Μία από τις θρυλικές μορφές του 1821, είναι
αναμφίβολα ο Αθανάσιος Διάκος. Ο ηρωικός του αγώνας στην Αλαμάνα
απέναντι σε πολλαπλάσιους Τουρκαλβανούς και ο μαρτυρικός του θάνατος στη
Λαμία, συγκλονίζουν ακόμα και σήμερα.
Ωστόσο η απώλειά του ένα μόλις μήνα μετά την κήρυξη της Επανάστασης, άφησε δυσαναπλήρωτο κενό και υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τον Αγώνα, ιδιαίτερα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.
Ωστόσο η απώλειά του ένα μόλις μήνα μετά την κήρυξη της Επανάστασης, άφησε δυσαναπλήρωτο κενό και υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τον Αγώνα, ιδιαίτερα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.
Ο Αθανάσιος Διάκος
Αν και όλοι οι Έλληνες ξέρουμε (ελπίζουμε…) τον Αθανάσιο Διάκο, αγνοούμε αρκετά στοιχεία για την ζωή του. Θα παραθέσουμε εδώ ορισμένες πληροφορίες άγνωστες ως επί το πλείστον στο ευρύ κοινό.
Γεννήθηκε στο χωριό Αθανάσιος Διάκος (παλαιότερα Άνω Μουσουνίτσα) ή στην Αρτοτίνα. Και τα δύο αυτά χωριά βρίσκονται στη Φωκίδα.
Ως έτος γέννησής του, αναφέρεται πιθανότατα το 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή γεννήθηκε το 1786).
Ο παππούς του Αθανάσιος Γραμματικός, ήταν επικεφαλής σώματος που δρούσε εναντίον των Τούρκων στην Παρνασσίδα και τη Δωρίδα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος. Το επώνυμο του πατέρα του, πιθανότατα ήταν Μασαβέτας (και όχι Γραμματικός όπως αναφέρουν κάποιες πηγές).
Για τον Αθανάσιο Διάκο, γράφει ο Γερμανός ιστορικός Gustar Hertzberg (1826 – 1907):
"Ο Αθανάσιος ήτο υιός αγρότου διαλάμπων επί κάλλει νεαρώ, καταγόμενος εκ της ου μακράν του Καρπενησίου εν τη βορεία κλιτύι του Τυμφρηστού κειμένης κώμης Μυσονίτζης, καλούμενος συνήθως Διάκος (Διάκονος), διότι την της νεότητος παίδευσιν είχε λάβει εν τη περί την Αρτοτίναν παρά το όρος Κόρακα (νυν Βαρδούσια) μονή του Αγίου Ιωάννου (χωρίς όμως να χειροτονηθεί). Η βδελυρά επιθυμία, ην ο Τούρκος βοεβόδας του Λιδορικίου ησθάνετο προς τον νέον, ηνάγκασεν αυτόν να φύγει από της Μονής "εις το όρος". Ο ηγούμενος αυτού συνέστησεν αυτόν εις περίφημον τινα κλέφτην ονόματι Σκαλτσοδήμον, εν τοις παλικαρίοις δε τούτου ασκηθείς ο Διάκος εγένετο μετ' ολίγον άξιος πολεμιστής.
Στη Μονή (του Ιωάννου του Πρόδρομου), ο Διάκος δεν πήγε για "να ασπασθεί τον μοναχικόν βίον, αλλά να διδαχθεί παρά τινος καλογήρου εκπληρούντος χρέη διδασκάλου, όπως συνέβαινε καθ' όλην την Ελλάδα επί τουρκοκρατίας, την Οκτάηχον και το ψαλτήρι
Ο παππούς του Αθανάσιος Γραμματικός, ήταν επικεφαλής σώματος που δρούσε εναντίον των Τούρκων στην Παρνασσίδα και τη Δωρίδα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος. Το επώνυμο του πατέρα του, πιθανότατα ήταν Μασαβέτας (και όχι Γραμματικός όπως αναφέρουν κάποιες πηγές).
Για τον Αθανάσιο Διάκο, γράφει ο Γερμανός ιστορικός Gustar Hertzberg (1826 – 1907):
"Ο Αθανάσιος ήτο υιός αγρότου διαλάμπων επί κάλλει νεαρώ, καταγόμενος εκ της ου μακράν του Καρπενησίου εν τη βορεία κλιτύι του Τυμφρηστού κειμένης κώμης Μυσονίτζης, καλούμενος συνήθως Διάκος (Διάκονος), διότι την της νεότητος παίδευσιν είχε λάβει εν τη περί την Αρτοτίναν παρά το όρος Κόρακα (νυν Βαρδούσια) μονή του Αγίου Ιωάννου (χωρίς όμως να χειροτονηθεί). Η βδελυρά επιθυμία, ην ο Τούρκος βοεβόδας του Λιδορικίου ησθάνετο προς τον νέον, ηνάγκασεν αυτόν να φύγει από της Μονής "εις το όρος". Ο ηγούμενος αυτού συνέστησεν αυτόν εις περίφημον τινα κλέφτην ονόματι Σκαλτσοδήμον, εν τοις παλικαρίοις δε τούτου ασκηθείς ο Διάκος εγένετο μετ' ολίγον άξιος πολεμιστής.
Στη Μονή (του Ιωάννου του Πρόδρομου), ο Διάκος δεν πήγε για "να ασπασθεί τον μοναχικόν βίον, αλλά να διδαχθεί παρά τινος καλογήρου εκπληρούντος χρέη διδασκάλου, όπως συνέβαινε καθ' όλην την Ελλάδα επί τουρκοκρατίας, την Οκτάηχον και το ψαλτήρι
(Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Περί Αθανασίου Διάκου")Στη
Μονή, ο νεαρός Αθανάσιος (περίπου 15-16 ετών ήταν όταν πήγε εκεί),
πρόσφερε υπηρεσίες στους καλόγερους, έψελνε και διάβαζε τον "Απόστολο".
Σύμφωνα με τον Α. Καρκαβίτσα, σ' ένα γάμο στην Αρτοτίνα, κατά τη
διάρκεια του γλεντιού άρχισαν οι πυροβολισμοί στον αέρα (κάτι ανάλογο με
τις μπαλοθιές στην Κρήτη σήμερα). Όμως από μια αδέσποτη σφαίρα,
σκοτώθηκε ένας νεαρός. Όλοι υπέδειξαν ως υπεύθυνο για τον χαμό του τον
Α. Διάκο, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι ήταν αυτός ο δράστης. Ο Διάκος
άρχισε να κρύβεται στα γύρω βουνά, αλλά όταν πήγε σ' ένα πανηγύρι (ή
άλλο γάμο) τον Δεκαπενταύγουστο, τον συνέλαβαν οι Τούρκοι, μαζί με
κάποιον Καφέτζο και τους οδήγησαν στον πασά του Λιδορικίου, ο οποίος
τους φυλάκισε. Όμως ο Διάκος και ο Καφέτζος κατάφεραν να ξεφύγουν και
έφτασαν στο λημέρι του Τσαμ Καλόγηρου, ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας.
Μετά τον θάνατο του Τσαμ Καλόγηρου, οι άνδρες του σκόρπισαν σε μπουλούκια. Ένα του Διάκου ,ένα του Γούλα και ένα του Σκαλτσοδήμου. Όταν ο Αλή πασάς, που προετοίμαζε εξέγερση εναντίον της Πύλης, κάλεσε στα Γιάννενα Έλληνες και Αρβανίτες καπεταναίους, πήγε στην πρωτεύουσα της Ηπείρου και ο Αθανάσιος Διάκος (1814). Εκεί έμεινε δύο χρόνια και έγινε φίλος, μεταξύ άλλων, και με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Με την επιστροφή του στη Ρούμελη, άφησε το αρματολίκι του Λιδορικίου στον Σκαλτσοδήμο και πήγε μόνο μ' ένα σύντροφο, τον Περλίγκα, στη Λιβαδειά. "Εκεί εύρε τον φίλον του Οδυσσέα (Ανδρούτσο), οπλαρχηγόν Λεβαδείας από του 1816, όστις τον εφιλοξένησε μετά χαράς και τον διόρισε πρωτοπαλίκαρόν του", γράφει ο Α. Καρκαβίτσας.
Το 1819, οι Διάκος και Ανδρούτσος είχαν έντονη διαφωνία, γιατί π πρώτος δεν συγχωρούσε τη σκληρότητα του δεύτερου. Ο Ανδρούτσος έφυγε για τα Γιάννενα και οι περισσότεροι άνδρες του ακολούθησαν τον Α. Διάκο, τον οποίο ο βοεβόδας της Λιβαδειάς Καρά – Ισμαήλ, διόρισε αρματολό της περιοχής. Ο Διάκος είχε άψογη συνεργασία με τους τοπικούς άρχοντες Ιωάννη Λογοθέτη και Νικόλα Νάκο. Στη φιλική Εταιρεία μυήθηκε πιθανότατα από τον Αθανάσιο Ζαρίφη.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Διάκος είχε συγκροτήσει πειθαρχημένο στρατιωτικό σώμα και, "ως αρχηγός των αρμάτων της Λιβαδειάς" είχε δική του σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό και γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. (= ο Θεός νικά).
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές, ένα σύντομο βιογραφικό του Αθανάσιου Διάκου. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που δίνουν διαφορετικά στοιχεία για τον ήρωα. Όπως γράφει ο Γιάννης Α. Ρουφαγάλης στο έργο του "Αρτοτίνα" (1990), ο πατέρας του Α. Διάκου καταγόταν από την Άνω Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γιώργος Πανουργιάς και στάλθηκε από τους γονείς του σαν ψυχογιός – τσοπάνης, στον αρχιτσέλιγκα θείο του Θανάση Γραμματικό στην Αρτοτίνα, γύρω στο 1760. Ο Ψυχογιός, όπως ήταν γνωστός πλέον στην Αρτοτίνα, παντρεύτηκε αργότερα την Χρυσούλα Καφούρα ή Μπουκουβάλα, που καταγόταν από την Αρτοτίνα και μπήκε "σώγαμπρος" στο σπίτι της οικογένειας της συζύγου του. Το ζευγάρι απόκτησε πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Ένα από αυτά ήταν ο Θανάσης (Αθανάσιος Διάκος).
Για τις διχογνωμίες και τις αντικρουόμενες πληροφορίες, γράφει σχετικά, και πολύ εύστοχα, ο Σαράντος Ι. Καργάκος στο έργο του "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821":
"Η σύγχυση ως προς το επώνυμο και την γενέτειρα οφείλεται στο ότι τότε δεν υπήρχαν δημοτολόγια ούτε βιβλία γεννήσεων, βαφτίσεων κλπ. To όνομα τότε δεν το κληρονομούσες, το δημιουργούσες. Επίσης, λόγω του κτηνοτροφικού βίου, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών κινούνταν από οικισμό σε οικισμό έτσι που τα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας μπορεί να είχαν γεννηθεί σε μέρη διαφορετικά. Μετά την απελευθέρωση, οι κάτοικοι διαφόρων περιοχών, στις οποίες ζούσαν απόγονοι διακεκριμένων αγωνιστών διαγωνίζονταν και διαγωνίζονται για την καταγωγή των ηρώων".
Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά
Το ξέσπασμα της Επανάστασης στον Μοριά τον Μάρτιο του 1821, εξαπλώθηκε αστραπιαία στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Από τις 24 Μαρτίου ως τις 8 Απριλίου, οι επαναστάτες απελευθέρωσαν τα Σάλωνα (Άμφισσα), το Λιδορίκι, τη Λιβαδειά, την Αταλάντη, τη Θήβα και την Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα)
Αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι η Ανατολική Στερεά είχε ισχυρή αρματολική και κλέφτικη παράδοση και οπλαρχηγούς έμπειρους, με τόλμη και υψηλό φρόνημα (Οδυσσέας Ανδρούτσος , Δήμος Σκαλτσάς , Πανουργιάς, Βασίλης Μπούσγος, Ιωάννης Δυοβουνιώτης και φυσικά, ο Αθανάσιος Διάκος ). Οι περισσότεροι ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, ενώ αρκετοί είχαν θητεύσει στον στρατό του Αλή πασά!
Η περιοχή είχε όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα. Αποτελούσε την οδό απ’ όπου θα επιχειρούσαν να περάσουν οι σουλτανικές δυνάμεις προς την εστία της Επανάστασης, την Πελοπόννησο.
Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ στη Ρούμελη.
Από την Πύλη δόθηκε εντολή στον Χουρσίτ πασά να καταπνίξει την Επανάσταση. Αυτός όμως ήταν καθηλωμένος στα Γιάννενα όπου πολιορκούσε τον Αλή πασά.
Έτσι έστειλε τον κεχαγιά μπέη του Μουσταφά επικεφαλής 3.000 Αλβανών να περάσει στην Αχαΐα από την Αιτωλοακαρνανία μέσω του Ρίου. Θεωρώντας ανεπαρκή την αποστολή αυτή, διέταξε τον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ να συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις και να κατευθυνθεί από την Βοιωτία στον Ισθμό και από εκεί στον Μοριά. Έπρεπε όμως πρώτα να εκκαθαριστεί η Ανατολική Στερεά από τους Έλληνες επαναστάτες. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον Ομέρ Βρυώνη, πασά του Βερατίου, ικανότατο στρατηγό. Λόγω της παλιάς φιλίας του με τον Αλή πασά, δεν ενέπνεε όμως ιδιαίτερη εμπιστοσύνη.
Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά τους περισσότερους Έλληνες οπλαρχηγούς. Τις πολεμικές τους συνήθειες, τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά και ήταν πανέξυπνος και εμπειροπόλεμος.
Σύντομα, μια μεγάλη στρατιά από 8.000 πεζούς και 1.000 ιππείς (κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, 7.000) κινήθηκε ενάντια στους Έλληνες. Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης κρίνοντας απαραίτητη την κατάληψη της στενής διάβασης του Σπερχειού προς τις Θερμοπύλες, κατευθύνθηκαν προς τα εκεί για να εμποδίσουν την κάθοδο των Τουρκαλβανών.
Έπρεπε πρώτα όμως να εξασφαλίσουν ότι δεν θα έχουν ενοχλήσεις από τις ήδη υπάρχουσες στην περιοχή εχθρικές δυνάμεις. Ιδιαίτερη δυσκολία παρουσίαζε η κατάληψη του Πατρατζικίου (Υπάτης). 800 ένοπλοι Τούρκοι και Αλβανοί, αγωνίζονταν με πάθος, καθώς είχαν μάθει ότι έρχονται ενισχύσεις.
Η αρχική άρνηση του οπλαρχηγού της περιοχής Μήτσου Κοντογιάννη να λάβει μέρος στην επιχείρηση εναντίον της Υπάτης, ήταν καθοριστική.
Ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς αναγκάστηκαν να πολιορκήσουν με τις δικές τους δυνάμεις την πόλη. Τελικά, στις 18 Απριλίου με 8 μέρες καθυστέρηση ,συνέπραξε μαζί τους και ο Κοντογιάννης. Η πολιορκία της Υπάτης ήταν σκληρή. Λίγο όμως πριν η φρουρά παραδοθεί πληροφορήθηκε ότι ο Ομέρ Βρυώνης βρισκόταν στο Λειανοκλάδι. Οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία και έφτασαν στο χωριό Καμποτάδες. Ο Μήτσος Κοντογιάννης αποσύρθηκε στη μονή Αγάθωνος, μετανιωμένος που πήρε μέρος στην επιχείρηση.
Στις 20 Απριλίου έγινε σύσκεψη στους Καμποτάδες για να αποφασίσουν οι Έλληνες οπλαρχηγοί τον τρόπο δράσης τους. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε να τοποθετηθούν οι ελληνικές δυνάμεις σε δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο. Ο Διάκος και ο Πανουργιάς υποστήριξαν ότι έπρεπε να καταληφθούν οι δυο δρόμοι που οδηγούσαν ο πρώτος στη Λοκρίδα και τη Βοιωτία και ο δεύτερος στη Φωκίδα. Η γνώμη αυτή επικράτησε.
Ο Δυοβουνιώτης με 600 άνδρες κατέλαβε τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, ο Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώθηκε στο χωριό Μουσταφάμπεη και στη Χαλκομάτα (στον δρόμο των Σαλώνων). Στην πρώτη θέση τοποθέτησε τον Κομνά Τράκα και τον Παπανδρέα Κοκκοβιστιανό, ενώ στη Χαλκομάτα έμεινε ο ίδιος μαζί με τον φλογερό πατριώτη, επίσκοπο Σαλώνων (Άμφισσας) Ησαΐα. Ο Αθανάσιος Διάκος ανέλαβε με 500 άνδρες να υπερασπιστεί τη γέφυρα της Αλαμάνας και τα Πουριά, απ' όπου περνούσε ο δρόμος για τις Θερμοπύλες. Στους έμπιστούς του Καλύβα και Μπακογιάννη ανέθεσε τη φύλαξη της γέφυρας με λίγους άνδρες ενώ ο ίδιος οχυρώθηκε στη Δαμάστα για να ελέγχει τον δρόμο.
Η μάχη της Αλαμάνας (Σπερχειού)
Στις 22 ή 23 Απριλίου 1821, κι ενώ οι επαναστάτες είχαν μόλις προλάβει να οχυρωθούν στις θέσεις τους, έφτασε ο Ομέρ Βρυώνης από το Λειανοκλάδι ενώ ταυτόχρονα ο Κιοσέ Μεχμέτ είχε ξεκινήσει από το Ζητούνι (Λαμία).
Μόλις ο Δυοβουνιώτης είδε τη δύναμη του εχθρού κατευθύνθηκε προς τη θέση Δέμα, όπου δεν μπορούσαν να επιτεθούν οι ιππείς. Ο Ομέρ Βρυώνης αποφάσισε να κινηθεί προς τη Χαλκομάτα. Ο Πανουργιάς που βρισκόταν εκεί με τους άνδρες του, παρά τη γενναία αντίσταση αναγκάστηκε να υποχωρήσει καθώς μάλιστα είχε τραυματιστεί.
Τουρκική δύναμη άρχισε να καταδιώκει όσους υποχωρούσαν.
Ο γιγαντόσωμος επίσκοπος Ησαΐας ,ασυνήθιστος σε πολεμικές πορείες, βάδιζε με δυσκολία. Ο έφορος Σαλώνων Μαρκόπης ή Μαρκόπουλος, σήκωσε τον Ησαΐα στους ώμους του, όμως ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει για πολύ. Ο Ησαΐαςτότε του είπε: "Άφησε με, παιδί μου, και σώσε τουλάχιστον τον εαυτό σου, που είναι χρησιμότερος". Ο Μαρκόπουλος πειθάρχησε. Λίγο αργότερα, άκουσε τα τελευταία λόγια του Ησαΐα: "Παναγία μου, σώσε την πατρίδα". Ένας Τούρκος έφτασε τον επίσκοπο και τον αποκεφάλισε. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε κι ο αδελφός του Ησαΐα, ιερομόναχος Παπαγιάννης κι ένας ανιψιός του.
Αμέσως μετά, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε λίγους άντρες εναντίον των οχυρωμένων στο Μουσταφάμπεη Κομνά Τράκα και Παπανδρέα και με το σύνολο των δικών του δυνάμεων αλλά κι εκείνων του Κιοσέ Μεχμέτ κινήθηκε προς την Αλαμάνα. 8.000 άνδρες, εναντίον 500 Ελλήνων! Από τους 500 Έλληνες, οι 200 με επικεφαλής τους Καλύβα και Μπακογιάννη, υπεράσπιζαν τη γέφυρα της Αλαμάνας. Σύμφωνα με μαρτυρία του Χριστόφορου Περραιβού, κοντά στη γέφυρα υπήρχε ομώνυμο χωριό που καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Τούρκους και σ’ αυτό οφείλεται το όνομα Αλαμάνα του Σπερχειού. Ο Διάκος, όπως προαναφέραμε, κατείχε τα Πουριά και με συχνές εφόδους προσπαθούσε να βοηθήσει τους υπόλοιπους μαχητές.
Ο Μπακογιάννης κι ο Καλύβας μαζί με δύο ακόμα συμπολεμιστές τους, κλείστηκαν σ’ ένα χάνι μπροστά στη γέφυρα για να απασχολούν τους Τουρκαλβανούς . Όσοι βρισκόταν στα Πουριά ήρθαν πλέον σε δεινή θέση. Ο Διάκος πολεμούσε με γενναιότητα μπροστά απ’ τους υπόλοιπους. Ο φίλος και συμπολεμιστής του Βασίλης Μπούσγος, ένας σπουδαίος αγωνιστής του ’21 τον εκλιπαρούσε να φύγουν, καθώς θα ήταν περισσότερο χρήσιμος στο μέλλον. Ο ιπποκόμος του Μπισμπιρίγος, έφερε τη φοράδα του ‘’Αστέρω’’ για να ξεφύγει γρήγορα. Ο Διάκος ήταν ανένδοτος : ‘’Ο Διάκος δεν φεύγει, δεν εγκαταλείπει τους συντρόφους του’’. Είχαν μείνει πλέον μόνο 48 άνδρες γύρω απ’ τον Διάκο. Τα ντουφέκια και οι πιστόλες είχαν αχρηστευθεί από τη συχνή χρήση. Οι Έλληνες τράβηξαν από τα θηκάρια τα σπαθιά, αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρι τέλους . Κάποια στιγμή σκοτώθηκε ο αδελφός του Διάκου Μήτρος. Ο Διάκος αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τη σορό του αδελφού του ως πρόχωμα και κατόρθωσε να καταφύγει στα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας . Εκεί υπήρχαν βράχοι, κατάλληλοι για ταμπούρια.
Είχαν απομείνει όμως μόνο 10 άνδρες έναντι μερικών χιλιάδων. Ο αγώνας ήταν κάτι παραπάνω από άνισος. Ο Διάκος αγωνιζόταν λυσσαλέα. Όμως μια βολίδα κάποια στιγμή τον τραυμάτισε στον δεξί ώμο. Δεν μπορούσε έτσι να χρησιμοποιήσει την πιστόλα του και το σπαθί που κρατούσε στο αριστερό χέρι είχε σπάσει. Αιμόφυρτος έπεσε στα χέρια των Τσάμηδων του Τελεχά Φέζου. Ακόμα και τραυματισμένος ενέπνεε φόβο. Γι' αυτό τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον ανέβασαν σ' ένα μουλάρι για να τον οδηγήσουν στους πασάδες.
Στο μεταξύ, οι Καλύβας, Μπακογιάννης και οι άλλοι δύο συμπολεμιστές τους, μην ακούγοντας πλέον πυροβολισμούς, βγήκαν απ' το χάνι για να δουν τι συμβαίνει. Ο Διάκος τους αντιλήφθηκε και τους φώναξε: " Καλύβα, Μπακογιάννη, δέκα χιλιάδες με κρατούν".
Οι 4 ηρωικοί άντρες έβγαλαν τα σπαθιά τους και όρμησαν στους εχθρούς. Μετά από σύντομη μάχη έπεσαν όλοι νεκροί. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Βασίλης Μπούσγος, ο οποίος συνέχισε να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα ως το τέλος.
Το μαρτυρικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου
Ο Διάκος μεταφέρθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο στη Λαμία και οδηγήθηκε στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη. Παλιός του γνώριμος εκείνος, τον ρώτησε πώς άφησε να τον πιάσουν αιχμάλωτο.
"Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φουσέκι για τον εαυτό μου", απάντησε ο Διάκος.
Έπειτα ήρθε κι ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος τον ρώτησε για την αιτία και τον σκοπό της Επανάστασης: "Οι χριστιανοί όλοι σηκώθηκαν στ' άρματα για να ξεσκλαβωθούν", ήταν η απάντηση του Έλληνα ήρωα.
Οι δυο πασάδες θαύμασαν τη γενναιότητά του. Μάλιστα ο Κιοσέ Μεχμέτ του πρότεινε να ενταχθεί στις δυνάμεις του και να τον βοηθήσει στην κατάπνιξη της Επανάστασης.
"Ούτε σε δουλεύω (ενν. δουλεύω για σένα) ούτε σε ωφελώ αν δουλέψω για σένα". Ο Μεχμέτ τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει, έλαβε όμως εκ νέου μια γενναία απάντηση: "Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους". Παρ' όλα αυτά, ο Αθανάσιος Διάκος θα γλίτωνε, καθώς ειδικά ο Ομέρ Βρυώνης τον εκτιμούσε πολύ.
Όμως ένας σημαίνων Τούρκος του Ζητουνίου (Λαμίας) ,ο Χαλήλ μπέης, που ήταν παρών στις στιχομυθίες, έπεσε στα πόδια του, εκλιπαρώντας τον να σκοτώσει τον επαναστάτη που ευθυνόταν για τον θάνατο πολλών Τούρκων στην περιοχή. Πρότεινε μάλιστα να εκτελεστεί με παραδειγματικό τρόπο. Αποφασίστηκε τότε, να εκτελεστεί με ανασκολοπισμό.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, οδηγήθηκε σε μια μάντρα, εκεί που σήμερα βρίσκεται το μνημείο του. Με την είσοδο του στο Ζητούνι, δέχτηκε ύβρεις και χλεύη από τους ντόπιους Τούρκους. Του έδωσαν μάλιστα έναν πάσσαλο που προοριζόταν για το μαρτύριό του για να τον μεταφέρει ο ίδιος. Όταν κατάλαβε τον προορισμό του ξύλου, το πέταξε και φώναξε προς τους Αλβανούς φρουρούς του: "Δεν βρίσκεται από σας εδώ κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με πιστόλι να με γλιτώσει από τους χαλντούπηδες;" Δεν βρέθηκε κανείς και η θανατική ποινή εκτελέστηκε.
Ο Διάκος, σύμφωνα με τοπική παράδοση, ρίχτηκε σε κοντινό χαντάκι. Ήταν ακόμα ζωντανός! Δεν μπορούσε όμως να φύγει καθώς δεν μπορούσε ούτε να συρθεί. Λέγεται ότι έζησε μια-δυο μέρες βογκώντας από τους πόνους και πως τη "χαριστική βολή" του την έδωσε ένας αθίγγανος.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι πέθανε από τη δίψα και την αιμορραγία. Οι Χριστιανοί της πόλης βρήκαν το σώμα του και το έθαψαν. Ο χώρος της ταφής ξεχάστηκε και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη το 1881.
Ο Φίλος Αλεξίου
Ένα πρόσωπο που συμμετείχε άθελά του στον μαρτυρικό θάνατο του Αθανάσιου Διάκου και για τον οποίο υπάρχει μόνο μία αναφορά δύο αράδων στο διαδίκτυο, ήταν ο λεπτοξυλουργός Φίλος Αλεξίου από τη Λαμία. Γεννήθηκε το 1888. Έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν αυτός που εξαναγκάστηκε από τους Οθωμανούς να κατασκευάσει τη σούβλα με την οποία θανατώθηκε ο Αθανάσιος Διάκος. Η τοπική εφημερίδα της Λαμίας "Φωνή του Λαού" σε άρθρο της στις 10 Απριλίου 1882, έγραφε: "Απεβίωσεν άρτι εν Λαμία και εις ηλικίαν 94 ετών ο λεπτουργός Φίλος Αλεξίου ον οι κατά το 1821 εν Λαμία κρατούντες Οθωμανοί βία και ραβδισμοίς ηγγάρευσαν, ίνα λεπτύνει και προπαρασκευάσει τον πάλον δι' ον ο ήρως Αθανάσιος Διάκος ανεσκολοπίσθη. Ο δυστυχής γέρων επί ήμισυ και πλέον έκτοτε αιώνα ζήσας, ουκ επαύετο ευχόμενος τω πανοικτίρμονι Θεώ ίνα συγχωρήσει αυτό το ακούσιον εκείνον αμάρτημα" (Εγκ/δεια ΔΟΜΗ, τ. 2, εκδ. 2005).
Επίλογος
Ο Αθανάσιος Διάκος με την ωραιότητα του σώματος και της ψυχής του και με τον μαρτυρικό του θάνατο ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ίσως θα μπορούσε να έχει γλιτώσει αν έφευγε από το πεδίο της μάχης. Εκ του αποτελέσματος, δικαιώνεται και ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος που γράφει ότι ήταν "σφάλμα στρατηγικό του Διάκου ότι απέρριψε τη γνώμη του Δυοβουνιώτη ο οποίος πρότεινε να τοποθετηθούν συσσωματωμένοι οι Έλληνες σε δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο και δέχτηκε το σχέδιο του Πανουργιά που ανέπτυσσε το μέτωπο καταμερίζοντας τις μικρές και απειροπόλεμες ελληνικές δυνάμεις απέναντι του όγκου των έμπειρων Τούρκων και Αλβανών.
Ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη και παγωμάρα στους Έλληνες της Ανατολικής Στερεάς. Από καθαρά στρατηγικής άποψης όμως ο θάνατός του άφησε ένα τεράστιο κενό στην ηγεσία των επαναστατημένων Ελλήνων από την αρχή του Αγώνα…
Πηγές:
"Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τ. ΙΒ' Εκδοτική Αθηνών
Νίκος Γιαννόπουλος: "1821: Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία", εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2016
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821"
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΧΕΡΤΣΒΕΡΓΚ, "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ", Α' έκδοση 1916, Β' έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΠΕΙΡΟΣ
Μετά τον θάνατο του Τσαμ Καλόγηρου, οι άνδρες του σκόρπισαν σε μπουλούκια. Ένα του Διάκου ,ένα του Γούλα και ένα του Σκαλτσοδήμου. Όταν ο Αλή πασάς, που προετοίμαζε εξέγερση εναντίον της Πύλης, κάλεσε στα Γιάννενα Έλληνες και Αρβανίτες καπεταναίους, πήγε στην πρωτεύουσα της Ηπείρου και ο Αθανάσιος Διάκος (1814). Εκεί έμεινε δύο χρόνια και έγινε φίλος, μεταξύ άλλων, και με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Με την επιστροφή του στη Ρούμελη, άφησε το αρματολίκι του Λιδορικίου στον Σκαλτσοδήμο και πήγε μόνο μ' ένα σύντροφο, τον Περλίγκα, στη Λιβαδειά. "Εκεί εύρε τον φίλον του Οδυσσέα (Ανδρούτσο), οπλαρχηγόν Λεβαδείας από του 1816, όστις τον εφιλοξένησε μετά χαράς και τον διόρισε πρωτοπαλίκαρόν του", γράφει ο Α. Καρκαβίτσας.
Το 1819, οι Διάκος και Ανδρούτσος είχαν έντονη διαφωνία, γιατί π πρώτος δεν συγχωρούσε τη σκληρότητα του δεύτερου. Ο Ανδρούτσος έφυγε για τα Γιάννενα και οι περισσότεροι άνδρες του ακολούθησαν τον Α. Διάκο, τον οποίο ο βοεβόδας της Λιβαδειάς Καρά – Ισμαήλ, διόρισε αρματολό της περιοχής. Ο Διάκος είχε άψογη συνεργασία με τους τοπικούς άρχοντες Ιωάννη Λογοθέτη και Νικόλα Νάκο. Στη φιλική Εταιρεία μυήθηκε πιθανότατα από τον Αθανάσιο Ζαρίφη.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Διάκος είχε συγκροτήσει πειθαρχημένο στρατιωτικό σώμα και, "ως αρχηγός των αρμάτων της Λιβαδειάς" είχε δική του σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό και γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. (= ο Θεός νικά).
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές, ένα σύντομο βιογραφικό του Αθανάσιου Διάκου. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που δίνουν διαφορετικά στοιχεία για τον ήρωα. Όπως γράφει ο Γιάννης Α. Ρουφαγάλης στο έργο του "Αρτοτίνα" (1990), ο πατέρας του Α. Διάκου καταγόταν από την Άνω Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γιώργος Πανουργιάς και στάλθηκε από τους γονείς του σαν ψυχογιός – τσοπάνης, στον αρχιτσέλιγκα θείο του Θανάση Γραμματικό στην Αρτοτίνα, γύρω στο 1760. Ο Ψυχογιός, όπως ήταν γνωστός πλέον στην Αρτοτίνα, παντρεύτηκε αργότερα την Χρυσούλα Καφούρα ή Μπουκουβάλα, που καταγόταν από την Αρτοτίνα και μπήκε "σώγαμπρος" στο σπίτι της οικογένειας της συζύγου του. Το ζευγάρι απόκτησε πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Ένα από αυτά ήταν ο Θανάσης (Αθανάσιος Διάκος).
Για τις διχογνωμίες και τις αντικρουόμενες πληροφορίες, γράφει σχετικά, και πολύ εύστοχα, ο Σαράντος Ι. Καργάκος στο έργο του "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821":
"Η σύγχυση ως προς το επώνυμο και την γενέτειρα οφείλεται στο ότι τότε δεν υπήρχαν δημοτολόγια ούτε βιβλία γεννήσεων, βαφτίσεων κλπ. To όνομα τότε δεν το κληρονομούσες, το δημιουργούσες. Επίσης, λόγω του κτηνοτροφικού βίου, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών κινούνταν από οικισμό σε οικισμό έτσι που τα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας μπορεί να είχαν γεννηθεί σε μέρη διαφορετικά. Μετά την απελευθέρωση, οι κάτοικοι διαφόρων περιοχών, στις οποίες ζούσαν απόγονοι διακεκριμένων αγωνιστών διαγωνίζονταν και διαγωνίζονται για την καταγωγή των ηρώων".
Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά
Το ξέσπασμα της Επανάστασης στον Μοριά τον Μάρτιο του 1821, εξαπλώθηκε αστραπιαία στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Από τις 24 Μαρτίου ως τις 8 Απριλίου, οι επαναστάτες απελευθέρωσαν τα Σάλωνα (Άμφισσα), το Λιδορίκι, τη Λιβαδειά, την Αταλάντη, τη Θήβα και την Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα)
Αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι η Ανατολική Στερεά είχε ισχυρή αρματολική και κλέφτικη παράδοση και οπλαρχηγούς έμπειρους, με τόλμη και υψηλό φρόνημα (Οδυσσέας Ανδρούτσος , Δήμος Σκαλτσάς , Πανουργιάς, Βασίλης Μπούσγος, Ιωάννης Δυοβουνιώτης και φυσικά, ο Αθανάσιος Διάκος ). Οι περισσότεροι ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, ενώ αρκετοί είχαν θητεύσει στον στρατό του Αλή πασά!
Η περιοχή είχε όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα. Αποτελούσε την οδό απ’ όπου θα επιχειρούσαν να περάσουν οι σουλτανικές δυνάμεις προς την εστία της Επανάστασης, την Πελοπόννησο.
Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ στη Ρούμελη.
Από την Πύλη δόθηκε εντολή στον Χουρσίτ πασά να καταπνίξει την Επανάσταση. Αυτός όμως ήταν καθηλωμένος στα Γιάννενα όπου πολιορκούσε τον Αλή πασά.
Έτσι έστειλε τον κεχαγιά μπέη του Μουσταφά επικεφαλής 3.000 Αλβανών να περάσει στην Αχαΐα από την Αιτωλοακαρνανία μέσω του Ρίου. Θεωρώντας ανεπαρκή την αποστολή αυτή, διέταξε τον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ να συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις και να κατευθυνθεί από την Βοιωτία στον Ισθμό και από εκεί στον Μοριά. Έπρεπε όμως πρώτα να εκκαθαριστεί η Ανατολική Στερεά από τους Έλληνες επαναστάτες. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον Ομέρ Βρυώνη, πασά του Βερατίου, ικανότατο στρατηγό. Λόγω της παλιάς φιλίας του με τον Αλή πασά, δεν ενέπνεε όμως ιδιαίτερη εμπιστοσύνη.
Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά τους περισσότερους Έλληνες οπλαρχηγούς. Τις πολεμικές τους συνήθειες, τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά και ήταν πανέξυπνος και εμπειροπόλεμος.
Σύντομα, μια μεγάλη στρατιά από 8.000 πεζούς και 1.000 ιππείς (κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, 7.000) κινήθηκε ενάντια στους Έλληνες. Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης κρίνοντας απαραίτητη την κατάληψη της στενής διάβασης του Σπερχειού προς τις Θερμοπύλες, κατευθύνθηκαν προς τα εκεί για να εμποδίσουν την κάθοδο των Τουρκαλβανών.
Έπρεπε πρώτα όμως να εξασφαλίσουν ότι δεν θα έχουν ενοχλήσεις από τις ήδη υπάρχουσες στην περιοχή εχθρικές δυνάμεις. Ιδιαίτερη δυσκολία παρουσίαζε η κατάληψη του Πατρατζικίου (Υπάτης). 800 ένοπλοι Τούρκοι και Αλβανοί, αγωνίζονταν με πάθος, καθώς είχαν μάθει ότι έρχονται ενισχύσεις.
Η αρχική άρνηση του οπλαρχηγού της περιοχής Μήτσου Κοντογιάννη να λάβει μέρος στην επιχείρηση εναντίον της Υπάτης, ήταν καθοριστική.
Ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς αναγκάστηκαν να πολιορκήσουν με τις δικές τους δυνάμεις την πόλη. Τελικά, στις 18 Απριλίου με 8 μέρες καθυστέρηση ,συνέπραξε μαζί τους και ο Κοντογιάννης. Η πολιορκία της Υπάτης ήταν σκληρή. Λίγο όμως πριν η φρουρά παραδοθεί πληροφορήθηκε ότι ο Ομέρ Βρυώνης βρισκόταν στο Λειανοκλάδι. Οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία και έφτασαν στο χωριό Καμποτάδες. Ο Μήτσος Κοντογιάννης αποσύρθηκε στη μονή Αγάθωνος, μετανιωμένος που πήρε μέρος στην επιχείρηση.
Στις 20 Απριλίου έγινε σύσκεψη στους Καμποτάδες για να αποφασίσουν οι Έλληνες οπλαρχηγοί τον τρόπο δράσης τους. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε να τοποθετηθούν οι ελληνικές δυνάμεις σε δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο. Ο Διάκος και ο Πανουργιάς υποστήριξαν ότι έπρεπε να καταληφθούν οι δυο δρόμοι που οδηγούσαν ο πρώτος στη Λοκρίδα και τη Βοιωτία και ο δεύτερος στη Φωκίδα. Η γνώμη αυτή επικράτησε.
Ο Δυοβουνιώτης με 600 άνδρες κατέλαβε τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, ο Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώθηκε στο χωριό Μουσταφάμπεη και στη Χαλκομάτα (στον δρόμο των Σαλώνων). Στην πρώτη θέση τοποθέτησε τον Κομνά Τράκα και τον Παπανδρέα Κοκκοβιστιανό, ενώ στη Χαλκομάτα έμεινε ο ίδιος μαζί με τον φλογερό πατριώτη, επίσκοπο Σαλώνων (Άμφισσας) Ησαΐα. Ο Αθανάσιος Διάκος ανέλαβε με 500 άνδρες να υπερασπιστεί τη γέφυρα της Αλαμάνας και τα Πουριά, απ' όπου περνούσε ο δρόμος για τις Θερμοπύλες. Στους έμπιστούς του Καλύβα και Μπακογιάννη ανέθεσε τη φύλαξη της γέφυρας με λίγους άνδρες ενώ ο ίδιος οχυρώθηκε στη Δαμάστα για να ελέγχει τον δρόμο.
Η μάχη της Αλαμάνας (Σπερχειού)
Στις 22 ή 23 Απριλίου 1821, κι ενώ οι επαναστάτες είχαν μόλις προλάβει να οχυρωθούν στις θέσεις τους, έφτασε ο Ομέρ Βρυώνης από το Λειανοκλάδι ενώ ταυτόχρονα ο Κιοσέ Μεχμέτ είχε ξεκινήσει από το Ζητούνι (Λαμία).
Μόλις ο Δυοβουνιώτης είδε τη δύναμη του εχθρού κατευθύνθηκε προς τη θέση Δέμα, όπου δεν μπορούσαν να επιτεθούν οι ιππείς. Ο Ομέρ Βρυώνης αποφάσισε να κινηθεί προς τη Χαλκομάτα. Ο Πανουργιάς που βρισκόταν εκεί με τους άνδρες του, παρά τη γενναία αντίσταση αναγκάστηκε να υποχωρήσει καθώς μάλιστα είχε τραυματιστεί.
Τουρκική δύναμη άρχισε να καταδιώκει όσους υποχωρούσαν.
Ο γιγαντόσωμος επίσκοπος Ησαΐας ,ασυνήθιστος σε πολεμικές πορείες, βάδιζε με δυσκολία. Ο έφορος Σαλώνων Μαρκόπης ή Μαρκόπουλος, σήκωσε τον Ησαΐα στους ώμους του, όμως ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει για πολύ. Ο Ησαΐαςτότε του είπε: "Άφησε με, παιδί μου, και σώσε τουλάχιστον τον εαυτό σου, που είναι χρησιμότερος". Ο Μαρκόπουλος πειθάρχησε. Λίγο αργότερα, άκουσε τα τελευταία λόγια του Ησαΐα: "Παναγία μου, σώσε την πατρίδα". Ένας Τούρκος έφτασε τον επίσκοπο και τον αποκεφάλισε. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε κι ο αδελφός του Ησαΐα, ιερομόναχος Παπαγιάννης κι ένας ανιψιός του.
Αμέσως μετά, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε λίγους άντρες εναντίον των οχυρωμένων στο Μουσταφάμπεη Κομνά Τράκα και Παπανδρέα και με το σύνολο των δικών του δυνάμεων αλλά κι εκείνων του Κιοσέ Μεχμέτ κινήθηκε προς την Αλαμάνα. 8.000 άνδρες, εναντίον 500 Ελλήνων! Από τους 500 Έλληνες, οι 200 με επικεφαλής τους Καλύβα και Μπακογιάννη, υπεράσπιζαν τη γέφυρα της Αλαμάνας. Σύμφωνα με μαρτυρία του Χριστόφορου Περραιβού, κοντά στη γέφυρα υπήρχε ομώνυμο χωριό που καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Τούρκους και σ’ αυτό οφείλεται το όνομα Αλαμάνα του Σπερχειού. Ο Διάκος, όπως προαναφέραμε, κατείχε τα Πουριά και με συχνές εφόδους προσπαθούσε να βοηθήσει τους υπόλοιπους μαχητές.
Ο Μπακογιάννης κι ο Καλύβας μαζί με δύο ακόμα συμπολεμιστές τους, κλείστηκαν σ’ ένα χάνι μπροστά στη γέφυρα για να απασχολούν τους Τουρκαλβανούς . Όσοι βρισκόταν στα Πουριά ήρθαν πλέον σε δεινή θέση. Ο Διάκος πολεμούσε με γενναιότητα μπροστά απ’ τους υπόλοιπους. Ο φίλος και συμπολεμιστής του Βασίλης Μπούσγος, ένας σπουδαίος αγωνιστής του ’21 τον εκλιπαρούσε να φύγουν, καθώς θα ήταν περισσότερο χρήσιμος στο μέλλον. Ο ιπποκόμος του Μπισμπιρίγος, έφερε τη φοράδα του ‘’Αστέρω’’ για να ξεφύγει γρήγορα. Ο Διάκος ήταν ανένδοτος : ‘’Ο Διάκος δεν φεύγει, δεν εγκαταλείπει τους συντρόφους του’’. Είχαν μείνει πλέον μόνο 48 άνδρες γύρω απ’ τον Διάκο. Τα ντουφέκια και οι πιστόλες είχαν αχρηστευθεί από τη συχνή χρήση. Οι Έλληνες τράβηξαν από τα θηκάρια τα σπαθιά, αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρι τέλους . Κάποια στιγμή σκοτώθηκε ο αδελφός του Διάκου Μήτρος. Ο Διάκος αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τη σορό του αδελφού του ως πρόχωμα και κατόρθωσε να καταφύγει στα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας . Εκεί υπήρχαν βράχοι, κατάλληλοι για ταμπούρια.
Είχαν απομείνει όμως μόνο 10 άνδρες έναντι μερικών χιλιάδων. Ο αγώνας ήταν κάτι παραπάνω από άνισος. Ο Διάκος αγωνιζόταν λυσσαλέα. Όμως μια βολίδα κάποια στιγμή τον τραυμάτισε στον δεξί ώμο. Δεν μπορούσε έτσι να χρησιμοποιήσει την πιστόλα του και το σπαθί που κρατούσε στο αριστερό χέρι είχε σπάσει. Αιμόφυρτος έπεσε στα χέρια των Τσάμηδων του Τελεχά Φέζου. Ακόμα και τραυματισμένος ενέπνεε φόβο. Γι' αυτό τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον ανέβασαν σ' ένα μουλάρι για να τον οδηγήσουν στους πασάδες.
Στο μεταξύ, οι Καλύβας, Μπακογιάννης και οι άλλοι δύο συμπολεμιστές τους, μην ακούγοντας πλέον πυροβολισμούς, βγήκαν απ' το χάνι για να δουν τι συμβαίνει. Ο Διάκος τους αντιλήφθηκε και τους φώναξε: " Καλύβα, Μπακογιάννη, δέκα χιλιάδες με κρατούν".
Οι 4 ηρωικοί άντρες έβγαλαν τα σπαθιά τους και όρμησαν στους εχθρούς. Μετά από σύντομη μάχη έπεσαν όλοι νεκροί. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Βασίλης Μπούσγος, ο οποίος συνέχισε να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα ως το τέλος.
Το μαρτυρικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου
Ο Διάκος μεταφέρθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο στη Λαμία και οδηγήθηκε στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη. Παλιός του γνώριμος εκείνος, τον ρώτησε πώς άφησε να τον πιάσουν αιχμάλωτο.
"Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φουσέκι για τον εαυτό μου", απάντησε ο Διάκος.
Έπειτα ήρθε κι ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος τον ρώτησε για την αιτία και τον σκοπό της Επανάστασης: "Οι χριστιανοί όλοι σηκώθηκαν στ' άρματα για να ξεσκλαβωθούν", ήταν η απάντηση του Έλληνα ήρωα.
Οι δυο πασάδες θαύμασαν τη γενναιότητά του. Μάλιστα ο Κιοσέ Μεχμέτ του πρότεινε να ενταχθεί στις δυνάμεις του και να τον βοηθήσει στην κατάπνιξη της Επανάστασης.
"Ούτε σε δουλεύω (ενν. δουλεύω για σένα) ούτε σε ωφελώ αν δουλέψω για σένα". Ο Μεχμέτ τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει, έλαβε όμως εκ νέου μια γενναία απάντηση: "Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους". Παρ' όλα αυτά, ο Αθανάσιος Διάκος θα γλίτωνε, καθώς ειδικά ο Ομέρ Βρυώνης τον εκτιμούσε πολύ.
Όμως ένας σημαίνων Τούρκος του Ζητουνίου (Λαμίας) ,ο Χαλήλ μπέης, που ήταν παρών στις στιχομυθίες, έπεσε στα πόδια του, εκλιπαρώντας τον να σκοτώσει τον επαναστάτη που ευθυνόταν για τον θάνατο πολλών Τούρκων στην περιοχή. Πρότεινε μάλιστα να εκτελεστεί με παραδειγματικό τρόπο. Αποφασίστηκε τότε, να εκτελεστεί με ανασκολοπισμό.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, οδηγήθηκε σε μια μάντρα, εκεί που σήμερα βρίσκεται το μνημείο του. Με την είσοδο του στο Ζητούνι, δέχτηκε ύβρεις και χλεύη από τους ντόπιους Τούρκους. Του έδωσαν μάλιστα έναν πάσσαλο που προοριζόταν για το μαρτύριό του για να τον μεταφέρει ο ίδιος. Όταν κατάλαβε τον προορισμό του ξύλου, το πέταξε και φώναξε προς τους Αλβανούς φρουρούς του: "Δεν βρίσκεται από σας εδώ κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με πιστόλι να με γλιτώσει από τους χαλντούπηδες;" Δεν βρέθηκε κανείς και η θανατική ποινή εκτελέστηκε.
Ο Διάκος, σύμφωνα με τοπική παράδοση, ρίχτηκε σε κοντινό χαντάκι. Ήταν ακόμα ζωντανός! Δεν μπορούσε όμως να φύγει καθώς δεν μπορούσε ούτε να συρθεί. Λέγεται ότι έζησε μια-δυο μέρες βογκώντας από τους πόνους και πως τη "χαριστική βολή" του την έδωσε ένας αθίγγανος.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι πέθανε από τη δίψα και την αιμορραγία. Οι Χριστιανοί της πόλης βρήκαν το σώμα του και το έθαψαν. Ο χώρος της ταφής ξεχάστηκε και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη το 1881.
Ο Φίλος Αλεξίου
Ένα πρόσωπο που συμμετείχε άθελά του στον μαρτυρικό θάνατο του Αθανάσιου Διάκου και για τον οποίο υπάρχει μόνο μία αναφορά δύο αράδων στο διαδίκτυο, ήταν ο λεπτοξυλουργός Φίλος Αλεξίου από τη Λαμία. Γεννήθηκε το 1888. Έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν αυτός που εξαναγκάστηκε από τους Οθωμανούς να κατασκευάσει τη σούβλα με την οποία θανατώθηκε ο Αθανάσιος Διάκος. Η τοπική εφημερίδα της Λαμίας "Φωνή του Λαού" σε άρθρο της στις 10 Απριλίου 1882, έγραφε: "Απεβίωσεν άρτι εν Λαμία και εις ηλικίαν 94 ετών ο λεπτουργός Φίλος Αλεξίου ον οι κατά το 1821 εν Λαμία κρατούντες Οθωμανοί βία και ραβδισμοίς ηγγάρευσαν, ίνα λεπτύνει και προπαρασκευάσει τον πάλον δι' ον ο ήρως Αθανάσιος Διάκος ανεσκολοπίσθη. Ο δυστυχής γέρων επί ήμισυ και πλέον έκτοτε αιώνα ζήσας, ουκ επαύετο ευχόμενος τω πανοικτίρμονι Θεώ ίνα συγχωρήσει αυτό το ακούσιον εκείνον αμάρτημα" (Εγκ/δεια ΔΟΜΗ, τ. 2, εκδ. 2005).
Επίλογος
Ο Αθανάσιος Διάκος με την ωραιότητα του σώματος και της ψυχής του και με τον μαρτυρικό του θάνατο ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ίσως θα μπορούσε να έχει γλιτώσει αν έφευγε από το πεδίο της μάχης. Εκ του αποτελέσματος, δικαιώνεται και ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος που γράφει ότι ήταν "σφάλμα στρατηγικό του Διάκου ότι απέρριψε τη γνώμη του Δυοβουνιώτη ο οποίος πρότεινε να τοποθετηθούν συσσωματωμένοι οι Έλληνες σε δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο και δέχτηκε το σχέδιο του Πανουργιά που ανέπτυσσε το μέτωπο καταμερίζοντας τις μικρές και απειροπόλεμες ελληνικές δυνάμεις απέναντι του όγκου των έμπειρων Τούρκων και Αλβανών.
Ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη και παγωμάρα στους Έλληνες της Ανατολικής Στερεάς. Από καθαρά στρατηγικής άποψης όμως ο θάνατός του άφησε ένα τεράστιο κενό στην ηγεσία των επαναστατημένων Ελλήνων από την αρχή του Αγώνα…
Πηγές:
"Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τ. ΙΒ' Εκδοτική Αθηνών
Νίκος Γιαννόπουλος: "1821: Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία", εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2016
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821"
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΧΕΡΤΣΒΕΡΓΚ, "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ", Α' έκδοση 1916, Β' έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΠΕΙΡΟΣ
ΠΗΓΗ : https://www.protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου