ΠΩΣ ΠΗΖΟΥΝ ΤΟ ΤΥΡΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΔΑΣ
Θα
πρέπει εδώ να αναφέρουμε και να τονίσουμε πως η υπέροχη περιγραφή
του..πηξίματος , ανήκει στον μεγάλο Δωριέα λαογράφο Δημ. Λουκόπουλο ,
απ’ την Αρτοτίνα , και έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα “ Λιδωρίκι “ ,
του Γιώργου Καψάλη το 1983 .
Άρμεγμα στην Τσιανταίϊκη στρούγκα , στα Σπ’θάρια , έτος 1956...
Ήρθε
η ώρα ..γι' άρμεγμα , αυτό κάνουν κι' οι χωριανοί μας , Ανδρ. Κάγκαλος ,
δίπλα του ο Θαν. Κάγκαλος - Σγάιας , κάπου στο Κόκκινο χούμα , το 1956 .
" Ύστερα απ' τ' Αι
Γιωργιού , κι' όσο τα γάλατα ξακολουθάνε , τυροκόμοι γίνονται οι ίδιοι
οι τσοπάνηδες . Κι' ας δούμε τώρα , πως τυροκομάνε . Είπαμε πως οι
τσοπάνηδες κάνουν συντροφιές , δυο , τρεις και περισσότεροι ( κατά τα
πρόβατα , πολλά τα πρόβατα , λιγότεροι οι συντρόφοι , λίγα ,
περισσότεροι ) κάνουν συντροφιά . Σμίγουν τα πρόβατά τους , για να
τυροκομήσουν . Μια κοπή τα γαλάρια , άλλη τα στέρφα , κάποτε κι' άλλη τα
κριάρια , άλλη τ' αρνιά τα φετινά . Κι έτσι ακούς , ο γαλάρης , ( που
φυλάει τα γαλάρια ) , ο στερφάρης , ο κριαράς κλπ.
Για να καταλάβεις ,
πως το σμίξιμο είναι κείνο . που βοηθάει την τυροκομία , βάλε στο νου
σου τσοπάνη με 20 γαλάριες προβατίνες . Από 100 δράμια - στον καλό καιρό
- η μία , θα πιάσεις πέντε οκάδες γάλα . Έλα πήξε τις αυτές τις πέντε
οκάδες να βγάλεις τυρί ! Θα βγάλεις μια οκά το πολύ , γιομίζεις ποτέ
κάδη κάθε έτσι ; " ζεσταίνεις γωνιά " , που λέει ο λόγος ;
Τα ξέρουν αυτά οι
τσοπάνηδες . Ανταμώνουν λοιπόν τα γαλάρια τους , ο ένας τα 20 , ο άλλος
τα 30 , ο άλλος τα 50, ο άλλος τα 100 του . Παίρνει ο καθένας το γάλα
αραδιάρικα , βάνουν σειρά , όπως λένε , και ιδές , τι σειρά έχουν . Στις
πέντε προβατίνες παίρνει μια καρδάρα γάλα ο καθένας , ανάλογα με τα
γαλάρια πο χει . Η γαλαροκοπή , να πούμε , είναι 150 προβατίνες , οι
σύντροφοι είναι τρεις , ο ένας έχει 30 γαλάριες , ο άλλος 50 κι ο τρίτος
70 . Αρμέγονται τα πρόβατα στη στρούγκα , όντας θε νάρθει η ώρα . Πρώτη
ημέρα είναι που έβαλαν σειρά , έπιασαν τρεις καρδάρες γάλα , θα τις
πάρει και τις τρεις ο πρώτος , την άλλη αρμεξιά τα ίδια , τις έκαμε 6 .
Επειδή που έχει 30 προβατίνες και κάνουν 6 πεντάρια , και σε κάθε πέντε
θα παίρνει μια καρδάρα στις δύο αρμεξιές , πήρε τις 6 καρδάρες , που του
αναλογούσαν , πάει η αράδα του πρώτου , πήρε το γάλα του , έπηξε το
τυρί .
Την τρίτη την αρμεξιά
αρχίζει η αράδα του δεύτερου τσοπάνη . Αυτός είπαμε έχει 50 προβατίνες ,
μας κάνουν 10 πεντάρια , πρέπει λοιπόν να πάρει 10 καρδάρες . Αρμέγουν
μια , δυο , τρεις φορές ώσπού να συμποσωθεί το γάλα που πρέπει να πάρει .
Το παίρνει κι' αυτός , πήζει το τυρί του , μπαίνει η αράδα του τρίτου.
Έχει 70 γαλάριες προβατίνες μας κάνουν 14 πεντάρια , θα κάμουν τόσες
αρμεξιές , όσες θ' αρκέσουν να πάρει κι' αυτός τις 14 καρδάρες , που του
αναλογούν , πήζει κι' αυτός το τυρί του , πάει στη δουλειά του .
Υστερότερα γυρίζει το δεύτερο αράδι , έτσι λένε , το τρίτο , το τέταρτο ,
κι' έλα γύρω, κανένας δεν αδικιέται .
