Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Επέτειος εορτασμού της «Μάχης της Άμπλιανης (14 Ιουλίου 1824)


Σάββατο 1 Αυγούστου 2020, 10.00
Θέση «Ταμπούρια»

Ανακοίνωση

                   Επέτειος εορτασμού της «Μάχης της Άμπλιανης 14 Ιουλίου 1824»

Ο Δήμος Δελφών και η Εταιρεία Φωκικών Μελετών συνδιοργανώνουν εκδήλωση τιμής και μνήμης για τη μάχη της Άμπλιανης που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 1η Αυγούστου 2020 στην θέση «Ταμπούρια», στο πραγματικό πεδίο μάχης με το ακόλουθο πρόγραμμα: 

10.00 :  Προσέλευση, Χαιρετισμοί, Επιμνημόσυνη δέηση, Πανηγυρικός της ημέρας,  

               Κατάθεση στεφάνων, Ενός λεπτού σιγή, Εθνικός Ύμνος

Ο εορτασμός θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση διασποράς του κορωνοϊού.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΜΠΛΙΑΝΗΣ ΦΩΚΙΔΑΣ

Οι επαναστάτες Έλληνες συντρίβουν την ισχυρότατη στρατιά εισβολής του Δερβίς Πασά.

196 χρόνια μετά επιβάλλεται να τιμήσουμε και να αναδείξουμε το γεγονός της μάχης αυτής, που τυγχάνει άγνωστη για το ευρύ Ελληνικό κοινό.

Η μάχη της Άμπλιανης  ήταν από τις σφοδρότερες του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα με συμμετοχή 12.000 Τούρκο – Αλβανών και 1.200 Ελλήνων.

Η αμυντική γραμμή των Ελλήνων με τους 10 ισχυρούς προμαχώνες (ταμπούρια) πάνω στην παλιά οδό Ζητουνίου (Λαμίας) – Σαλώνων (Άμφισσας), αντιστέκεται ακόμα στο χρόνο στη Δυτική πλαγιά του Παρνασσού και είναι ίσως το μοναδικό σωζόμενο πεδίο μάχης σε όλη τη χώρα από τις μάχες του Αγώνα της Εθνεγερσίας του  1821.

Πρόκειται για μια πολύ μεγάλης Στρατηγικής σημασίας μάχη, αφού δεν επέτρεψε στα τουρκικά στρατεύματα να υλοποιήσουν το σχέδιό τους, της καθόδου στην Πελοπόννησο, με όλες τις συνέπειες που αυτό θα επέφερε για την εξέλιξη του Αγώνα.

Από το Γραφείο Δημάρχου

Ακολουθεί σχετικό σχεδιάγραμμα της θέσης «Ταμπούρια»

Στην προσπάθειά μας να διευκολύνουμε όσους επιθυμούν να παρευρεθούν στον εφετινό εορτασμό της επετείου της μάχης της Άμπλιανης που θα πραγματοποιηθεί την 1η Αυγούστου ημέρα Σάββατο και ώρα 10.00 πμ στο πραγματικό πεδίο της μάχης, παραθέτουμε τις παρακάτω οδηγίες :

Από Άμφισσα προς Λαμία στο 14ο χιλ. δεξιά προς χωματόδρομο 3,5 χιλ. μέχρι καλύβες όπου υπάρχει χώρος parking και στη συνέχεια περί τα 300 μέτρα με τα πόδια μέχρι τα ταμπούρια. (σε όλη την διαδρομή θα υπάρχουν πληροφοριακές πινακίδες).

Περισσότερα για τη Μάχη Εδώ



 

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

14 Ιουλίου 1824: Η νικηφόρα μάχη στην Άμπλιανη Φωκίδας – Οι επαναστάτες ΣΥΝΤΡΙΒΟΥΝ την ισχυρότατη στρατιά εισβολής του Δερβίς πασά

Του Χρόνη Βάρσου
Φιλολόγου-Ιστορικού ερευνητή


Τελειώνοντας το 1823 η οθωμανική αυτοκρατορία, μετά και την απόλυτη αποτυχία των θερινών εκστρατειών της στη Στερεά (Μουσταής της Σκόδρας και Ομέρ Βρυώνης στη δυτική Στερεά και οι Γιουσούφ Περκόφτσαλης και Σαλιχ Αδριανούπολης στην ανατολική), έδειχνε τελείως αδύναμη να καταστείλει ένοπλα την ελληνική επανάσταση που φαινόταν να έχει σταθεροποιηθεί και επιβληθεί στρατιωτικά, ενώ σε διπλωματικό επίπεδο έθετε έντονα πια την ανάγκη για ευρωπαϊκή παρέμβαση.
To 1824 η επανάσταση του ελληνικού έθνους, έμπαινε πλέον στον τέταρτο χρόνο, και ήδη παρουσίαζε σοβαρά σημάδια κόπωσης. Από την άνοιξη, η συμμαχία του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) με τον φιλόδοξο ηγεμόνα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή (1805-1848), έφερε την ένοπλη σύγκρουση στα όρια της. Ο σουλτάνος τον κάλεσε (με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κρήτης και του Μοριά στον γιό του Ιμπραήμ πασά) να επέμβει στο πλευρό του, εναντίον των απείθαρχων ραγιάδων και να δώσει ένα τέλος στην ελληνική υπόθεση. Έτσι ο ικανότατος Ιμπραήμ πασάς διορίστηκε στις 20 Μαρτίου 1824, βαλής του Μοριά με αποστολή να καταστείλει την επανάσταση των απείθαρχων ραγιάδων.
Το σουλτανικό σχέδιο δράσης εστιαζόταν στον από κοινού συντονισμό των χερσαίων και ναυτικών επιχειρήσεων. Σε πρώτο στάδιο ο ενωμένος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος θα κατέστρεφε τις προκεχωρημένες ναυτικές βάσεις των Ελλήνων στο Αιγαίο (Κάσο, Ψαρά και Σάμο). Σε δεύτερο επίπεδο ο τουρκικός στρατός θα κατέστειλε την επανάσταση στη Ρούμελη και ο αιγυπτιακός στο Μοριά. Η τελευταία φάση προέβλεπε την καταστροφή της Ύδρας και των Σπετσών, γεγονός που θα σηματοδοτούσε την οριστική καταστολή του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων.

Η αιγυπτιακή επέμβαση, με τον όγκο των ανεξάντλητων δυνάμεων και πόρων που διέθετε, ενίσχυσε σοβαρά την οθωμανική αυτοκρατορία, που πέτυχε την υποταγή της Κρήτης και της Εύβοιας τον Μάιο, την καταστροφή της Κάσου τον ίδιο μήνα και των Ψαρών τον Ιούνιο. Παράλληλα η αναμενόμενη έλευση τον Ιούλιο στο Αιγαίο μιας τεράστιας αιγυπτιακής αρμάδας και η επικείμενη ένωσή της με την οθωμανική, επρόκειτο να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στον ελληνικό στόλο και στα εναπομείναντα ναυτικά οχυρά (Ύδρα, Σπέτσες, Σάμος).
Στον αντίποδα, ο ελληνικός α’ εμφύλιος πόλεμος (25 Νοεμβρίου 1823-12 Ιουνίου 1824) είχε διαταράξει συθέμελα το εσωτερικό μέτωπο και εξαντλήσει σοβαρά τη δυναμική της επανάστασης. Ικανότατοι οπλαρχηγοί, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Οδ. Ανδρούτσος, ο Γ. Καραϊσκάκης είχαν στοχοποιηθεί ως «εχθροί» του έθνους, έπεσαν σε δυσμένεια, αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και εχθρότητα και επί της ουσίας είχαν αδρανοποιηθεί από την κυβέρνηση Κουντουριώτη-Μαυροκορδάτου-Κωλέττη. Στο διχασμό συνέβαλε και το 1ο δάνειο 800.000 λιρών που συνήφθη στις 9 Φεβρουαρίου 1824 με αγγλικό τραπεζικό οίκο (μίζες και σπατάλες δεν άφησαν παρά μόνο ένα μικρό μέρος 298.000 λιρών να φτάσει στα δημόσια ταμεία).

Η εισβολή του Δερβίς πασά στην ανατολική Ρούμελη

Στο χερσαίο πεδίο, υλοποιώντας το τουρκο-αιγυπτιακό σχέδιο, ο νέος Ρούμελη-βαλεσή, Ιμπραήμ Δερβίς πασάς (1770-1826), πρώην πασάς του Βιδινίου, που αντικατέστησε τον αποτυχόντα Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 1824, έχοντας υπό τις διαταγές του τους Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη της Βράϊλας (πρώην Μόρα-βαλεσή) και Αμπάζ Ντίπρα, ξεκινώντας από τη Λάρισα στα μέσα Ιουνίου 1824, έφτασε με 15.000 στρατό στη Λαμία (10.000 σύμφωνα με τον Δ. Κόκκινο ή 12.000 κατά τον Σπηλιάδη).
Το σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη εισβολή του Ομέρ Βρυώνη, πασά των Ιωαννίνων, με 5.000 στρατό, από την Άρτα μέσω Ακαρνανίας προς τη Ναύπακτο και του Ομέρ πασά της Καρύστου με 3.000 στρατό στην Αττική. Οι ενωμένες πλέον σουλτανικές δυνάμεις, συμποσούμενες σε 23.000, αφού θα διέλυαν την επανάσταση στη Στερεά, θα περνούσαν μέσω Ναυπάκτου στην Πελοπόννησο.



Γιώτης Δαγκλής (1787-1829)


Γεώργιος Δράκος (1788-1827)

 

Κίτσος Τζαβέλας (1801-1855)


Στις 23 Ιουνίου η στρατιά του Δερβίς πασά από τη Λαμία στρατοπέδευσε στην περιοχή Αμουρίου-Λιανοκλαδίου-Κομποτάδων. Παρά την καταστροφή (από κεραυνό ή δολιοφθορά) 300 κιβωτίων πυρομαχικών στις 25 Ιουνίου στο οθωμανικό στρατόπεδο στο Λιανοκλάδι, με 30 νεκρούς και 400 κατεστραμμένες άμαξες, που καθυστέρησε την όλη επιχείρηση λόγω της αναμονής νέων εφοδίων από τη Λάρισα, η πορεία προς τη Φωκίδα δρομολογήθηκε κανονικά. Ο οθωμανικός στρατός χωρίστηκε σε 3 τμήματα: Το πρώτο από 1.500 άνδρες θα επιχειρούσε μέσω Υπάτης-Οίτης-Βαρδουσίων να προσεγγίσει το Λιδωρίκι. Το δεύτερο και ισχυρότερο, από 9-10.000 πεζούς, 2 κανόνια και 1.000 ιππείς, υπό τους Γιουσούφ πασά και Αμπάζ Ντίπρα, θα προήλαυνε μέσω Χαλκωμάτας-Μπράλλου-Γραβιάς προς την Άμφισσα. Το τρίτο τμήμα υπό τον Δερβίς πασά, με 2.000 πεζούς και 500 ιππείς, θα προστάτευε τις συγκοινωνίες μέσω του στενού των Θερμοπυλών και θα λειτουργούσε ως εφεδρεία του κυρίως στρατού εισβολής.

Από τη Ναύπακτο, τέλη Ιουνίου, άλλοι 1.500 Τούρκοι κινήθηκαν προς Λιδωρίκι και Μαλανδρίνο αλλά αναχαιτίστηκαν από ελληνικά σώματα υπό τον Δ. Σκαλτσά στη θέση «Ομέρ Εφέντη» (Καστράκι Δωρίδας).

Η τουρκική στρατιά στρατοπέδευσε στη Γραβιά και επιχείρησε στις 6 Ιουλίου με ένα σώμα 6.000 Αλβανών πεζών και 1.000 ιππέων υπό τους Αμπάζ Ντίπρα, Βελή αγά και Πράχο Πρεβίστα να κινηθεί προς Λιδωρίκι μέσω της βόρειας Φωκίδας. Δυο μέρες μετά όμως, στη Μπινίτσα Λιδωρικίου, αναχαιτίστηκε μετά από 6ωρη μάχη, από 350 Έλληνες υπό τους Δήμο Σκαλτσά και Σαφάκα και επέστρεψε ηττημένη στο στρατόπεδο της Γραβιάς.
Παράλληλα και ενώ στην Ήπειρο ο Ομέρ Βρυώνης αδρανούσε, στο μέτωπο της Αττικής, ο Ομέρ της Καρύστου με 3.000 στρατό, αποβιβάστηκε στις αρχές Ιουλίου στον Ωρωπό και ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Αθήνα. Στις 5 Ιουλίου, σε μια σύγχρονη εκδοχή της μάχης του Μαραθώνα, η Αθήνα σώθηκε, όταν ο τουρκικός στρατός εισβολής, νικήθηκε στο ομώνυμο πεδίο μάχης από τους 550 άνδρες του Γ. Γκούρα (φρούραρχος της Αθήνας από τα μέσα Ιουνίου), αφήνοντας 260 νεκρούς και υποχώρησε στο Καπανδρίτι.

Οι ελληνικές προσπάθειες για αναχαίτιση του σουλτανικού στρατού

Μπροστά στον τεράστιο κίνδυνο που διαγραφόταν για την επανάσταση, λόγω της ισχύος του οθωμανικού στρατού εισβολής, η ελληνική κυβέρνηση, μόλις ένα μήνα μετά το τέλος του πρώτου εμφυλίου, και υπό το βάρος των καταστροφών σε Κάσο και Ψαρά, φάνηκε απολύτως αιφνιδιασμένη και ελάχιστα προετοιμασμένη.
Με διάταγμα της 9ης Ιουλίου, παράλληλα με την επανέναρξη της πολιορκίας της Πάτρας, θα δημιουργούνταν 3 στρατόπεδα στην Πελοπόννησο σε Αχαΐα, Ηλεία Μεσσηνία και Κορινθία από 13.500 ενόπλους λόγω του αυξημένου φόβου για πιθανές Αιγυπτιακές αποβάσεις. 
Για τη Στερεά επρόκειτο να διατεθούν περίπου 11.000 μαχητές σε 7 στρατόπεδα: 
Σε Άγραφα (3.000) και Μακρυνόρος (500) για αντιμετώπιση μιας πιθανής εισβολής του Ομέρ Βρυώνη, 
στη Ναύπακτο (400), 
στο Λιδωρίκι (2.500), 
στα Σάλωνα (2.500), 
στο Ζεμενό (1.000) και 
στην Αττική (1.000) για την προστασία της Αθήνας από τον Ομέρ της Καρύστου.

Στο μέτωπο της Φωκίδας, όμως οι μόνες πραγματικά ετοιμοπόλεμες δυνάμεις που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τον τουρκικό στρατό, αποτελούνταν από μόλις 600 άνδρες υπό τον 23χρονο οπλαρχηγό Νάκο Πανουργιά (γιό του γερο-Πανουργιά) και 250 εμπειροπόλεμους Σουλιώτες υπό τους Γεώργιο Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Τούσια Ζέρβα και Χριστόφορο Περραιβό. 
Από την Πελοπόννησο ήλθε στις 13 Ιουλίου μόνο μια μικρή βοήθεια από 200 άνδρες με τον 21χρονο Παναγιώτη Νοταρά και 130 επιπλέον Σουλιώτες υπό τον 23χρονο Κίτσο Τζαβέλλα (γιό του ένδοξου πολέμαρχου Φώτου) και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. 
Συνολικά 1.200 μαχητές (σύμφωνα με τους Χρ. Περραιβό, Σπ. Τρικούπη, Απ. Βακαλόπουλο) απέναντι σε 10-11.000 εισβολείς!!. 
Άλλες πηγές αναφέρουν μεγαλύτερους αριθμούς για την ελληνική παράταξη: 
ο Λ. Κουτσονίκας μιλάει για 2.000 ενώ οι Σπηλιάδης και Δ. Κόκκινος για 3.000 που μάλλον αφορούν σώματα στην ευρύτερη περιοχή.


Παναγιώτης Νοταράς (1803-1873)

Η αμυντική οργάνωση της Άμπλιανης

Το σχέδιο του γερο-Πανουργιά ήταν να οργανωθεί μια αμυντική τοποθεσία στην θέση Άμπλιανη (***) Φωκίδας, 3 ώρες από τα Σάλωνα (Άμφισσα) και 1 ώρα από τη Γραβιά, κοντά στο χωριό Βάργιανη, όπου ήταν εφικτό να αναχαιτιστεί ο ισχυρότατος αντίπαλος καθώς θα εξισορροπούνταν στο σημείο εκείνο η αριθμητική του υπεροχή. Η περιοχή ήταν καλυμμένη πλήρως από δάσος και ήταν γεμάτη βράχια και γκρεμούς. Οι Έλληνες διαμορφώνοντάς τη κατάλληλα, σχημάτισαν μια αμυντική γραμμή από 10 ταμπούρια: Στα αριστερά της τοποθετήθηκαν 600 άνδρες υπό τον Ν. Πανουργιά, στο κέντρο οι 250 Σουλιώτες και δεξιά οι 330 άνδρες του Κ. Τζαβέλλα και του Π. Νοταρά. Ως εφεδρεία κρατήθηκε μεταξύ Γκιώνας-Παρνασσού ένα σώμα από 200 άνδρες του Πανουργιά υπό το Γεώργιο Καλμούκη. Οι υπερασπιστές από την προηγούμενη μέρα, για να κάνουν την πρόσβαση απροσπέλαστη, έριξαν άφθονα έλατα στο δρόμο ώστε να εμποδίσουν την επέλαση του επίφοβου τουρκικού ιππικού.

Η διεξαγωγή της μάχης

Ήδη είχε περάσει ένας μήνας από τότε που ο Δερβίς πασάς έφτασε στη Λαμία και ως εκ τούτου η επιχείρηση για το άνοιγμα του δρόμου προς Σάλωνα-Σκαλα Σαλώνων (Ιτέα) ήταν χρονικά επιβεβλημένη για να αποφευχθεί κάθε άλλη καθυστέρηση καθόδου στο Μοριά. 
Ο τουρκικός στρατός από 10-11.000 (οι 1.000 ιππείς), ή 16.000 σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Χρ. Περραιβό, διανυκτέρευσε στη Γραβιά και το πρωί της 14ης Ιουλίου ξεκίνησε την πορεία του προς τα Σάλωνα. 
Όταν έφτασε μπροστά στην οχυρωμένη τοποθεσία χωρίστηκε σε 3 τμήματα: 
Το δεξιό της σουλτανικής παράταξης από 3.000 Τουρκαλβανούς υπό τους Αμπάζ Ντίπρα και Πράχο Πρεβίστα χτύπησε τους 600 άνδρες του Ν. Πανουργιά. 
Στο κέντρο απέναντι στους 250 Σουλιώτες επιτέθηκαν με τα 2 κανόνια, 3.500 υπό τον αρχηγό Γιουσούφ Περκόφτσαλη, ενώ αριστερά 4.000 Τούρκοι (άτακτοι ένοπλοι μουσουλμάνοι από τη Θράκη και τη Μακεδονία) υπό τον Σουλεϋμάν μπέη της Ζίχνης, όρμησαν εναντίον των 330 ανδρών του Κ. Τζαβέλλα και του Π. Νοταρά. 
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι βασικοί αρχηγοί της ελληνικής παράταξης, Κ. Τζαβέλας (1801-1855), Ν. Πανουργιάς (1801-1863), και Π. Νοταράς (1803-1873), ήταν όλοι μεταξύ 21-23 ετών (!!!)

Η μάχη ήταν σφοδρή. 
Για τουλάχιστον 10 ώρες (από τις 8-9 το πρωί έως 6-7 το απόγευμα) γίνονταν αλλεπάλληλες, λυσσαλέες επιθέσεις στα ελληνικά ταμπούρια. 
Η αμυντική γραμμή φαινόταν να αντέχει, καθώς οι εχθρικές έφοδοι εξασθενούσαν ολοένα και περισσότερο, παρόλο που η μάχη δεν είχε ακόμη κριθεί. 
Εκείνη την ώρα, καθώς έπεφτε το σούρουπο, εμφανίστηκαν στο αριστερό της τουρκικής παράταξης οι 200 άνδρες του Γ. Καλμούκη από Γκιώνα-Παρνασσό, προκαλώντας πανικό στις τάξεις της. 
Οι πολεμιστές του Τζαβέλλα και του Νοταρά εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση και πέρασαν στην αντεπίθεση. 
Το τουρκικό αριστερό σταδιακά διαλυόταν και υποχωρούσε προς το κέντρο. Άμεσα και το ελληνικό κέντρο όρμησε μπροστά, συμπαρασύροντας το αντίστοιχο τουρκικό σε υποχώρηση. 
Ο Γιουσούφ πασάς εγκατέλειψε τη μάχη και υποχώρησε προς τη Γραβιά, γεγονός που οριστικοποίησε την ήττα του οθωμανικού στρατού. 
Σύντομα και το δεξιό της τουρκικής στρατιάς υπό τους Αμπάζ Ντίπρα και Πράχο Πρεβίστα πήρε το δρόμο της υποχώρησης πιεζόμενο από το ελληνικό κέντρο, θεωρώντας την παραμονή του στο πεδίο της μάχης μάταιη όσο και απολύτως επικίνδυνη. 
Σε πολλές περιπτώσεις η άτακτη οπισθοχώρηση εξελίχθηκε σε μαζικό πανικό που ενίσχυε το φυσικό περιβάλλον. 
Πολλοί χάθηκαν πέφτοντας σε γκρεμούς και χαράδρες ποδοπατημένοι από τα υποχωρούντα τμήματα και ιδίως τους ιππείς.
Μετά από 11 ώρες (κατ’ άλλους 9) άνισων αλλά ηρωικών συγκρούσεων η μάχη έληξε. 
Η εμφάνιση της εφεδρείας του Καλμούκη την κατάλληλη στιγμή και η θυελλώδης αντεπίθεση των 400 Σουλιωτών του Τζαβέλλα έκριναν το αποτέλεσμα. 
Η νίκη των Ελλήνων ήταν συντριπτική απέναντι σε 8πλάσιους αντιπάλους. 
Οι τουρκικές απώλειες ξεπέρασαν τις 2.000 νεκρούς και τραυματίες (πάνω από 500 ήταν οι νεκροί, μεταξύ αυτών και ο Σουλεϋμάν μπέης), ενώ οι Έλληνες έχασαν 9 άνδρες και είχαν 12 τραυματίες ή σύμφωνα με άλλες πηγές 37 νεκρούς και τραυματίες. 
Στα χέρια των επαναστατών έπεσαν 23 σημαίες, τα 2 πυροβόλα, καθώς και η σκηνή και το άλογο του Γιουσούφ Περκόφτσαλη!


Νάκος Πανουριάς (1801-1863)

Η τελική κατάληξη της εκστρατείας

Στο μεταξύ το αποδυναμωμένο τουρκικό στρατόπεδο της Γραβιάς, αν και ενισχύθηκε στις 21 Ιουλίου με 1.000 επιπλέον άντρες υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη, παρουσίαζε σημάδια σαφούς κόπωσης. Στις 12 Αυγούστου, μάλιστα, 200 Σουλιώτες υπό τον Λ. Βέϊκο, από το χωριό Οίτη (Γαρδικάκι), διενήργησαν νυχτερινή καταδρομική επίθεση στο τουρκικό νοσοκομείο στα Καλύβια, έξω από τη Λαμία, διαλύοντας τη φρουρά των 100 Τούρκων ιππέων, σκοτώνοντας τον Ευρωπαίο αρχίατρο του Δερβίς πασά και αρπάζοντας 200 βόδια και 15 άλογα!
Εξάλλου στα μέσα Αυγούστου, ο Ομέρ πασάς της Καρύστου αποχώρησε οριστικά από την Αττική για την Εύβοια ηττημένος, έχοντας αποτύχει να καταλάβει την Αθήνα, ενώ στο ναυτικό πεδίο, ο ενωμένος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος υπέστη βαριές ήττες σε όλες τις ναυμαχίες της περιόδου 30 Ιουλίου–29 Αυγούστου 1824 (Σάμου, Κω-Αλικαρνασσού, Γέροντα). Παράλληλα, στη δυτική Στερεά (Βάλτος, Ξηρόμερο, Ακαρνανία) απέναντι στο στρατό εισβολής του Ομέρ Βρυώνη, που είχε δημιουργήσει από τις 20 Ιουλίου στρατόπεδο 5.000 Αλβανών στην Αμφιλοχία και απειλούσε τον Βάλτο, είχαν συσταθεί αντίστοιχα ελληνικά στρατόπεδα από 2.000 ενόπλους υπό τους Γ. Ράγκο, Α. Ίσκο, Γ. Τσόγκα, Ν. Στορνάρη και Γρ. Λιακατά που διενεργούσαν επιδρομές στην Αμφιλοχία, την Άρτα, το Ραδοβίζι και τα Τζουμέρκα. Σε μια από αυτές μάλιστα, τέλη Αυγούστου, ο Γρ. Λιακατάς κατέλαβε και τη Γότιστα Ιωαννίνων, 30 χιλιόμετρα ανατολικά από την έδρα του Ομέρ Βρυώνη!
Με δεδομένο ότι το φθινόπωρο πλησίαζε, ήταν φανερό ότι έπρεπε να αναληφθούν πρωτοβουλίες για άμεση δράση από την πλευρά του Δερβίς πασά στο χώρο της Φωκίδας, καθώς οι προειδοποιήσεις του σουλτάνου ήταν σαφείς. Παράλληλα αρχές Σεπτεμβρίου άλλες 4.000 Αλβανοί υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη ενίσχυσαν το στρατόπεδο της Γραβιάς, σε μια αγωνιώδη, τελική προσπάθεια να διασπάσουν την ελληνική άμυνα στη Φωκίδα.
Η ελληνική αντίδραση όμως ήταν αστραπιαία. Στις 14 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε να διενεργηθεί επίθεση στο στρατόπεδο της Γραβιάς από ελληνικά σώματα (300 άνδρες) υπό τους Γ. Δαγκλή, Γ. Δράκο, Ν. Πανουργιά, Χρ. Περραιβό και Γ. Καραϊσκάκη, τα οποία στρατοπέδευσαν κοντά στο χωριό Βάργιανη. Την άλλη μέρα όμως 1.000 Αλβανοί υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη από το στρατόπεδο της Γραβιάς, επιτέθηκαν εναντίον των ελληνικών σωμάτων. Σε μια 4ωρη μάχη μέσα και γύρω από το χωριό, οι Τούρκοι νικήθηκαν (νεκροί Τούρκοι 20, τραυματίες 60 ενώ οι νεκροί Έλληνες ανήλθαν σε 5-11) και υποχώρησαν.
Στις 16 του μήνα άλλο οθωμανικό σώμα από 4.000 άνδρες από τη Γραβιά κινήθηκε προς το Πολύδροσο (Σουβάλα) για να προωθηθεί από εκεί προς τα Σάλωνα αλλά αναχαιτίστηκε από 300 Έλληνες υπό τους Γιώργο Δυοβουνιώτη, Κομνά Τράκα και Γ. Καλμούκη και υποχώρησε με βαριές απώλειες (300 νεκροί).
Μετά τις δυο απανωτές ήττες σε Βάργιανη και Σουβάλα, , οι Γιουσούφ πασάς και Αμπάζ Ντίπρα διέλυσαν το στρατόπεδο της Γραβιάς στις 20 Σεπτεμβρίου και επέστρεψαν στο Λιανοκλάδι όπου βρίσκονταν ο αρχηγός της εκστρατείας, Δερβίς πασάς. Μετά από 17 μέρες αποσύρθηκαν όλοι μαζί στη Λαμία και στις 12 Οκτωβρίου τα υπολείμματα της τουρκικής στρατιάς αναχώρησαν ταπεινωμένα για τη Λάρισα. Ο Ρούμελη-βαλεσή, Δερβίς πασάς, παρόλα τα φιλόδοξα σχέδια που εκπόνησε για την καταστολή της ελληνικής επανάστασης, στα τέλη του 1824 αντικαταστάθηκε από τον πολύπειρο Ρεσίτ πασά Κιουταχή, εξορίστηκε στην Καλλίπολη και αποκεφαλίστηκε από το σουλτάνο τον Ιούνιο του 1826 ως υποστηρικτής των εξεγερθέντων γενιτσάρων. Παράλληλα, αρχές Σεπτεμβρίου, διοριζόταν ένας ακόμα Μεγάλος Βεζύρης (ο 7ος κατά σειράν από την έναρξη της επανάστασης!), ο Μπεντερλί Μεχμέτ Σελήμ Σιρί πασάς στη θέση του αποτυχόντος Μεχμέτ Σαϊντ Γκαλήπ πασά, με την προσδοκία να πετύχει την καταστολή της επανάστασης, αντίθετα με τους 6 προκατόχους του!
Για πάνω από 4 μήνες, υποδεέστερες ελληνικές δυνάμεις απασχόλησαν τουλάχιστον 25.000 σουλτανικό στρατό στο μέτωπο Ακαρνανίας-Φωκίδας-Αττικής, εμποδίζοντας την κάθοδό του στην Πελοπόννησο και σε συνδυασμό με τις ναυτικές νίκες του Φθινοπώρου (ναυμαχίες Μυτιλήνης και Ηρακλείου) έσωσαν προσωρινά την επανάσταση. Στις 6 Νοεμβρίου και ο Ομέρ Βρυώνης διαλύοντας το στρατόπεδο της Αμφιλοχίας αναχώρησε για τα Γιάννενα, ενώ ο Ιμπραήμ κατέφυγε στην Κρήτη για να διαχειμάσει και να ανασυγκροτηθεί. Η επανάσταση για άλλη μια φορά είχε σωθεί.
Η πικρή πείρα της διχόνοιας δεν δίδαξε όμως τους Έλληνες. Στις 22 Οκτωβρίου 1824 (10 μέρες μετά την αποχώρηση του Δερβίς πασά για τη Λάρισα!) ξεσπούσε ο καταστροφικός δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, που θα δίχαζε και θα αποδυνάμωνε ανεπανόρθωτα τις επαναστατικές δυνάμεις, ανοίγοντας το δρόμο στις αρχές του 1825 στην αιγυπτιακή απόβαση και την καταστροφική μανία του Ιμπραήμ και φέρνοντας την επανάσταση στα όρια της καταστροφής.
***σημειωτέον η τοποθεσία δεν έχει καμιά σχέση με την Άμπλιανη Λαμίας ή Ευρυτανίας και κακώς συγχέονται οι 2 ονομασίες.

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Η Ιστορία του Εγκέλαδου σε Φωκίδα και Λοκρίδα



Το έτος 426 π.Χ., το χειμώνα, ο αρχαίος κόσμος έζησε έναν από τους πιο καταστροφικούς σεισμούς που συντάραξε την περιοχή της Φθιώτιδος, και που έγινε αισθητός στην Αθήνα, προκαλώντας μάλιστα και μετατόπιση του νοτιοανατολικού τμήματος του Παρθενώνα που μόλις 12 χρόνια πριν είχε τελειώσει

Ο Στράβων περιγράφει τις συνέπειες του φοβερού αυτού σεισμού ως εξής. Οι θερμές πηγές της Αιδηψού και των Θερμοπυλών στέρεψαν για τρεις μέρες. Στους Ωρεούς (Βόρεια Εύβοια) κατέρρευσαν επτακόσιες οικίες και το παραθαλάσσιο τείχος. Η Σκάρφεια καταστράφηκε εκ θεμελίων, χίλιοι επτακόσιοι άνθρωποι σκοτώθηκαν, ενώ στο Θρόνιον περίπου εννιακόσιοι. Καταστροφές έγιναν στον Εχίνο, στα Φάλαρα, στην Ηράκλεια, στη Λαμία και στη Λάρισα. Το τείχος της Ελάτειας ράγισε και στην Αταλάντη δημιουργήθηκε ρήγμα. Μια τριήρης τινάχτηκε από τα νεώρια και έπεσε πέρα από το τείχος.

Το έτος 347 π. Χ., σεισμός με ισχύ 6.0, βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ, με επίκεντρο τους Δελφούς.
Σύμφωνα με μαρτυρία από τον Διόδωρο, όταν ο Φάλαικος ήταν στρατηγός των Φωκέων και προετοιμάζονταν οι στρατιώτες να σκάψουν γύρω από τον τρίποδα στους Δελφούς για να βρουν τους θησαυρούς του ναού του Απόλλωνα, έγιναν μεγάλοι σεισμοί που τρομοκράτησαν τους Φωκείς.
Αυτό θεωρήθηκε σαν ένα καθαρό σημάδι των Θεών ότι θα τιμωρούσαν τους ιερόσυλους.
Γι’ αυτό σταμάτησαν τα έργα. Ο Στράβων αναφέρει τα ίδια αλλά αποδίδει το γεγονός στην εποχή που στρατηγός των Φωκέων ήταν ο Ονόμαρχος, δηλαδή μερικά χρόνια νωρίτερα (-355 π. Χ.) (Γεωργιάδης 1904,Guidoboni et al. 1994).

Το έτος 279 π. Χ., σεισμός με ισχύ 6,4 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ, με επίκεντρο τους Δελφούς.
Σύμφωνα με μαρτυρίες από τους Ιουστίνο, Παυσανία και Αππιανό κατά την επιδρομή του Βρέννου και της στρατιάς των Γαλατών στην περιοχή του Παρνασσού, μέρος του βουνού σχίστηκε από σεισμό και έπεσε στο Γαλατικό στρατό.
Φοβερή βροχή από κοφτερές πέτρες κατρακύλησε ανάμεσα τους προκαλώντας καταστροφές.
Όλη η περιοχή που κατείχε η στρατιά των Γαλατών δονούνταν βιαίως κατά το πλείστον μέρος της ημέρας (Hoff 1840, Γεωργιάδης 1904, Guidoboni et al.1994).

Το έτος 226 π. Χ., Σεισμός 6.4 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ, με επίκεντρο την Τιθωρέα, όπου της προκάλεσε και ρήγμα. Β. Παπαζάχος, Σεισμοί της Ελλάδος 2003.
Ο σεισμός αυτός έπληξε και το αρχαίο Κυτίνιο (σημερινό Παλαιοχώρι Δωριέων του Νομού Φθιώτιδος).
Και αυτό βεβαιώνεται από μια επιγραφή, που βρέθηκε στην Ξάνθο της Λυδίας, περιέχεται γράμμα από τους Δωριείς του Κυτινίου (ηγετική πόλη της αρχαίας Δωρίδας κείμενη στις βόρειες πλαγιές του Παρνασσού), στο οποίο μνημονεύεται σεισμός και ζητούν οικονομική ενίσχυση από τους εξ αίματος αδελφούς στην Ξάνθο.
Γράφουν ότι εκείνο τον καιρό, που ο Αντίγονος εισέβαλε στη Φωκίδα, μέρος από τα τείχη όλων των πόλεων της περιοχής κατέρρευσε από σεισμούς και οι νέοι άνδρες έτρεξαν για βοήθεια στο μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Είναι πιθανόν ο σεισμός αυτός να αποτελεί μέρος της ευρύτερης έξαρσης, όπου περιλαμβάνονται οι σεισμοί που κατέστρεψαν τα τείχη της Μελιταίας (που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της Όθρυος) για την οποία ο βασιλιάς των Αθαμάνων έδωσε δέκα ασημένια τάλαντα για να ανοικοδομηθούν τα τείχη αυτά.
Είναι επίσης πιθανόν σεισμοί της ίδιας ευρύτερης έξαρσης να συνδέονται με μια υποχώρηση της θάλασσας στην περιοχή της Λάρυμνας. 
Γι’ αυτήν, ο Πολύβιος αναφέρει ότι όταν ο Αντίγονος (γιος του Δημητρίου) έπλεε προς τη Λάρυμνα πραγματοποιήθηκε ασυνήθιστη υποχώρηση της θάλασσας, έτσι ώστε τα πλοία του βρέθηκαν στη στεριά (Bousquet 1988, Guidoboni et al. 1994).

Το έτος 361 μ. Χ., Σεισμός 6.8 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ, με επίκεντρο τους Δελφούς.
Για το σεισμό αυτό έχουμε την πληροφορία του Φιλοστόργιου ο οποίος γράφει ότι ο Ορειβάσιος, που είχε σταλεί από τον Αυτοκράτορα Ιουλιανό στους Δελφούς για να λάβει χρησμό, αναφέρει ότι το ωραίο παλάτι καταστράφηκε.
Δεν είναι πια σωστό ότι ο Απόλλωνας έχει σπίτι και ένα θάμνο δάφνης για τους χρησμούς και μια λαλούσα πηγή.
Ακόμη και το λάλον ύδωρ έχει στερέψει.
Υπάρχει μια επιγραφή από το Ναύπλιο που λέγει ότι η πόλη ξανασήκωσε κεφάλι όταν ο αυτοκράτορας εξασφάλισε την προστασία της από τους σεισμούς και τις θαλάσσιες καταστροφές στη βασιλική και τα άλλα κτίρια.
Σε μια άλλη περιγραφή, από την Κόρινθο, αναφέρεται ότι εργασίες αναστήλωσης έγιναν από τον αυτοκράτορα Φλάβιο Βαλεντινιανό.
Αρχαιολογικές ανασκαφές στην Κόρινθο και τη Ναύπακτο έφεραν στο φως πρόσθετες ενδείξεις γι’ αυτό το σεισμό (Guidoboni et al.1994).

Το έτος 551 την 7η ή 9η Ιουλίου μ. Χ., και σύμφωνα με τον Ιούλιο Σμίτιο , έγινε φοβερός σεισμός, του οποίου οι καταστροφές υπήρξαν φρικτές ιδίως στους παρά το Κρισαϊκό κόλπο τόπους (Κόλπο Σκάλας Σαλώνων , σημερινή Ιτέα), καθώς και στη Βοιωτία και στις ακτές του Μαλιακού κόλπου.
Από το φοβερό τούτο σεισμό καταστράφηκαν πολλά χωριά και οκτώ πόλεις, μεταξύ αυτών η Χαιρώνεια, η Πάτρα και η Ναύπακτος.
Σε πολλούς τόπους έγιναν ρήγματα , άλλα δε έκλεισαν αμέσως και άλλα παρέμειναν ανοικτά δυσκολεύοντας την συγκοινωνία.
Επηκολούθησαν και «Ποσειδώνιοι καταστροφαί». Παρά τον Μαλιακό κόλπο ή θάλασσα εισήλθε σε βάθος στις παρακείμενες πόλεις του Εχίνου και της Σκάρφειας όπου και τις κατέστρεψε προκαλώντας το θάνατο σε πολλούς κατοίκους.
Παρέμεινε δε η θάλασσα επί αρκετό χρονικό διάστημα υπέρ την επιφάνεια της γης. Όταν απεχώρησε άφησε τερατόμορφα ψάρια, που όταν ερχόντουσαν σε επαφή με τη φωτιά αλλοιωνόταν το σώμα τους και έτρεχε πύον!
Το γεγονός αυτό το σημειώνει και ο Προκόπιος ο Καισαρεύς.
Από δε τις πληγείσες από το σεισμό πόλεις και χωριά σκοτώθηκαν πολλές χιλιάδες άνθρωποι.
«Αμφί δε τα εκείνη χωρία, ου δη σχίσμα ωνόμασται και σεισμός υπερμεγέθης επιπεσών πλείω φόνον ανθρώπων ή πάση τη άλλη Ελλάδι ειργάσατο, μάλιστα επί τινά εορτήν. πανηγυρίζοντες γαρ έτυχον εκ πάσης της Ελλάδος ενταύθα τότε ένεκα συνειλεγμένοι πολλοί» (Προκ. Γοτ. Πόλ. Δ κεφ. 25 τελ. Ευαγρ. Δ’ 23. Seibel de gross Past zur Zeit Justinians I, σελ. 16 και εξής). Σύμφωνα με το καθηγητή κ. Παπαζάχο η ισχύς του σεισμού αυτού ήταν 7 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ.

Το έτος 996 μ. Χ., έγινε καταστρεπτικός σεισμός στο Γαλαξίδι και στη γύρω περιοχή (Χρονικό Γαλαξιδίου αυτόθι).

Το έτος 1509 μ. Χ., άλλος ισχυρός σεισμός συντάραξε τον τόπο (Χρονικό Γαλαξιδίου αυτόθι).

Το έτος 1580 μ. Χ., σεισμός εντάσεως 6,8 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ, που επέφερε μεγάλες ανατροπές και καταστροφές στο Γαλαξίδι, την Άμφισσα, την Ναύπακτο, το Λιδορίκι και σε όλες τις γειτονικές χώρες και μέχρι των Ιονίων νήσων νεκροί 3 (Χρονικό Γαλαξιδίου αυτόθι).

Το έτος 1660 μ. Χ., άλλος καταστρεπτικός σεισμός εντάσεως 6,4 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ έγινε στη περιοχή, με επίκεντρο το Γαλαξίδι. Νεκροί 5 (Χρονικό Γαλαξιδίου αυτόθι).

Το έτος 1852 μ. Χ. 14 Ιουλίου, Ο σεισμός εντάσεως 6 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ, προκάλεσε καταρρεύσεις βράχων κοντά στους Δελφούς και στην περιοχή μεταξύ της Γραβιάς και του Μαυρολιθαρίου καταστράφηκαν πολλοί οικισμοί όπου υπήρξαν 10 ανθρώπινα θύματα και σκοτώθηκαν πολλά αιγοπρόβατα από καταρρεύσεις βράχων.
Έγινε αισθητός στη Ζάκυνθο (Schmidt 1879α, Ambraseys and Jackson 1997).

Το έτος 1870 μ. Χ., 19 προς 20 Ιούλιο και ώρα 2, 40 πρωινή άλλος μεγάλος σεισμός έγινε στη Φωκίδα με διάρκεια τρεισήμισι χρόνια, που οι μετασεισμοί έφτασαν στον αριθμό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) εκ των οποίων οι 300 ήταν ισχυροί.
Μεγάλες καταστροφές έπαθαν το Χρισσό, οι Δελφοί, η Άμφισσα, η Ιτέα και τα άλλα χωριά αυτής.
Η επιφάνεια που σείσθηκε τότε υπολογίστηκε σε 2375 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και όλοι είχαν επίκεντρο τη κοιλάδα της Αμφίσσης.
Η διάρκεια των σεισμών αυτών υπήρξε η μακρότερη σε χρόνο από όλους που είχαν γίνει έως τότε.

Το έτος 1870 μ. Χ. 1 Αυγούστου, είχαμε καταστρεπτικό σεισμό εντάσεως 6,8 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ, στην Άνω Σουβάλα και στην Άμφισσα με 117 ανθρώπινα θύματα, κατολισθήσεις, ρήγματα και λοιπές καταστροφές .

1870 Στην Αράχοβα, σεισμός μεγέθους 6,8 βαθμών. Έχασαν τη ζωή τους 120 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 380, ενώ περισσότερες από 2.000 οικοδομές κατέρρευσαν.
Ο σεισμός έγινε αισθητός στην Εύβοια και στην Αττική. Οι μετασεισμικές δονήσεις, ορισμένες από τις οποίες ήταν αρκετά ισχυρές, διήρκεσαν 3,5 χρόνια.

Το έτος 1894 μ. Χ., στη Λοκρίδα έγιναν δύο καταστρεπτικοί τεκτονικοί σεισμοί πάνω στο ίδιο ρήγμα της Αταλάντης, δηλαδή το ρήγμα έσπασε σε δύο κομμάτια. Ο πρώτος σεισμός που έγινε στις 8 Απριλίου και ώρα 4 π. μ., με μέγεθος 6,7 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ και έσπασε το κομμάτι από Λάρυμνα μέχρι το χωριό Προσκυνάς
Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλες καταστροφές και πολυάριθμες διαρρήξεις: α) κατά μήκος της Σκάλας, β) Μεταξύ Πευκοχωρίου και Μαλεσίνας, γ) Μεταξύ Μαρτίνου – Αταλάντης και δ) Στο Φαρμακόρευμα μεταξύ Λιβανάτων και Σκεντέραγα.
Αυτός ο σεισμός φόρτισε με τεκτονικές τάσεις το γειτονικό κομμάτι του ρήγματος (από Προσκυνά έως Αταλάντη) το οποίο και έσπασε στις 27 Απριλίου 1894 με σεισμό 6,9 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ.
Η νέα ισχυρότατη δόνηση είχε πολλά δευτερογενή φαινόμενα (καταστροφή σπηλαίων, αποξήρανση ή γένεση νέων πηγών, κατολισθήσεις, παλιρροιακά κύματα κ.λπ.). παρατηρήθηκε και θαλάσσιο κύμα (τσουνάμι), ύψους 3 μέτρων, το οποίο προχώρησε 1 χλμ. στη στεριά.
Ο σεισμός έγινε αισθητός ακόμη και στην Αθήνα, όπου σε πολλά σπίτια παρατηρήθηκαν ρωγμές
Εμφάνιση του ρήγματος της Λοκρίδας μήκους 55 km, που φτάνει μέχρι τη Λαμία και με δευτερογενείς κλάδους.
Τελικός απολογισμός των σεισμών Απριλίου 1894: Θύματα = 255 νεκροί, 146 σοβαρά τραυματισμένοι, Υλικές ζημιές = Κατάρρευση 3.783 σπιτιών.
Μέχρι σήμερα το ρήγμα της Αταλάντης δεν έχει δώσει …«σημεία ζωής».
Επίκεντρο και οι δύο σεισμοί είχαν τον Ευβοϊκό κόλπο. 
Τα θύματα από αυτό το σεισμό ήταν 255 άτομα. Πρακτικά διημερίδας-natura Σπερχειού – Μαλακού – 04 123
Το ρήγμα της Αταλάντης το μελέτησαν οι Pantosti et al. (2004).
Η ομάδα αυτή έσκαψε 3 ορύγματα κάθετα προς το ρήγμα κοντά στην πόλη της Αταλάντης και βρήκε αποδείξεις για 3 σεισμούς.
Ένας μεγάλος σεισμός έγινε μεταξύ 50 π. Χ – 230 μ. Χ, ένας άλλος κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (770 – 1160 μ. Χ) και ο τελευταίος το 1894.
Αυτό σημαίνει ότι η περίοδος επανάληψης μεγάλων σεισμών είναι μεταξύ 540-1120 ετών.

Το έτος 1965 μ. Χ., στις 6 Ιουλίου, ο εγκέλαδος χτύπησε τη Φωκίδα με 6,3 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ και είχε 1 νεκρό

Το έτος 1995 Στο Αίγιο, σεισμός μεγέθους 6,1 βαθμών. Έχασαν τη ζωή τους 20 άνθρωποι και προκλήθηκαν εκτεταμένες υλικές ζημιές. Ζημιές σε κατοικιες προκλήθηκαν και στη Φωκίδα

Πηγη : https://www.in.gr

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Profile Visitor Map - Click to view visits