του Αλεξανδρόπουλου Γιάννη
ιστορικού
Τους τελευταίους μήνες η ανθρωπότητα γίνεται μάρτυρας της επίσημης
εφαρμογής μιας ιδιότυπης υβριδικής θα έλεγα μορφής πολέμου, μιας μορφής
που προτοεφαρμόστηκε πειραματικά στις αρχές του 20ου αιώνα. Μικρές
ομάδες, καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες και μερικές φορές αρκετά
φανατισμένες, πολεμάνε ενάντια τακτικών στρατών για την εξυπηρέτηση
οικονομικών συμφερόντων, ίσως, ή τις γεωπολιτικές επιδιώξεις κάποιας
υπερδύναμης. Μάλιστα, στις κατακτηθέντες απο αυτές τις αντάρτικές ομάδες
περιοχές πραγματοποιούνται εκκαθαριστικές επιχειρήσεις αντιφρονούντων,
φιλοκυβερνητικών και άλλων αντίπαλων ομάδων.
Για πρώτη φορά στην νεώτερη παγκόσμια ιστορία αυτές η ομάδες δεν
κινούνται απο κάποια ιδεολογία αλλα κυρίως απο μια αντίθεση ενάντια σε
μια κυβέρνηση ή απο κάποιον φανατισμό.
Μια παρόμοια απειλή αντιμετώπισε και η Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα
απο την Βουλγαρία στον αγώνα των δύο χωρών για την Μακεδονία. Φυσικά
μιλάμε για τον Μακεδονικό αγώνα, μια εποποιία στην οποία δεν έχει δοθεί η
πρέπουσα προσοχή και ιστορική αξία που της ανήκει.
Στο παρακάτω κείμενο θα γίνει μια μικρή παρουσίαση αυτού του έπους
Μακεδονικός αγώνας λέγεται η ένοπλη αντιπαράθεση στις
αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και
διεξήχθη στη Μακεδονία, τότε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ
κυρίως Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων, και δευτερευόντος Σέρβων και
Ρουμάνων από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό πως η σημαντική αυτή επαρχία
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ήταν η επόμενη εδαφική απώλεια του
Μεγάλου Ασθενούς της Νοτιανατολικής Μεσογείου.
Η περιοχή της Μακεδονίας, τέθηκε υπό διεθνή Επιτροπεία μετά τη Συνθήκη
του Βερολίνου, 1878, κατα την διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε ο
περιορισμός των συνόρων της Βουλγαρίας που είχε δημιουργηθεί διμερώς με
το Συνέδριο του Βερολίνου παρόλο που η ίδια η Βουλγαρία είχε αποκλειστεί
από τη συμμετοχή στις συνομιλίες παρά την ρωσική επιμονή.
|
Πολιτικός χάρτης μετά την συνθήκη του Βερολίνου (1878) |
Συγκεκριμένα αποφασίστηκε
- Η ίδρυση μικρής αυτόνομης Ηγεμονίας της Βουλγαρίας με βόρεια όρια τον Δούναβη και νότια τον Αίμο.
- Η αυτονόμηση της Ανατολικής Ρωμυλίας που θα αποτελούσε ξεχωριστή
επαρχία με χριστιανό διοικητή διοριζόμενο από τον Σουλτάνο. Στην επαρχία
αυτή αποκλείονταν διατήρηση τουρκικών στρατιωτικών μονάδων. Οι δε
ελληνική, βουλγαρική και τουρκική γλώσσες θεωρούνταν ισότιμες.
- Η ανεξαρτησία και ανακήρυξη των Βασιλείων της Σερβίας, της Ρουμανίας
και Πριγκιπάτου του Μαυροβουνίου, καθώς και η επιδίκαση της Βοσνίας
Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, υπό την επικυριαρχία όμως του
Σουλτάνου. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο επεκτείνονται εδαφικά.
- Σε όποιες άλλες επαρχίες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας υφίσταται ισχυρό
χριστιανικό στοιχείο υποχρεώνεται ο Σουλτάνος να εισαγάγει "διοικητικές
μεταρρυθμίσεις.
Μάλιστα, Γάλλοι, Ρώσοι και Αυστριακοί στρατιωτικοί ανέλαβαν καθήκοντα
παράλληλης διοίκησης με τους Οθωμανούς, η Υψηλή Πύλη αδυνατούσε να
παρέμβει δραστικά στις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων,
οι αντιμαχόμενες πλευρές προσπαθούσαν κατά καιρούς, αφενός να στρέφουν
τις Ευρωπαϊκές και Οθωμανικές στρατιωτικές διοικήσεις κατά των αντιπάλων
τους, και αφετέρου να συνεργάζονται με όποιες απ' αυτές ήταν δυνατό,
ενώ παράλληλα η Αγγλία υποδαύλιζε με κάθε τρόπο την ενδεχόμενη
Ελληνο-Βουλγαρική συνεργασία, φοβούμενη την εκμετάλλευσή της από τη
Ρωσία.
Αντίπαλοι σε αυτήν την Ελληνο - Βουλγαρική άτυπη σύραξη ήταν Έλληνες
αντάρτες απο την Μακεδονία και εθελοντών απο την ελεύθερη Ελλάδα και
Βούλγαροι υποστηριζόμενοι απο το βουλγαρικό κράτος μέσω της ΕΜΕΟ.
|
Κολάζ με
φωτογραφίες των σημαντικότερων μελών της βουλγαρικής Εσωτερικής
Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης και της Ανώτερης Μακεδονικής
Επιτροπής μεταξύ 1893 - 1913 |
ΕΜΕΟ Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) (Βάτρεσνα
Μακεντόσκα Ρεβολγιουστιόνα Οργκανιζάτσιγια Βουλγαρικά: Вътрешна
Македонска Революционна Организация, ВМРО) ήταν μια μυστική, βουλγαρική -
σλαβόφωνη εθνικιστική οργάνωση που συστάθηκε στα Βαλκάνια στα τέλη του
19ου αιώνα, συγκεκριμένα στη Ρέσνα, της περιοχής Πόλογκ, της σημερινής
ΠΓΔΜ το 1893, κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με
αρχικό στόχο την απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας
και αργότερα την ένωση της περιοχής με τη Βουλγαρία.
Με βάση τις αυστροουγγρικές πηγές η Οργάνωση μέχρι το 1902 είχε την
ονομασία «Βουλγαρική Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Επιτροπή»
και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Βαλκανικής και
κυρίως της εσωτερικής πολιτικής ζωής της Βουλγαρίας και της
Γιουγκοσλαβίας μέχρι τη βίαιη διάλυσή της από τον τσάρο Μπόρις Β' της
Βουλγαρίας το 1934.
Αναλυτικά, σκοπός σύμφωνα με τους ιδρυτές της, ήταν η απελευθέρωση της
Μακεδονίας από τους Τούρκους με το σύνθημα "Η Μακεδονία στους Μακεδόνες"
και τη διατήρηση της βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας στις ευρωπαϊκές
οθωμανικές κτήσεις. Στον όρκο που δίναν τα μέλη της γίνονταν σαφής
διάκριση μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων και τονίζονταν ότι οι χριστιανικές
εθνότητες θα συνεργάζονταν για την αποκήρυξη του Οθωμανικού ζυγού. Στη
συνέχεια όμως χρησιμοποιήθηκε από τον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό
προκειμένου μέσω της επιδιωκόμενης αυτονόμησης του γεωγραφικού χώρου της
Μακεδονίας, που θα αποτελούσε το πρώτο βήμα, να ακολουθούσε η
μελλοντική ενσωμάτωσή του στη Βουλγαρία.
Βασικοί στόχοι δράσης για την υλοποίηση των παραπάνω ήταν δύο, αφενός
μεν, αρχικά η δημιουργία μιας αυτόνομης οντότητας και αφετέρου, οι
μετακινήσεις πληθυσμών είτε εκούσιες, είτε αναγκαστικές είτε ακόμα και
αποτροπή νέων εγκαταστάσεων στη περιοχή, εκτός Βουλγάρων.
Μυστική ατζέντα της ΕΜΕΟ όπως αποδείχτηκε ήταν ο εκβουλγαρισμός της
Μακεδονίας και η απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως
ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία. Η διαδικασία
του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να
κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του σύνολου του
ρευστής εθνικής συνείδησης χριστιανικού πληθυσμού να εκκλησιάζεται σε
εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Εξαρχική (Βουλγαρική) εκκλησία αντί στις
υπάρχουσες, οι οποίες υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για το
σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες Εξαρχικές
εκκλησίες. Σ' αυτές, ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και
τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο
άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν
τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά.
Βασικοί παράμετροι που ώθησαν τη δημιουργία της ΕΜΕΟ ήταν αναμφισβήτητα ο
Πανσλαβισμός, που καλλιέργησε την εποχή εκείνη η Ρωσική Αυτοκρατορία, η
δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας εκ μέρους του Σουλτάνου που
συνέτεινε στη διάσπαση των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής από την
ενιαία υπαγωγή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς και η Συνθήκη του
Βερολίνου (1878) που αποτέλεσε άμεσα ή έμμεσα, ηθελημένα ή όχι, τη
γενέτειρα του Μακεδονικού ζητήματος και την κύρια αιτία αντιπαλότητας
μεταξύ πέντε Ηγεμονιών της Βαλκανικής και τριών Αυτοκρατοριών (Τριμερής
Συμφωνία Βερολίνου (1881).
Η δράση της ΕΜΕΟ εντάθηκε κυρίως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη
δεκαετία του 1920, με συνεργασία και άλλων εθνικιστικών οργανώσεων
(Κροατίας, Ιταλίας) και συνεχίστηκε με τον ίδιο τρομοκρατικό χαρακτήρα
μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Φυσική συνέπεια αυτής ήταν να
δημιουργηθούν εξ αρχής αντίπαλες εθνικιστικές οργανώσεις και να
ακολουθήσουν συγκρούσεις πολλές φορές μη ελεγχόμενες. Στη χρονική
διάρκεια αυτή η ΕΜΕΟ μετέβαλε κάποιες φορές την ονομασία της, είτε από
εσωτερικές διασπάσεις, είτε κατ΄ εξέλιξη δράσης.
Γενικά η ΕΜΕΟ, αλλά όχι μόνο, οργανώνοντας ένα εκτεταμένο ένοπλο δίκτυο
ανταρτών στη περιοχή και ευθύνεται κατα την ελληνική ιστοριογραφία για
αναρίθμητα εγκλήματα σε βάρος αμάχων Ελλήνων της Μακεδονίας, όσο και
άλλων εθνοτήτων Σέρβων, Εβραίων ακόμα και Τούρκων.
Σύντομα στην οργάνωση αυτή δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα. Το ένα, οι
Αυτονομιστές, υποστήριζε την αυτονόμηση της Μακεδονίας ως υπόσχεση για
την διαφύλαξη μιας μελλοντικής αυτονομίας και αυτοδιάθεσης της περιοχής,
ενώ η άλλη ομάδα, που δημιουργήθηκε από μέλη της "Ανώτερης Μακεδονικής
Επιτροπής" (Βουλγαρικά:Върховен македоно - одрински комитет, (ВМОК)),
μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1894 στην Σόφια, υποστήριζε την άμεση
προσχώρηση στην Βουλγαρία.
Η ομάδα αυτή ονομάστηκε οι Ενωτικοί ή Σουπρεμιστές, σε αντίθεση με τους
Αυτονομιστές, επειδή πίστευαν στον υπέρτατο στόχο, την άμεση προσάρτηση
της Μακεδονίας στην Βουλγαρία. Και τα δύο ρεύματα, υποστήριζαν εν
κατακλείδι, όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες, την ένωση με την
Βουλγαρία.
Πρωτοκλασάτα στελέχη της ΕΜΕΟ ήταν οι: Τσακαλάρωφ, ο Μήτρε Βλάχος και ο
Λαζάρ Ποπτράϊκωφ . Ενόψει της προετοιμασίας της εξέγερσης του Ίλιντεν
(20 Ιουλίου 1903) χρίζονται οι τοπικοί ηγέτες και τέλος του Αυγούστου
1902 πραγματοποιείται στο Σιδηροχώρι Καστοριάς συνάντηση του
απεσταλμένου από το περιβάλλον της ΑΜΑΕ με τους τοπικούς ηγέτες που
δηλώνουν ότι δεν είναι έτοιμοι για μια τέτοια εξέγερση, αντιδρώντας
μερικοί στην βουλγαρική πρωτοβουλία.
|
Η σφραγίδα της ΑΜΑΕ |
Η Ανώτατη Μακεδονο-Αδριανουπολική Επιτροπή (ΑΜΑΕ), κατά την επίσημη
ονομασία, ή ΑΜΑΚομιτάτο), (βουλγαρικά: Върховен македоно - одрински
комитет, (ВМОК) ), γνωστή επίσης και ως Βερχοβιστική Μακεδονική
Επιτροπή, ή Βερχοβιστικό Μακεδονικό Κομιτάτο (ΒΜΚ) (εκ του βέρχοβο =
βουλγαρικά: κορυφή, κορυφαίο), ήταν μια βουλγαρική πολιτικοστρατιωτική
εθνικιστική επαναστατική οργάνωση που έδρασε στη περιοχή της Μακεδονίας
και Θράκης (Αδριανούπολη, κατά τους Βούλγαρους Οντρίν) επί κυριαρχίας
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την περίοδο 1895-1905 με στόχο την προσάρτηση
των παραπάνω περιοχών στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας.
Έδρα του Βερχοβιστικού Μακεδονικού Κομιτάτου ήταν η Σόφια. Πρώτος ηγέτης
αυτού ήταν ο λογοτέχνης Τράικο Κιτάντσεβ τον οποίον διαδέχθηκε ο
στρατηγός Δανιήλ Νικολάγιεφ και αυτού ακολούθησαν ο Ιωσήφ Κοβάτσεφ, ο
Γκτζόρτσε Πετρόβ και ο Μπόρις Σαράφοβ.
Όλοι οι διατελέσαντες ηγέτες της οργάνωσης αυτής είχαν την κάλυψη τόσο
του τότε ακόμα Πρίγκιπα, μετέπειτα Βασιλέως Φερδινάνδου όσο και της
βουλγαρικής κυβέρνησης. Σημειώνεται ότι οι περισσότερες συνεδριάσεις της
γίνονταν εντός των Ανακτόρων του Βουλγαρικού Πριγκιπάτου. Στο ΒΜΚ
στρατολογούνταν κυρίως Βουλγαρομακεδόνες και Βουλγαροθρακιώτες πρόσφυγες
που είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία. Επίσης συμμετείχαν και αξιωματικοί
και στρατιώτες του βουλγαρικού στρατού που κατάγονταν από τις παραπάνω
περιοχές, αποκαλούμενοι όλοι «σουπρεμίστες» ή «βερχοβίστες». Περί τα
τέλη της δεκαετίας του 1890 οι ηγέτες της ΕΜΕΟ κατάφεραν να πάρουν τον
έλεγχο του ΒΜΚ και να αναδειχθούν σ΄ αυτό οι Βόρις Σαράφωβ, Μάτωφ και
Ιβάν Γκαρβάνοβ.
Οι Βερχοβίστες προσπάθησαν στην αρχή επιχειρώντας διάφορα επεισόδια να
προκαλέσουν μία ένοπλη σύρραξη βουλγαρο-τουρκικού πολέμου ευελπιστώντας
στη βοήθεια του βουλγαρικού στρατού. Όταν όμως διαπίστωσαν ότι διάφορες
συνθήκες που είχαν συνομολογηθεί εμπόδιζαν τη Βουλγαρία σε μία τέτοια
απροκάλυπτη βοήθεια κατέφυγαν στην άσκηση τρομοκρατίας κυρίως κατά των
Οθωμανών αλλά και των άλλων εθνοτήτων που ήταν εγκατεστημένοι στη
περιοχή (Ελλήνων, Σέρβων, Εβραίων, Βλάχων κ.ά.). Συγκροτώντας πέντε
αποσπάσματα, τα τέσσερα εισέβαλαν στο Σατζάκιο Μοναστηρίου (τότε
Βιτώλια, ή Μπίτολα) που κάλυπτε το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και το
πέμπτο στη περιοχή της Θράκης, Οντρίν.
|
απόσπασμα των Βερχοβιστών του Ι. Στογιάνοβ |
Σημαντικότερη δράση των βερχοβιστών ήταν η συμμετοχή τους στην εξέγερση
του Μελένικου (1895), εξέγερση της Άνω Τζουμαγιάς (1902) και στην άδοξη
εξέγερση του Ίλιντεν (1903) που κατεστάλησαν από τον οθωμανικό στρατό με
επακόλουθο την εκ μέρους της Βουλγαρίας επίσημη διάλυση της οργάνωσης.
Η εξέγερση του Ίλιντεν ονομάστηκε έτσι από την ημέρα που ξεκίνησε, την
ημέρα του Προφήτη Ηλία, στις 2 Αυγούστου 1903, με το γρηγοριανό
ημερολόγιο, στο βιλαέτι του Μοναστηρίου και συγκεκριμένα στους καζάδες
Αχρίδας, Πρέσπας, Κιτσόβου, Μοναστηρίου, Φλώρινας, Καστοριάς και
Καϊλαρίων, όπου σημειώθηκε και η πιο έντονη και εντυπωσιακή σε
αποτελέσματα δράση, στα βόρεια διαμερίσματα του βιλαετίου της
Θεσσαλονίκης, που γειτόνευαν με τη βουλγαρική ηγεμονία και σε ορισμένες
περιοχές του βιλαετίου της Ανδριανοπόλεως, κυρώς στην περιοχή των
Σαράντα Εκκλησιών.
Η επιλογή της ημέρας του Προφήτη Ηλία, ήρθε ύστερα από μια σειρά πολλών
αναβολών, ώστε να οργανωθεί με τον κατάλληλο τρόπο και με την συμμετοχή
του τοπικού πληθυσμού. Η εξέγερση στην Μακεδονία εκδηλώθηκε στο βιλαέτι
του Μοναστηρίου και υποστηρίχθηκε από βουλγαρόφιλους και σλαβόφωνους των
αργοτικών περιοχών αλλά και σε κάποιο βαθμό και από τον
Αρμανικό-(Βλάχικο) και ελληνόφωνο πληθυσμό της περιοχής. Η κατοχή του
Κρουσόβου από τους επαναστάτες κράτησε ακριβώς δέκα μέρες μέχρι τις 12
Αυγούστου ανακηρύσσοντας τη Δημοκρατία του Κρούσεβο υπό την προεδρία του
δασκάλου Νικόλα Κάρεβ.
Στις 19 Αυγούστου 1903, ημέρα εορτής της Μεταμορφώσεως, η εξέγερση
Βουλγάρων αγροτών στο βιλαέτι της Αδριανούπολης και οδήγησε στον έλεγχο
μιας μεγάλης περιοχής στα όρη της Στράντζα κοντά στη Μαύρη Θάλασσα και
ανακηρύχτηκε η δημιουργία αυτόνομης διοίκησης των ελεύθερων περιοχών με
το όνομα Δημοκρατία της Στράντζα και μιας προσωρινής κυβέρνησης με έδρα
την πόλη Βασιλικό (σήμερα Τσάρεβο της Βουλγαρίας, στην επαρχία
Μπουργκάς). Η προσωρινή κυβέρνηση διατηρήθηκε συνολικά για είκοσι μέρες
μέχρι την καταστολή της εξέγερσης από τον οθωμανικό στρατό.
Όταν η εξέγερση εξαπλώθηκε πολλά ηγετικά στελέχη σκοτώθηκαν σε μάχες με
τους Οθωμανούς και η δράση της εξέγερσης καταστάλθηκε μέσα σε διάστημα
λίγων μηνών. ενώ πολλοί που στρατεύτηκαν με τους εξεργεθέντες
σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν ή κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές. Η οθωμανική
διοίκηση έβλεπε τώρα με μεγαλύτερη καχυποψία τους χριστιανικούς
πληθυσμούς, και αντί να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για την βελτίωση των
βασικών δικαιωμάτων του χριστιανικού στοιχείου, η καταπίεση εντάθηκε και
δοκιμάστηκε η εμπιστοσύνη του πληθυσμού σε ανάλογες μελλοντικές
αυτονομιστικές ενέργειες[εκκρεμεί παραπομπή].
Ένας από τους κυριότερους στόχους της εξέγερσης, που ήταν η εμπλοκή των
μεγάλων δυνάμεων, επετεύχθη και κατάφεραν να πείσουν τις ευρωπαϊκές
δυνάμεις να προσπαθήσουν να παρέμβουν στον σουλτάνο ώστε να υιοθετήσει
μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους, αν και η
πίεση αντίθετα εντάθηκε στο χριστιανικό στοιχείο και οδήγησε, μετά την
επανάσταση των Νεότουρκων, στη κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου το 1912.
Η εξέγερση αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Κατόπιν δραματικών
εκκλήσεων του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη
να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας σε Καστοριά και Φλώρινα, ιδρύθηκε
στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο
Καλαποθάκη. Ενδεικτικό των συνθηκών είναι ότι ίδιος ο Μητροπολίτης είχε
αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της περιφέρειάς του και
να εκκλησιάζει με το όπλο του παραπόδα (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών
κατά της ζωής του), σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τονώσει το ηθικό
των τρομοκρατημένων πιστών. Ακολούθησαν κάποιες αποστολές Ελληνικών
ένοπλων σωμάτων (κατά κύριο λόγο Κρητών και Μανιατών εθελοντών) στη
Μακεδονία. Η επίσημη εμπλοκή του Ελληνικού κράτους στα Μακεδονικά
πράγματα πραγματοποιήθηκε μετά τον Ιανουάριο του 1904, όταν ο οπλαρχηγός
Κώττας Χρήστου επικεφαλής αντιπροσωπείας των Κορεστίων συναντήθηκε με
το διάδοχο Κωνσταντίνο. Αλλά οι εθελοντές και συνεπακόλουθα τα τμήματα
πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά μετά την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ο
θάνατος του Παύλου Μελά το 1904.
|
Η άγρια δολοφονία
από βουλγαρόφρονες του Καστοριανού δασκάλου Βασιλείου Μελεγκάνου τον
Μάρτιο του 1905 που δίδασκε στο Κεφαλάρι προκάλεσε την πάγκοινη οργή με
αποτέλεσμα ο Γερμανός Καραβαγγέλης να διαμηνύσει: «Πες τε στους Βασίλ
Τσακαλάρωφ, Λαζάρ Ποπτράϊκωφ και τους λοιπούς ότι αυτά που ξέρανε να τα
ξεχάσουν, τα ψέμματα τελείωσαν». |
Απο ελληνικής πλευράς η απάντηση ήρθε απο πολυάριθμους κυρίως νεαρούς,
Έλληνες αξιωματικούς που προσφέρθηκαν παραιτούμενοι από τον Ελληνικό
στρατό να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών
σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού.
Τον αγώνα τους συντόνισαν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός
Καραβαγγέλης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδας στο
Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο
Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα.
Άλλοι σημαντικοί Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί ήταν οι: Άρμεν Κούπτσιος,
Τέλλος Άγρας, Μιχαήλ Σιωνίδης, Λουκάς Κόκκινος, Κωνσταντίνος Ρίζος,
Γεώργιος Μόδης, Γεώργιος Γιώτας, Κωνσταντίνος Χρήστου, Ευάγγελος Νάτσης,
Φιλόλαος Πηχεών,Σταύρος Ρήγας, Δούκας Γαϊτατζής, Θεοχάρης Κούγκας,
Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Κωνσταντίνος Γαρέφης, Γεώργιος Παπαστεφάνου,
Λαμπρινός Βρανάς, Στέφανος Παπαγάλος, Γεώργιος Δικώνυμος, Χρήστος
Βέσκος, ο Νικόλαος Τσοτάκος, Γεώργιος Ζουρίδης, Χρήστος Δρεμλής,
Γεώργιος Σεϊμένης, Αριστείδης Μαργαρίτης, Ζαχαρίας Παπαδάς, Παύλος
Κύρου, Γεώργιος Γιαγκλής, Γεώργιος Στρατινάκης, Αριστείδης Κιτράκης,
Γεώργιος Κακουλίδης, Νικόλαος Ρόκας, Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης κ.ά.
Όχι μόνον από την Κρήτη αλλά και από την Μάνη είχε συγκροτηθεί σώμα από
μερικές δεκάδες εθελοντές υπό τον Αντώνιο Βλαχάκη ("Καπετάν Λίτσα") με
οπλαρχηγούς, μεταξύ άλλων, τον "Ευάγγελο Μπαϊρακταρέα ("Καπετάν Ακίλλα)"
και τους εξαδελφούς Λεωνίδα και Παναγιώτη Πετροπουλάκη από το Γύθειο.
Οι τρεις αυτοί μαζί με άλλους εννέα αγωνιστές είχαν ηρωικό θάνατο σε
μάχη κατά Τούρκων και Βουλγάρων στο χωριό Καστανόφυτο Καστοριάς (τότε
"Οσνίτσανη").
Από το Σεπτέμβριο του 1904, με την ανάληψη της αρχηγίας των ελληνικών
σωμάτων από τον Παύλο Μελά, και ακόμα περισσότερο μετά το θάνατό του, οι
Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία
συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών στις οποίες η βουλγαρική επιρροή
προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει
(Καστοριά, Φλώρινα και Έδεσσα-Γιαννιτσά). Στις μνήμες των περισσότερων ο
Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα του Τέλλου Άγρα στην Λίμνη
των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα
στο βιβλίο της «Στα Μυστικά του Βάλτου».
Ο αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε ως το 1908 οδηγώντας σε αποτυχία τα
βουλγαρικά σχέδια για το βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Το τέλος
του αγώνα στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία συνδέθηκε με την επικράτηση
των νεότουρκων οι οποίοι αρχικά φάνηκαν να καταβάλουν προσπάθειες
εκσυχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και
συγχρόνως απέτρεψαν με αυστηρότητα το αντάρτικο μεταξύ Βουλγάρων και
Ελλήνων.
Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων αλλά και του καθενός ξεχωριστά
με τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερη ένταση. Το 1912,
μετά την επιτυχία της Αλβανικής επανάστασης οι Σέρβοι επειγόμενοι να
προλάβουν τη δημιουργία μίας μεγάλης Αλβανίας υποχώρησαν στις
μαξιμαλιστικές βουλγαρικές απαιτήσεις επί της διανομής της Μακεδονίας
και προχώρησαν από κοινού στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας
(Λίγκας). Η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο οδήγησε λίγο
αργότερα και στην εισδοχή της Ελλάδας στη συμμαχία ολοκληρώνοντας έτσι
το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου.
Με την έκρηξή του ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη
Θεσσαλονίκης απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Το 1913 οι
Βούλγαροι αν και υποτιθέμενα σύμμαχοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και χωρίς
προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων προσπαθώντας
να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από αυτούς
εδάφη της Μακεδονίας αλλά απωθήθηκαν (Β' Βαλκανικός Πόλεμος).
Μετά την συντριβή που ακολούθησε, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να
παραχωρήσει και το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) στην
Ελλάδα, η οποία ολοκλήρωσε με αυτό το τρόπο τους εθνικούς της στόχους
στη Μακεδονία.
Η επικράτηση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων δεν επέφερε ως άμεσο
κέρδος τη Μακεδονία επειδή μεσολάβησε το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, το
οποίο μετά την επικράτησή του οδήγησε στην απώλεια πολλών κεκτημένων
των μειονοτήτων, εμπόδισε όμως να χαθούν οι περιοχές που αποτέλεσαν
αργότερα την Ελληνική Μακεδονία. Η χαμένη αυτοπεποίθηση των Ελλήνων
αξιωματικών από τον πόλεμο του 1897 ανακτήθηκε.