Όντας περάσει
κάμποσος καιρός , και με τον καιρό λιγοστεύει το γάλα , τα πιάνουν στις
δυο στις τρεις μέρες τα γαλάρια , τότε πια πάνε τ' αράδια : " Χαλάει
τ΄αράδι " , γάλα ίσια να τρώνε οι τσοπάνηδες είναι . Τα χωρίζουν , κάθε
τσοπάνης οδηγεί τα δικά του , αυτό γίνεται από τέλος Αλωναριού και πέρα .
Το
πρώτο συστηματικό τυροκομείο στο Λιδορίκι , το ‘φκιαξε ο Θύμιος Δούκας ,
πρώτος από αριστερά , στον Αντώνη , απ’ όπου κι’ η φωτογραφία
Τώρα ας πούμε και πως
πήζουν το τυρί οι τσοπάνηδες . Ένα λεβέτι ( μεγάλο καζάνι χαλκωματένιο )
δε λείπει από κάθε στρούγκα . Ε , λοιπόν ανάβουν φωτιά χύνουν το γάλα
στο λεβέτι και τ' απιθώνουν στα κακαβολίθαρα , να ζεσταθεί λίγο .
Αστράγγιγο ; Όχι , ξαπλώνουν μια μάλλινη αγανή τσαντήλα από πάνω , και
χύνουν το γάλα . Περνάει αυτό μένουν οι σαβούρες , τρίχες , χάχαλα ,
κακαράντζες , ό,τι κι' αν είναι , στραγγισμένο έτσι ζεσταίνεται .
Ζεστάθηκε λίγο , το
κατεβάζουν , παίρνουν την πιτυά απ' τον πιτολόο . Ένα βαζάκι παφιλένιο
είναι αυτός ο πιτολόος ,που το κρατούν με κούπωμα καλά βουλωμένο .
Πιτυές κρατούν απ' αρνάκια που τα ‘σφαζαν μικρά , βυζαστάρια , η
αγοράζουν κιόλας , αν τύχει και μη σφάξουν . Και τι είναι οι πιτυές ; η
κοιλιούλα τ' αρνιού , του κατσικιού , σφάζοντάς τα , κρατούν αυτές τις
κοιλιές γιομάτες , καθώς είναι , γαλατάκι , τις δένουν με σκοινί απ' το
ένα μέρος όπου το άνοιγμα , και τις κρεμούν σε μέρος ξηρό να στεγνώσουν .
Παρά δε τις βλέπεις κρεμασμένες πάνω από γωνία γιά να τις παίρνει η
φωτιά η φωτιά και ο καπνός , να τις ξεραίνει . Με μια καλή πιτυά κάνει
τη δουλειά του ο τσοπάνης . Γι' αυτό τη βάνει , όπως είπαμε , σε πιτολόο
, μέσα , που φυλάει σε κάποιο μασγάλι απ΄το κονάκι του .
Ανοίγει λοιπόν τον
πιτολόο , όταν πρόκειται να πήξει τυρί , κόβει τη σακουλίτσα την ξερή ,
βγάνει ένα κομματάκι πιτυά και την τρίβει με τα χέρια στο λεβέτι πο χει
το γάλα . Ανακατεύει κι' όλας με τον τρίφτη για να την αναλιγώσει και
πάρει όλο το γάλα . Όλη η πετυχιά κρέμεται στη ζέστα που πρέπει να ‘χει
το γάλα . Αν είναι πολύ ζεστό , δεν πήζει , γι' αυτό πριν ρίξει την
πιτυά , ανακατεύει με τον τρίφτη , και χώνει το δάχτυλο μέσα , για να
καταλάβει , πότε θα ‘ναι η ζέστη εκεί που πρέπει . Ανακατώματα λοιπόν
και δοκίμασμα γίνεται για κάμποση ώρα και καταλαβαίνει , ας μην έχει και
θερμόμετρο , πότε είναι η ώρα . Τότε πιτώνει το γάλα .
Σκεπάζει το λεβέτι με
τσαντήλα , τ' αφήνει ακούνητο μια δυο ώρες , το ξεσκεπάζει ύστερα ,
κοιτάζει , έχει πήξει το τυρί και πλέει κομμάτια κομμάτια μεσ' στο γάλα .
Ξαρμίζεται , το παίρνει χούφτες χούφτες και το βάζει στην τσαντήλα .
Γεμίζει μιά , δυό τσαντήλες , όσες , τις δένει με τα σκοινιά , πο ‘χουν
στις άκρες και τις κρεμάει απ' τις κρεμάστρες , πο ‘χει μπημένες στα
τοίχια απ' το κονάκι η απ' τα τσαρπόλια στον κρεμανταλά .
Στραγγάει , στραγγάει
, κάμποση ώρα , κάποτε βγάζει απ' την τσαντήλα χλωρό ( χλωροτύρι ) και
τρώει , φιλεύει κιόλας . Όσο έχει γι' αλάτισμα , τ'αφήνει να ξινίσει
λίγο ( να ξινοφέρνει ) . Ύστερα το παίρνει , απλώνει πισκίρι , τ'
απιθώνει κεφάλια , κεφάλια καθώς τα βγάνει απ' την τσαντήλα . Το χαράζει
με το μαχαίρι , το φλεγγιάζει , παίρνει φλέγγα , φλέγγα την αλατίζει
και τη βάνει στην τυροκάδη . Ποστιάζει όσο που κρύβονται τα φουντώματα ,
κιαπέ ρίχνει μπόλικο αλάτι από πάνω . Βάνει άλλη πόστα , πάλι τα ίσια ,
έτσι σιγά-σιγά γεμίζει η κάδη του , χύνει μέσα και νερό για να γίνει
άρμη και χώνει το τυρί , το πλακώνει με μια στρογγυλή βαριά πέτρα από
πάνω και τ' αφήνει να σφίξει . Γένεται τυρί , παίρνει άργαση απ' τ'
αλάτι .
Ένα..σύγχρονο , υπαίθριο..τυροκομείο , με ΟΛΑ ΤΟΥ ΤΑ…ΚΑΡΔΑΜΠΙΚΙΑ ..κρεμασμένα..
Απ' το ξινισμένο τυρί
φκιάνει και κοσμάρι ο τσοπάνης , να , πως , βάνει το τηγάνι στη φωτιά .
Κι' αν δεν έχει τηγάνι , τον κούτουλα , παίρνει κάμποσο τυρί , το βάνει
μέσα , ζεσταίνεται απ' τη φωτιά κι' απολάει . Λες λαι θα λειώσει όλο ,
μα αυτό δε λειώνει , μονάχα το βούτυρο ξεχωρίζει , σαν το λάδι , το
βλέπεις να κιτρινίζει αποπάν' αποπάνω . Ο τσοπάνης με το ξυλοχούλιαρο
όλη την ώρα όση ζεσταίνεται το τυρί ανακατεύει . Ανακατεύει , ανακατεύει
, κι όντας κοντεύει να γίνει , το βλέπεις και μαστιχώνει . Γίνεται
απαράλλαχτο σαν τη γλυκιά μαστίχα που πουλάν οι γυρολόγοι γλυκαντζήδες
κόβοντας λίγο λίγο απ' το ξύλο που την κρατάει . Έγινε το κοσμάρι ,
όντας κλωστιάσει το κατεβάζουν . Τρως κι είναι ..άλλο που να σου λέω κι'
άλλο που να φας . Λίγο βαρύ στο στομάχι είναι μονάχα .
Βγήκαν τα..πράϊτα στη βοσκή , Κόκκινο χούμα , 20 -6-1939 , στάνη Γ. Δούκα..
Mια
Λιδορικιώτικη τσελιγκοπαρέα στα Πειραιώτικα χειμαδιά , κάπου στα
1929-30 , τα κοπάδια τα πήγαιναν με καίκι απ' την Ερατεινή . Από
αριστερά : Γ.Φωτόπουλος , Γιάννης Αλ. Πουρνιάς , Τάσος Φωτόπουλος , με
τ' αρνάκι αγκαλιά και Γιάννης Φωτόπουλος ( Μπακόιαννος ) , όλοι με
..επίσημη ποιμενική ενδυμασία της εποχής...
Τσοπάνικο ..κονάκι , και μικρο..τυροκομειό..
Αν περάσεις σε
προβατάρικη στρούγκα , τον καιρό που τυροκομάνε , θα φας κοσμάρι . Στους
γιδαραίους δε βλογάει τέτοιο πράμα , γιατί αυτοί δεν φκειάνουν τυρί .
Το πολύ-πολύ θα σου φκειάσουν τη μαμαλίγκα , θα πιείς και κάνα κούτλα
ξυνόγαλο . Ξυνόγαλο είναι το αποβουτυρωμένο το γάλα , που απομένει
ύστερα απ' το κοπάνισμα , προτού βγάλουν τη βοστίνα . Πίνεται φρέσκο κι'
είναι η λεμονάδα που πίνεις στα ψηλά βουνά το καλοκαίρι . Αν τ' αφήσουν
άβραστο κάνα δυο μέρες , γίνεται χοντρόγαλα κι είναι νόστιμο στο φαί .
Τρίβουν , οι τσοπαναραίοι , μπομπότα και τρώνε .
Στους τσοπάνηδες της Ρούμελης θα βρεις και το σταλποτύρι η τσαλαφούτι , το τυρί που πήζει μόνο του , όντας χοντραίνει το γάλα . Χωρίς να βάλεις πιτυά , παρουσιάζεται κάτι σαν γιαούρτι , σαν τυρί , όπως θέλεις πάρτο , μα πολύ γλυκό . Το στραγγίζουν και δεν το διακρίνεις από τυρί .
Φκειάνουν και κατοίκι , είδος τυρικό λασπερό . Βράζουν το γάλα το τσακάν ( το ανακατεύουν ) με τον τρίφτη και τ' αφήνουν να κρυώσει . Πήζει κάπως , τ' αδειάζουν ύστερα σε σκόπουλο τρυπητό . Με βελόνι δηλαδή , κάνουν το τομάρι ρεμόνι από τρυπούλες . Στραγγάει... στραγγάει από κει , κι ύστερα τ' αλατίζουν . Τρως απ' αυτό κι' αιστάνεσαι μια νοστιμάδα, που δε λέγεται . Να το κατοίκι .
Κάποτε φκιάνουν και σούρλιαγκο . Ανακατεύουν αυγά , αλεύρι , τυρί και το μείγμα το βράζουν .
Ανεμόγαλα λένε οι τσοπάνηδες , το γάλα π' αρμένε από γίδα στέρφη φέτος . Πέρσι είχε γάλα , ήταν γαλάρια , γέννησε , φέτος όχι . Το λίγο λοιπόν γάλα που πιάνει λέγεται ανεμόγαλα , είναι τ' άνεμου το γάλα .
Βούτυρο ούτε για δοκιμή δε βάζουν στο στόμα τους , δεν το ‘χουν για φαγί , ούτε και για φρούτο , όταν το βγάλουν φρέσκο . Κι αν δουν κανέναν να το τρώει αισθάνονται αηδία . Το βούτυρο αυτοί μονάχα για το άρτυμα του φαγιού το θεωρούν χρήσιμο , και τίποτες άλλο . Το διατηρούν πολύν καιρό φρέσκο με το νερό . Γεμίζουν ως την κορφή την κάδη και σκεπάζεται καλά το βούτυρο . Στις δυο, στις τρεις τ' αλλάζουν , χύνουν το παλιό νερό και βάνουν φρέσκο απ' τη βρύση. Έτσι διατηρείται όσο θέλεις , και το διατηρούν ωσπού να βρεθεί ο αγοραστής . Αν δεν πουληθεί στον καιρό του , τ' αλατίζουν στην κάδη , παίρνουν κουταλιά κουταλιά και βάνουν στο μαγείρεμα . Λειωτό βούτυρο δεν συνηθίζουν οι χωριάτες .
Αμελήδες κι ακατάστατοι τσοπάνηδες δεν αλλάζουν το νερό απ' το βούτυρο συχνά και γι' αυτό χαλάει , παίρνει μια άσκημη μυρουδιά , την καταλαβαίνεις στη μύτη , μα και στη γλώσσα , έχει μια καούρα . Μυρίζει λουτσίλας η τσαγγίλας , λένε τότε . Τρώγεται , μα κακοτρώγεται . Τηγανιστό με αυγά και τυρί δεν είναι να κάμεις από τσαγγισμένο βούτυρο . Εκεί διακρίνεται που διακρίνεται , στο φαί όχι και τόσο , τέτοια βούτυρα με το λιώσιμο διορθώνονται λίγο , αλλά τι το θέλεις , η μυρουδιά , η άσκημη δεν απολείπει .
Τα τυριά διατηριώνται και στην κάδη χρονικής . Αρκεί να ‘χουν τ' ανάλογο αλάτι και την ανάλογη άρμη να τα σκεπάζει , επίσης και μια βαριά πέτρα από πάνω να μη σηκώνει η άρμη το τυρί και το βλέπει ο αέρας , γιατί τότε παίρνει καούρα . Διατηρούν οι τσοπάνηδες όλον το χρόνο αυτό το τυρί της κάδης για τα σπίτια τους . Αλλά τα περισσότερα τυριά τα πουλάνε , καδίσια πούληση αυτή .
Όσοι τοιμάζουν όμως για τα παζάρια , τα δερματιάζουν . Κριαριακές , ζυγουριακές γίνονται τα καλύτερα τομάρια για δερμάτιασμα . Σε γιδιές σπάνιο είναι να δερματιάσουν . Το μαλλί τ' γιδιού μαδάει βλέπεις , και το τυρί θα γιομίσει από τρίχες . Όχι κι' όλο ένα !
Βρέχουν λοιπόν τα τομάρια , τα μαλακώνουν , παίρνουν το ψαλίδι και τα κουρεύουν σύρριζα . Κλειούνε , διπλώνοντας , το μεγάλο άνοιγμα πο ‘χει το τομάρι από πίσω , περνούν ανάμεσα τις δίπλες ξυλένιο σουβλάκι , και το δένουν σφιχτά με σπάγγο . Από το πολύ σφίξιμο νερό δεν περνάει . Δένουν και τα μπούνια , στο λαιμό αφήνουν τη γούλη ανοιχτή . Φυσάνε αέρα ώσπου να φουσκώσει καλά το τομάρι , και προσέχουν μην ακούσουν κάπου να ξεφυσαίνει , τρύπα είναι , λένε .
Στους τσοπάνηδες της Ρούμελης θα βρεις και το σταλποτύρι η τσαλαφούτι , το τυρί που πήζει μόνο του , όντας χοντραίνει το γάλα . Χωρίς να βάλεις πιτυά , παρουσιάζεται κάτι σαν γιαούρτι , σαν τυρί , όπως θέλεις πάρτο , μα πολύ γλυκό . Το στραγγίζουν και δεν το διακρίνεις από τυρί .
Φκειάνουν και κατοίκι , είδος τυρικό λασπερό . Βράζουν το γάλα το τσακάν ( το ανακατεύουν ) με τον τρίφτη και τ' αφήνουν να κρυώσει . Πήζει κάπως , τ' αδειάζουν ύστερα σε σκόπουλο τρυπητό . Με βελόνι δηλαδή , κάνουν το τομάρι ρεμόνι από τρυπούλες . Στραγγάει... στραγγάει από κει , κι ύστερα τ' αλατίζουν . Τρως απ' αυτό κι' αιστάνεσαι μια νοστιμάδα, που δε λέγεται . Να το κατοίκι .
Κάποτε φκιάνουν και σούρλιαγκο . Ανακατεύουν αυγά , αλεύρι , τυρί και το μείγμα το βράζουν .
Ανεμόγαλα λένε οι τσοπάνηδες , το γάλα π' αρμένε από γίδα στέρφη φέτος . Πέρσι είχε γάλα , ήταν γαλάρια , γέννησε , φέτος όχι . Το λίγο λοιπόν γάλα που πιάνει λέγεται ανεμόγαλα , είναι τ' άνεμου το γάλα .
Βούτυρο ούτε για δοκιμή δε βάζουν στο στόμα τους , δεν το ‘χουν για φαγί , ούτε και για φρούτο , όταν το βγάλουν φρέσκο . Κι αν δουν κανέναν να το τρώει αισθάνονται αηδία . Το βούτυρο αυτοί μονάχα για το άρτυμα του φαγιού το θεωρούν χρήσιμο , και τίποτες άλλο . Το διατηρούν πολύν καιρό φρέσκο με το νερό . Γεμίζουν ως την κορφή την κάδη και σκεπάζεται καλά το βούτυρο . Στις δυο, στις τρεις τ' αλλάζουν , χύνουν το παλιό νερό και βάνουν φρέσκο απ' τη βρύση. Έτσι διατηρείται όσο θέλεις , και το διατηρούν ωσπού να βρεθεί ο αγοραστής . Αν δεν πουληθεί στον καιρό του , τ' αλατίζουν στην κάδη , παίρνουν κουταλιά κουταλιά και βάνουν στο μαγείρεμα . Λειωτό βούτυρο δεν συνηθίζουν οι χωριάτες .
Αμελήδες κι ακατάστατοι τσοπάνηδες δεν αλλάζουν το νερό απ' το βούτυρο συχνά και γι' αυτό χαλάει , παίρνει μια άσκημη μυρουδιά , την καταλαβαίνεις στη μύτη , μα και στη γλώσσα , έχει μια καούρα . Μυρίζει λουτσίλας η τσαγγίλας , λένε τότε . Τρώγεται , μα κακοτρώγεται . Τηγανιστό με αυγά και τυρί δεν είναι να κάμεις από τσαγγισμένο βούτυρο . Εκεί διακρίνεται που διακρίνεται , στο φαί όχι και τόσο , τέτοια βούτυρα με το λιώσιμο διορθώνονται λίγο , αλλά τι το θέλεις , η μυρουδιά , η άσκημη δεν απολείπει .
Τα τυριά διατηριώνται και στην κάδη χρονικής . Αρκεί να ‘χουν τ' ανάλογο αλάτι και την ανάλογη άρμη να τα σκεπάζει , επίσης και μια βαριά πέτρα από πάνω να μη σηκώνει η άρμη το τυρί και το βλέπει ο αέρας , γιατί τότε παίρνει καούρα . Διατηρούν οι τσοπάνηδες όλον το χρόνο αυτό το τυρί της κάδης για τα σπίτια τους . Αλλά τα περισσότερα τυριά τα πουλάνε , καδίσια πούληση αυτή .
Όσοι τοιμάζουν όμως για τα παζάρια , τα δερματιάζουν . Κριαριακές , ζυγουριακές γίνονται τα καλύτερα τομάρια για δερμάτιασμα . Σε γιδιές σπάνιο είναι να δερματιάσουν . Το μαλλί τ' γιδιού μαδάει βλέπεις , και το τυρί θα γιομίσει από τρίχες . Όχι κι' όλο ένα !
Βρέχουν λοιπόν τα τομάρια , τα μαλακώνουν , παίρνουν το ψαλίδι και τα κουρεύουν σύρριζα . Κλειούνε , διπλώνοντας , το μεγάλο άνοιγμα πο ‘χει το τομάρι από πίσω , περνούν ανάμεσα τις δίπλες ξυλένιο σουβλάκι , και το δένουν σφιχτά με σπάγγο . Από το πολύ σφίξιμο νερό δεν περνάει . Δένουν και τα μπούνια , στο λαιμό αφήνουν τη γούλη ανοιχτή . Φυσάνε αέρα ώσπου να φουσκώσει καλά το τομάρι , και προσέχουν μην ακούσουν κάπου να ξεφυσαίνει , τρύπα είναι , λένε .
Φκιάνουν κόμπο
βάνοντας πετραδάκι και τον σφίγγουν , άμα καταλάβουν πως το δερμάτι δεν
ξεφυσαίνει πουθενά , το γυρίζουν , μέσα το κρέας , απόξω οι τρίχες .
Παίρνουν μαχαιράκι , έρχονται στη βρύση , βάζουν το τομάρι φουσκωμένο
κάτω απ' την τσουρνάρα της βρύσης , και ξύνουν ξύνουν με μαχαιράκι ,
ώσπου να ξεκολλήσουν οι τρίχες που είναι επόμενο να μαδήσουν . Αφού το
πλύνουν καλά και παστρικά , το γυρίζουν τ' ανάποδα , μέσα οι τρίχες
απόξω το κρέας . Βγάνουν έπειτα απ' την κάδη το τυρί και το δερματιάζουν
.
Ανοίγουν τη γούλη και
το χώνουν μέσα σφήνα τη σφήνα . Χύνουν και την ανάλογη άρμη , όντας
γιομίσει το δερμάτι . Κάποτε , αντίς γιά άρμη χύνουν και βρασμένο γάλα ,
βαριαλατισμένο . Δένουν τη γούλη και πάει λέοντας . Απιθώνουν το τομάρι
σε πέτρα απάνω , στεγνώνει απόξω και το φέρνουν στα παζάρια .
Τουλουμίσιο τυρί , λέμε εμείς , που τ' αγοράζουμε . Τυρί Αγράφων , ακούς
στα τυροπωλεία της Αθήνας . Έτσι τα κάνουν .
Φλεβάρης
1931, μια παρέα από Λιδορικιώτες και γείτονες τσοπάνηδες ,
ξαποσταίνουν..τιμώντας δεόντως και το ταψί με την πίτα , πρώτος από
δεξιά ο Γιαν. Φωτόπουλος , Μπακόϊαννος , τέταρτος απ' αριστερά ,
Γ.Πουρνιάς - Χοσιάδας , δίπλα η γυναίκα του και έβδομος ο Γιαν .
Πουρνιάς , σε κάποια πλαγιά της Γκιώνας .
Το δερματιασμένο τυρί
ποτέ δεν είναι φόβος να χαλάσει μεσ' τα χωριάτικα κατώγεια . Έχει τη
δροσιά και την κρυάδα που χρειάζεται καλοκαίρι και χειμώνα . Από ποντίκι
μονάχα είν' ο φόβος , γιατί πάει αυτό το μουτζωμένο το ζουλάπι και
κόβει με τα δόντια το τομάρι . Κι' άμα τρυπήσει και παίρνει αέρα το τυρί
, είναι για πέταμα . Αλλά οι χωριάτες ηύραν το γιατρικό για τα ποντίκια
. Μαζεύουν καπνιές , κι' έχουν τα χωριάτικα σπίτια φορτώματα από δαύτες
, πασαλείφουν το δερμάτι απ' έξω και το γλιτώνουν . Την πίκρα της
καπνιάς δεν ανέχεται τι ποντίκι , και δε ζυγώνει .
Οι τσοπάνηδες δεν πάνε
κάθε ώρα και στιγμή γιά τυρί στην κάδη , δεν πάει κάθε λίγο και λιγάκι
κανένας στο κατώγι . Τι κάνουν λοιπόν ! Το τυρί , όπου τους χρειάζεται
για μια δυο μέρες , το βάνουν στο τυρολόι , μικρό τομαράκι απ' αρνιακό η
κατσικαδερό , εύκολο είναι το φκιάσιμό του . Δένουν τη γούλη και τα
μπούνια με σπάγκο , κι' αφήνουν ανοιχτή την καπουλιά , βάζουν μια δυο
οκάδες τυρί μέσα , και το ‘χουν φρέσκο κάθε ώρα και στιγμή . Δεν υπάρχει
τσοπάνος που να μη σέρνει το τυρολόι στο σακκούλι . Κάπου δω κι' εκεί
ακούς και τυροπάνι , αλλά τούτο είναι τυρολόι από κερόπανο , φκιάνουν
και τέτοια .
Γαλατόσκοπλο είναι
τομαράκι , λίγο μεγαλύτερο από τυρολόι αργασμένο όμως , όπως ξέρουν να
τ' αργάζουν οι τσοπάνηδες με πουρναρόριζες . Μ' αυτό μετακομίζουν γάλα
φρέσκο η ξυνό . Το λεν και σκόπουλο , όντας το γεμίσεις φουσκώνει . Απ'
αυτό πήραν και λένε : " την έκανε σκόπλο " , γιά έναν που παράφαγε .
Ποιός ξέρει απο που μας
έρχεται κι' η παροιμία : " τον έβαλαν στο τουλούμι " γιά άνθρωπό που τον
σκότωσαν με μπαμπεσιά . Ακούς και: " τον δερμάτιασαν " - τον
δολοφόνησαν . Και : " σαν κι να το βγαίνει απ' το τυρολόι " , γιά έναν
που σου δίνει λίγο λίγο από κάτι .
Πρετζοτόμαρο είναι το
δερμάτι που δερματιάζουν πρέντζα . Πολλές φορές πρέντζα και τυρί τα
δερματιάζουν ανάκατα , και βγάζοντας κανείς τρώγει κι' απ' τα δυό. Είναι
αυτό που λένε οι τσοπάνηδες πρεντζοτύρι , νόστιμο πολύ .
Και λένε ταλαριάζουν ,
όταν κάνουν το τυρί στο τάλαρο , λαϊνιάζουν , όντας βάνουν και σε λαίνια
. Κάποτε γίνεται κι' αυτό , τυροβολιάζουν = το βάνουν στο τυρολόι .
Τομαριάζουν , σκοπουλιάζουν το γάλα . Τουλουμιάζουν τυρί και..και...
…Η..πραμάτεια , πάει γιά..πούλημα…με το υπερσύγχρονο μεταφορικό..ψυγείο !!!
Σε μερικά βουνά το τυρί
πουλιέται στους χωριάτες και με την καρδάρα , πάω γω στα λιβάδια για να
αγοράσω το τυρί της χρονιάς μου . Ζω βλέπεις στο χωριό και μου λείπει ο
μπακάλης , αλλά κι' αν βρίσκεται κάνα κουτσομάγαζο κάθε άλλο πουλάει
παρά τυρί . Ο καθένας λοιπόν πρέπει να κάνει το κουμάντο του , και "
στον καιρό του το κάθε πράμα ". Το βούτυρό του , το τυρί του, την ελιά
του, το φασούλι του , το πάσα ένα , που θέλει ένα σπίτι να κυλίσει τη
χρονιά του .
Θέλω , λέω , ν' αγοράσω
το τυρί της χρονιάς μου . Παίρνω το ζώο μου , παίρνω και χρήματα και πάω
στις στάνες . Πιάνω ένα μουστερή , συμφωνάω , τόσες καρδάρες γάλα θα
μου δώσεις , από τόσο θα σου την πλερώσω . Κλειούμε τη συμφωνία . Μιά
καρδάρα έχει 15 οκάδες γάλα , ο αγοραστής το ρίχνει εδεκεί στα κονάκια
ώσπου να συμποσωθεί το γάλα που συμφώνησε . Μια αρμεξιά , δυο , τρεις ,
όσες αρκούνε . Ύστερα απ' την κάθε αρμεξιά το τυρί πήζεται και
τσαντηλιάζεται , μένεις δυο τρεις μέρες με τους τσοπαναραίους , ωσπού να
παραλάβεις τις καρδάρες σου . Τόσες καρδάρες προς τόσο η μία τελευταία ,
πλερώνεις , φορτώνεις τις τσαντήλες 50 , 60 , 70 οκάδες τυρί , πας στη
δουλειά σου . Ώσπου να πας στο χωριό , στραγγίζει , το ξεροτσαντηλιάζεις
, το ταλαριάζεις , τ' αλατίζεις , παίρνεις τις τσαντήλες , τις
φορτώνεις στο μουλάρι σου , και ξαναπάς στη στάνη , τις δίνεις των
τσοπάνηδων και ξαναγυρίζεις . Να έτσι γίνεται .
Αν τύχει χρονιά που
έχουν πολιτεία ( πολλά ) τυριά στα λιβάδια , οι ίδιοι οι τσοπάνηδες
ξεταλαριάζουν το τυρί τους , το σακιάζουν και το φέρνουν μόνοι τους στα
χωριά και το πουλάνε στους χωριάτες . Χύμα τυρί .
Το βούτυρο πάλι οι
γιδαραίοι το πουλάνε και στη στάνη , μα φέρνουν και στο σπίτι . Η
πούληση γίνεται εκεί . Το πωλούν ανάλατο , το πωλούν και σπυραλατισμένο η
ασπροκοκκιασμένο .
ΤΑ ΚΑΡΔΑΜΠΙΚΙΑ .
Όλα τα αγγεία τους οι
τσοπάνηδες μ' ένα όνομα τα λένε " καρδαμπίκια " . Σκέφτηκα , αν ήταν
πρέπο ν' αφιερώσω ξεχωριστό κεφάλαιο για τ' αγγεία του τσοπάνη , αφού
για πολλά απ' αυτά έκαμα λόγο παραπάνω . Έτσι νομίζω πως ρίχνω
περισσότερο φως , κι' ο αναγνώστης θα ξεκαθαρίσει ιδέα .
Το
προσωπικό , του πρώτου μας τυροκομείου ,με ..περίοικους και..περίεργους
, και φυσικά με τον αξέχαστο Λούη , αριστερά με την ποδιά, μέσα
στο..καζάνι , σε μιά αναμνηστική φωτογραφία στον Αντώνη , μετά
των..Καρδαμπικίων , βεβαίως..βεβαίως..
Κι' αρχίζω απ' τον " τ σ
ι π τ σ έ ". Είναι χαλκοματένιος , τρυπητός σαν κόσκινο κούτουλας ,
πάνω κάτω ένα σουρωτήρι . Τον βουτάει ο τσοπάνης και βγάζει απ' το
λεβέτι τη μυζήθρα . Το τυρόγαλα πέφτει και στέκει αυτή , όπως στο
κόσκινο πέφτει τ' αλεύρι και μένουν οι ζούρες .
" Κ ο ύ τ ο υ λ α ς " (
κούτ’λας ) είναι η χαλκωματένια γινωμένη με καλάι κατσαρόλα . Το
σπουδαιότερο αγγείο , που δε λείπει από κανένα τσοπάνη . Αυτός είναι το
ποτήρι του, πίνει νερό με τούτον . Είναι το τσουκάλι του , πάει στη
βρύση και παίρνει νερό , μαγειρεύει κάποτες στη φωτιά , είναι το πρώτο
του παραχέρι στο γάλα . Και τι δεν είναι ο κ ο ύ τ ο υ λ α ς η κ ο ύ τ λ
α ς !
" Κ α ρ δ ά ρ α " ,
είναι καδί από ελατόδουγες ή κεδρόδουγες και με ξυλοστέφανα δεμένη . Σ'
αυτή αρμέγει , μ' αυτή μεταφέρει το γάλα από ένα μέρος σ' άλλο , πήζει
το τυρί . Με την καρδάρα πάει και φέρνει νερό απ' τη βρύση βάνοντάς την
στο κεφάλι του , όπως οι γυναίκες την ποτίστρα .
" Η Β ε δ ο ύ ρ α " (
και το " β ε δ ο ύ ρ ι " ) , είναι μικρή καρδάρα μ' αρβάλι ξυλένιο ,
σωστό κακάβι , συναρμωμένο από κεδρόγουγες και ξυλοστέφανα . Πήζει
γιαούρτη μέσα ο τσοπάνης , βάνει βούτυρο και το μεταφέρει , βάνει
μαγέρεμα , βάνει νερό και πίνει .
" Ο Π ι τ ο λ ό ο ς " η " π ι τ υ ρ ό ς " , είναι μικρό παφιλένιο βαζάκι .
" Ο Γ ι α ο υ ρ τ ο λ ό ο
ς " , είναι επίσης μικρό βαζάκι . Κρατούν μέσα γιαούρτι να την έχουν
για πιτυά . Βράζουν βλέπεις , το γάλα , τ' αδειάζουν στη βεδούρα γιά να
πήξει , μα δεν πήζει , άμα δε βάλεις μέσα και λίγη πιτυά ( π’τιά ) ,
δηλαδή παλιό γιαούρτι .
" Ο Κ ό φ τ η ς " , είναι μεγάλος τάλαρος , είκοσι και τριάντα οκαδών , για γάλα .
" Η Κ α ρ ά μ π α ",
ξύλινο δοχείο , που στενεύει προς τα πάνω , χρησιμοποιείται για το
βγάλσιμο του βούτυρου . Μέσα ρίχνουν το γάλα , και με ένα ειδικό ξύλο ,
το καραμπόξυλο , το χτυπάνε μέχρι να ξεχωρήσει το βούτυρο , που
ανεβαίνει στην κορφή , το μαζεύουν , κι' αυτό που μένει είναι το
ξυνόγαλο .
Αυτή είναι η υπέροχη
περιγραφή του πηξίματος του τυριού , στα βουνά μας , μια περιγραφή ,
πραγματικός Λαογραφικός θησαυρός , που μας άφησε κληρονομιά ο αξέχαστος
Δημ. Λουκόπουλος , πατέρας της Λαογραφίας μας .
Το καλοκαίρι , αν
είμαστε καλά , θα κάνουμε μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε στοιχεία ,
πληροφορίες και κυρίως φωτογραφικό υλικό απ' τη ζωή , τις δουλειές των
δικών μας τσοπάνηδων , στη Γκιώνα κυρίως , για να έχουμε και μια εικόνα
της Λιδορικιώτικης τσοπάνικης ζωής , επίσης θα προσπαθήσουμε να σας
δώσουμε φωτογραφίες απ' τις στρούγκες , στάνες , την ενδυμασία και
τα...Καρδαμπίκια , όπως τα λέει ο αξέχαστος Λουκόπουλος , τα τσοπάνικα
..τσουμπλέκια , τα συμπράγκαλα , κάντε λίγη υπομονή το
καλοκαίρι..έφτασε...
To μπροστινό..αγγειό ,
..καρδαμπίκ'..π' λένι , είναι η καράμπα , σ' αυτή " βαράνε "
οι..τσοπαναραίοι το γάλα , με το " καραμπόξυλο " , που το βλέπετε χωμένο
μέσα στην καράμπα , και βγαίνει το...βούτυρο...στα Άγραφα , και στη
Ευρυτανία , την καράμπα τη λένε " μποτινέλο " , πίσω δεξιά στο βάθος ,
ένα άλλο..αγγειό τσοπάνικο , η " κάδη " , σ' αυτή μέσα βάζουν το τυρί ,
χλωρό όπως είναι .
Υποσχόμαστε , σύντομα
, να σας έχουμε φωτο..ρεπορτάζ , με όλα τα.." Κ Α Ρ Δ Α Μ Π Ι Κ Ι Α " ,
αυτά τουλάχιστον που χρησιμοποιούν οι Λιδορικιώτες τσοπάνηδες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου