὰ τὰ μάτια! Στὴν ἀσπράδα κάποιου σμάλτου ὁ τεχνίτης ἔμπηξε δυὸ κύκλους διαφορετικῶν μετάλλων μὲ ρεαλισμό, ποὺ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβωμε, τοῦ χρεωστοῦμε τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας. Τὸ φῶς βυθίζεται καὶ παίζει σ’ αὐτὰ τὰ πετράδια. Τὰ μάτια χαίρονται καὶ σκέπτονται. Καθρεφτίζουν τὸ θρίαμβο.
Ηνίοχος27
    Εἶναι νιάτα στὴν ἀρχαία γλυπτική, ποὺ δείχνουν τὸ χάδι τοῦ φωτὸς ἐπάνω τους. Εἶναι νιάτα μὲ τὴ σταθερὴ γραμμή τους, ποὺ δοξάζουν τὴν παλαίστρα καὶ τὴ δωρικὴ πολιτεία. Μὰ νιὰτα συμπυκνωμένα ἔτσι στὴν αὐστηρότητα μιᾶς λεπτῆς στήλης, τόσο δυνατὰ στὴν ἀκινησία, τόσο δροσερὰ ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἄσθμα τῶν ἀγώνων δὲν ξανάγιναν. Ποτὲ ἀπὸ χιτώνα δὲν εἶδαμε βραχίονα νὰ προβάλη τόσο δυνατὸς καὶ γραμμένος. Ποτὲ χέρι σὰν τὸ δεξὶ τοῦ Ἡνιόχου, ποὺ κρατᾶ ἐλαφρὰ τὰ χαλαρὰ ἠνία, δὲν ἔδειξε γραμμὴ τόσο μουσική.
Ηνίοχος31
    Ποιός εἶναι ὁ ἐξαίσιος τεχνίτης τέτοιων ἄκρων; Εἶναι, ὅπως νομίζεται, ὁ Πυθαγόρας ἐκ Ρηγίου, ποὺ ἔκαμε τὸ ἔργο; Ἦταν Ἀθηναῖος ἢ χαλκοπλάστης τῆς Αἰγίνης; Ἴσως αὐτὸ θὰ μείνη ἄγνωστο. Ἀλλὰ θὰ ξέρωμε πάντοτε, πὼς καὶ τὸ ἔργο τοῦτο τὸ ἔδωσε ἡ ἀόριστη ἐποχή, ποὺ εἶναι τέλος τοῦ ἀρχαϊσμοῦ, ἡ στιγμὴ ποὺ προαισθάνεται τὸ Φειδία. ῞Οπως τὸ δέντρο, ὅταν νιώθη τὴν παρακμή του, πετᾶ ὁρμητικὴ καὶ ἄφθονη ἂνθηση, ἡ ἀρχαϊκὴ τέχνη ἑτοίμασε τὸν ἀποχαιρετισμό της σὲ λίγα ἔργα, στὰ ὁποῖα τὰ ἀρχαϊκὰ στοιχεῖα συγκεντρώθηκαν κι ἔδωσαν τὸ ἀπροχώρητο τοῦ θελγήτρου τους, ἀφήνοντας στὴν ψυχὴ τῶν φίλων τῆς τέχνης συναίσθημα, ποὺ ἂν δὲν εἶναι θαυμασμὸς εἶναι χαρμόσυνη ταραχὴ κι εὐδαιμονία…
Πηγές
Ἄρθρο Ἐστίας –>  http://invenio.lib.auth.gr
φημερὶς «Ἐλεύθερον Βῆμα» ἄρθρο τοῦ  Ζαχαρία Παπαντωνίου
Σύντομος σύνδεσμος ἄρθρου – Shortlink: http://wp.me/p2VN9U-BK
 
Πηγή...
 
http://www.schizas.com

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Profile Visitor Map - Click to view visits