Μνησικακία: ξεκινάει από μια προσβολή, πραγματική ή φανταστική, και
μπορεί να μας ακολουθεί σε ολόκληρη τη ζωή. Είναι σαν φαρμάκι που
δηλητηριάζει σιγά-σιγά την ψυχή μας, μέχρι να ξεσπάσει μέσα από την
εκδίκηση. Σε ακραίες περιπτώσεις, φτάνει ως το έγκλημα.
Σε ολόκληρο τον κόσμο τα ποσοστά των γυναικών που έχουν πέσει θύματα
σωματικής ή λεκτικής βίας από το σύντροφό τους κυμαίνονται ανάμεσα στο
15% και το 71%, ανάλογα με τη χώρα και τα ήθη της περιοχής. Γεγονός που
σημαίνει ότι εκατομμύρια οικογένειες ανά τον πλανήτη κρατούν φυλαγμένα
στην καρδιά τους δύο βαθιά και έντονα συναισθήματα: μίσος και
μνησικακία. Δεν είναι δύσκολο να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση τους,
καθώς όλοι, ακόμη κι αν δεν έχουμε ζήσει τόσο επώδυνες καταστάσεις,
έχουμε αντιδράσει ανάλογα σε μια αδικία, μια ταπείνωση ή μια απαξίωση.
Αλλά ενώ υπάρχουν ένα σωρό λέξεις και φράσεις για να εκφράσουμε το μίσος
μας (υπάρχει ακόμη και μια χαρακτηριστική έκφραση προσώπου), η
μνησικακία είναι κάτι υποχθόνιο και βασανιστικό, ένα πετρωμένο
συναίσθημα, μια νοσηρή ανάμνηση που δε λέει να ξεχαστεί. Τι εννοούμε,
όμως, όταν μιλάμε για μνησικακία;
Στόχος ζωής
Οι ειδικοί κάνουν διάκριση ανάμεσα στο συναίσθημα, τη συναισθηματική αντίληψη και το πάθος. Ο φόβος, ο θυμός και η χαρά είναι άμεσες συναισθηματικές αντιδράσεις, που διαρκούν λίγο. Το συναίσθημα, από την πλευρά του, αφορά κάτι πιο βαθύ και σταθερό αλλά λιγότερο έντονο, όπως είναι η ευτυχία, η αγάπη και η δυστυχία. Το πάθος βρίσκεται κάπου ανάμεσα: έχει μεγάλη ένταση και χρονική διάρκεια. Δύο από τα πιο έντονα πάθη είναι η ζήλια και η μνησικακία. Όπως συμβαίνει σε όλες τις περίπλοκες ψυχικές καταστάσεις, και σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ένα μείγμα από διαφορετικά συναισθήματα. Ανάμεσά τους μπορούμε να διακρίνουμε την απογοήτευση, την εχθρότητα, την αντιπάθεια και, σε κάποιες περιπτώσεις, την κακοβουλία. Ποτέ δε συναντάμε ανεκτικότητα, συγκατάβαση, καλές προθέσεις ή συμπόνια στη μνησικακία· αλλά αυτό που απουσιάζει κυρίως είναι η διάθεση για συγχώρεση, καθώς το ένα συναίσθημα αναιρεί το άλλο.
Η διαδικασία μέσα από την οποία οδηγούμαστε στη μνησικακία είναι σύντομη αλλά εκρηκτική. Κατ’ αρχάς, αρκεί μια προσβολή, μια ύβρη, πραγματική ή φανταστική, για να πυροδοτήσει αυτή τη συναισθηματική αντίδραση. Σε δεύτερο στάδιο, αναμασάμε διαρκώς παράλογες σκέψεις οι οποίες καλλιεργούν την εκδικητικότητα. Στο τρίτο στάδιο φτάνουμε στην εχθρότητα, δηλαδή την επιθυμία για επίθεση και εκδίκηση. Έτσι γεννιέται ένα πάθος ικανό να παραγκωνίσει από το μυαλό μας άλλες σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα και να κυριεύσει τη ζωή μας. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι ηγέτες των θρησκευτικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τη μνησικακία, για να προσηλυτίσουν τον κόσμο σε μια ιδέα ή σε μια ομάδα. Ωθούν τους οπαδούς τους να απαρνηθούν το σύστημα των ηθικών αξιών τους (αυτή η διαδικασία είναι γνωστή και ως πλύση εγκεφάλου), καλλιεργώντας τους την πεποίθηση ότι είναι θύματα του εχθρού τους, τον οποίο πρέπει να πολεμήσουν με κάθε τρόπο.
Πότε δικαιολογείται
Η μνησικακία είναι ένα πάθος που καλλιεργείται από μόνο του και διαρκώς ρίχνει λάδι στη φωτιά. Όταν κάποιος θεωρεί τον εαυτό του θύμα μιας αδικίας ή προσβολής που δεν μπορεί να ξεχάσει με τίποτα, οποιαδήποτε πράξη βίας τού φαίνεται θεμιτή. Δε χρειάζεται τίποτα άλλο. Και είναι πολύ δύσκολο να δραπετεύσει από αυτή την πλάνη.
Οι συνέπειες μιας προσβολής μπορεί να είναι πολλές, αν και συχνά διογκώνονται στο μυαλό εκείνου που τη δέχεται. Οι πιο σημαντικές, όμως, είναι το συναίσθημα αδικίας, το συναίσθημα απόρριψης και ο φθόνος. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μνησικακία είναι κάποιες φορές δικαιολογημένη. Συναντάμε άπειρα περιστατικά, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά, όπου το συναίσθημα αδικίας δικαιολογεί τη μνησικακία: ο αγοραστής που πλήρωσε για ένα ελαττωματικό προϊόν, ο μέτοχος που εξαπατήθηκε, ο υπάλληλος που έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από το αφεντικό του, η γυναίκα που ανακάλυψε ότι ο σύντροφός της την απατούσε, το παιδί που κακοποιείται συστηματικά αλλά δεν μπορεί να αντιδράσει ή ο φοιτητής που χάνει μια θέση στο μεταπτυχιακό από κάποιον άλλο που μπορεί να μην έχει εξίσου καλές επιδόσεις αλλά έχει τις «άκρες». Όλοι αυτοί είναι πραγματικά θύματα, θυμούνται για καιρό την αδικία που υπέστησαν και επιθυμούν διακαώς ο υπαίτιος της δυστυχίας τους να πληρώσει για τις πράξεις του.
Μια άλλη συνέπεια της προσβολής μπορεί να είναι το συναίσθημα απόρριψης, το οποίο απορρέει από την ταπείνωση, τη γελοιοποίηση ή την περιφρόνηση. Όλες αυτές οι πράξεις, παρ’ όλο που δεν είναι παράνομες, πληγώνουν σοβαρά τον εγωισμό μας. Στην καθημερινότητά μας, στους καβγάδες μας με το σύντροφο, τους συναδέλφους ή τους συμμαθητές μας, ακούμε ή εκστομίζουμε συχνά φράσεις όπως «αυτό θα σ’ το φυλάω» και «δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτό που μου έκανες». Αλλά η ένταση της επιθετικότητας δεν είναι πάντα ανάλογη προς το πραγματικό μέγεθος μιας προσβολής. Αυτό είναι πάντα υποκειμενικό (κάτι που μπορεί να προσβάλλει κάποιον, μπορεί να αφήσει αδιάφορο έναν άλλο). Το πότε θα νιώσουμε προσβεβλημένοι εξαρτάται από τη δυσπιστία μας και από το μέγεθος του εγωισμού μας.
Παλιές έχθρες
Μια τρίτη συνέπεια της προσβολής μπορεί να είναι ο φθόνος. Όταν μοιραζόμαστε κάποια πράγματα με τους συνανθρώπους μας, σχεδόν ποτέ δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτά που έχουμε. Ειδικά όμως σε περίπτωση που κάποιο από τα άτομα του στενού περιβάλλοντός μας απολαμβάνει κάτι που πιστεύουμε ότι ανήκει σε εμάς, μπορεί να γίνουμε ακόμη και εχθρικοί απέναντι σε εκείνον που θεωρούμε ότι είναι ευνοημένος από την τύχη.
Ωστόσο, ακόμη κι αν η μνησικακία απορρέει από φυσιολογικούς και απόλυτα κατανοητούς παράγοντες, ποτέ δεν είναι υγιής. Όταν μάλιστα στρέφεται σε φανταστικούς εχθρούς, εκδηλώνεται με ακραίους τρόπους ή αναπαράγει σκέψεις που καταλήγουν σε εμμονές, αγγίζει τα όρια της νοσηρότητας. Κάποιες φορές, μάλιστα, η πηγή της είναι τόσο παλιά, που χάνεται στο μακρινό παρελθόν. Δεν πρόκειται για ένα άμεσο συναίσθημα, όπως ο θυμός, που πυροδοτείται αυτόματα από ένα γεγονός· είναι ένα πάθος που μπορεί να σιγοβράζει για χρόνια στα καζάνια του μίσους. Γι’ αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται αυτοσκοπός και οδηγεί σε μακραίωνες διαμάχες ανάμεσα σε δύο άτομα ή δύο ομάδες, που φαινομενικά δεν έχουν καμία λογική βάση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που συναντάμε στον ελλαδικό χώρο είναι οι βεντέτες της Μάνης, ιδιαίτερα έντονο φαινόμενο στο παρελθόν. Ένα μεμονωμένο γεγονός, όπως η ατίμωση μιας γυναίκας, πυροδοτούσε το μίσος ανάμεσα σε δύο οικογένειες, το οποίο άνοιγε ένα φαύλο κύκλο αίματος και διαιωνιζόταν από γενιά σε γενιά.
Η πολιτική του ρεβανσισμού
Η μνησικακία εκδηλώνεται συχνά ως εκδίκηση στην πιο σκληρή μορφή της. «Θα μου το πληρώσεις!». Αυτή η φράση δεν εκστομίζεται μόνο ανάμεσα σε δύο πρώην συντρόφους ή φίλους. Ο ρεβανσισμός ή εκδικητικότητα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αγορά, στην πολιτική και σε κάθε σχέση εξουσίας, με τη διαφορά ότι σε αυτή την περίπτωση ο εκδικητής βρίσκει πιο ευφάνταστους και διακριτικούς τρόπους για να τιμωρήσει τον εχθρό του. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου η μνησικακία δεν οδηγεί σε πράξεις εκδίκησης. Κάποιες φορές, με την πάροδο του χρόνου, φιλτράρεται μέσα από τη λογική, ξεθωριάζει από τη μνήμη, μετριάζεται με τη συγχώρεση και τελικά σβήνει.
Οι ψυχολόγοι έχουν μελετήσει διεξοδικά αυτή την κινητήριο δύναμη που κρύβεται συχνά πίσω από ατομικές ή ομαδικές συμπεριφορές. Όπως έχουν δείξει οι έρευνες, δεν πρόκειται απλώς για μια συναισθηματική αντίδραση, αλλά για ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Για την ακρίβεια, είναι ένα στοιχείο προσωπικότητας σε άμεση συνάρτηση με την εχθρότητα, το οποίο μπορούμε να εντοπίσουμε και να απομονώσουμε. Οι εχθρικοί άνθρωποι είναι πιο μνησίκακοι από τους άλλους. Κάποιος που έχει εχθρική ιδιοσυγκρασία αντιδρά αρνητικά σε ασήμαντα ερεθίσματα, δηλαδή ερμηνεύει διαφορετικά τα γεγονότα. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος κρίνει τις καταστάσεις με ανεκτικότητα, κατανόηση, δεν αναζητά ενόχους ούτε αποδίδει κακές προθέσεις στους γύρω του. Ο κακοπροαίρετος ερμηνεύει αρνητικά τις πράξεις των γύρω του και πιστεύει διαρκώς ότι προσπαθούν να τον βλάψουν.
Είναι αυτό που ο ερευνητής Γκάρι Φέλστεν ονομάζει «εχθρότητα νευρωτικής φύσεως»: ένα μείγμα καχυποψίας και μνησικακίας που συνδέεται με άλλα στοιχεία του χαρακτήρα, όπως την προδιάθεση για στρες, την ανικανότητα αντιμετώπισης της ζωής και τα συχνά αρνητικά συναισθήματα, συμπεριλαμβανομένου του καταπιεσμένου θυμού. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και προβλήματα υγείας, καθώς έχει καταδειχτεί πως, όταν η εχθρότητα, η μνησικακία και το άγχος επιμένουν, μπορεί να συντελέσουν σε καρδιακές νόσους και υπέρταση.
Αδυναμία για χαρά
Επομένως, η μνησικακία μπορεί να οριστεί ως μια συναισθηματική διαταραχή. Όπως και ο φθόνος, βλάπτει περισσότερο τον άνθρωπο που τη νιώθει παρά αυτόν που την έχει προκαλέσει. Η σημαντικότερη επίπτωσή της έγκειται στη δύναμή της να παραμερίζει άλλα θετικά συναισθήματα, όπως την αισιοδοξία, τη συγκίνηση και τη χαρά. Ο μνησίκακος άνθρωπος πάσχει από εμμονές, ανασφάλεια και καχυποψία, ζει περισσότερο για το παρελθόν παρά για το μέλλον. Τέτοιου είδους προσωπικότητες εμφανίζουν ένα καταστροφικό παράδοξο: αρνούνται τα συναισθήματά τους, ενώ ταυτόχρονα τα ενισχύουν. Απωθούν τις ενοχές τους, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν την επιθυμία τους για εκδίκηση.
Είναι λογικό να συνδέουμε τη μνησικακία με την κακία. Η αλήθεια είναι ότι όσοι υποφέρουν από μνησικακία δεν είναι απαραίτητα και «κακοί», αλλά η «κακία» φέρνει πάντα μνησικακία. Ο Ισπανός ερευνητής Βισέντε Πελεκάνο, σε μια μελέτη του για την εχθρότητα και τη μοχθηρία, περιλαμβάνει τρεις παράγοντες στη διαγνωστική ανάλυσή του: «δυσπιστία και μνησικακία», «σκληρότητα συμπεριφοράς» και «έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο ανθρώπινο είδος».
Θα μπορούσε βέβαια να πει κάποιος ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πανταχού παρόντα στη ζωή. Το συλλογικό μίσος που πυροδοτούν οι πολεμικές συρράξεις, ιδιαίτερα οι εμφύλιοι πόλεμοι, δεν ξεχνιέται εύκολα. Η μαζικότητα πετρώνει τα συναισθήματα. Οι ψυχολόγοι τονίζουν ότι το πλήθος είναι αφενός πιο «δυσκίνητο» και αφετέρου λιγότερο ηθικό, λογικό και καλοπροαίρετο από τα μεμονωμένα άτομα.
Θέμα εκπαίδευσης
Μένει λοιπόν να αναρωτηθούμε από πού απορρέει ένα τόσο διαδεδομένο συναίσθημα: γεννιόμαστε ή γινόμαστε μνησίκακοι; Ίσως κάποια χαρακτηριστικά μιας εχθρικής προσωπικότητας να είναι εγγενή, αλλά έχουν κυρίως να κάνουν με τις ηθικές αξίες και τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνει ο καθένας. Το σχολείο, η οικογένεια, η θρησκεία και, αργότερα, οι εμπειρίες της ζωής συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας προσωπικότητας εκδικητικής ή συγκαταβατικής. Αλλά ο πιο καθοριστικός από αυτούς τους παράγοντες είναι η οικογένεια. Λέγεται ότι «Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος» και «Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». Αυτές οι παροιμίες όμως δεν προσφέρουν τα καλύτερα ηθικά διδάγματα για ένα παιδί.
Ο δρόμος για την ευτυχία
Πιο ωφέλιμο και ψυχικά υγιές είναι να μάθουμε στα παιδιά πώς θα αφήνουν κάποια πράγματα να περάσουν. Στη ζωή μας έρχονται πάντα κάποιες στιγμές που θέλουμε να πάρουμε την εκδίκησή μας, αλλά όταν μυούμε κάποιον στη μνησικακία, του στερούμε για πάντα ένα μερίδιο στη χαρά. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους διδάξουμε πώς μπορούν να αντιμετωπίζουν καλοπροαίρετα τις αμφιλεγόμενες συμπεριφορές των άλλων. Καλύτερα να τους λέμε «μη δίνεις σημασία, ίσως το φίλο σου να τον απασχολεί κάτι και να συμπεριφέρεται έτσι», παρά «η συμπεριφορά του δε σε τιμά, να το θυμάσαι». Οι γονείς συνήθως φοβούνται ότι το παιδί τους δε θα μάθει να υπερασπίζεται τον εαυτό του, αλλά η μνησικακία δε μας κάνει διεκδικητικούς. Μπορούμε να μάθουμε να αμυνόμαστε χωρίς να μας καταβάλλει διαρκώς η υποψία ότι ο άλλος έχει κακές προθέσεις.
Η εκπαίδευση είναι ένα από τα κλειδιά της καλής διανοητικής και συναισθηματικής υγείας. Ολόκληρος ο πλανήτης μαστίζεται από πολέμους, όπου η μνησικακία είναι πανταχού παρούσα, κάποιες φορές ως συνέπεια της μοχθηρίας και άλλοτε ως αυτοσκοπός.
Μόνο αν μάθουμε να ξεχνάμε και να συγχωρούμε μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Το να επικαλούμαστε τη συγχώρεση μπορεί να μοιάζει ουτοπία, έως και ύβρη για τους ανθρώπους που έχουν υποφέρει από τη μάστιγα της βίας. Συγχωρώ σημαίνει βάζω τη λογική να κυριαρχήσει στα συναισθήματά μου, κι αυτό είναι πολύ δύσκολο, αλλά είναι η μόνη διέξοδος από το μίσος και τη μνησικακία.
Όταν κάποιος δεν μπορεί να ελέγξει τη μνησικακία του, αυτή μπορεί να τον οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο δυστυχίας και να τον ακολουθήσει σε ολόκληρη τη ζωή του, ακόμη και να μεταφερθεί στις επόμενες γενιές. Κι αυτή είναι η χειρότερη κληρονομιά για τα παιδιά του.
Στόχος ζωής
Οι ειδικοί κάνουν διάκριση ανάμεσα στο συναίσθημα, τη συναισθηματική αντίληψη και το πάθος. Ο φόβος, ο θυμός και η χαρά είναι άμεσες συναισθηματικές αντιδράσεις, που διαρκούν λίγο. Το συναίσθημα, από την πλευρά του, αφορά κάτι πιο βαθύ και σταθερό αλλά λιγότερο έντονο, όπως είναι η ευτυχία, η αγάπη και η δυστυχία. Το πάθος βρίσκεται κάπου ανάμεσα: έχει μεγάλη ένταση και χρονική διάρκεια. Δύο από τα πιο έντονα πάθη είναι η ζήλια και η μνησικακία. Όπως συμβαίνει σε όλες τις περίπλοκες ψυχικές καταστάσεις, και σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ένα μείγμα από διαφορετικά συναισθήματα. Ανάμεσά τους μπορούμε να διακρίνουμε την απογοήτευση, την εχθρότητα, την αντιπάθεια και, σε κάποιες περιπτώσεις, την κακοβουλία. Ποτέ δε συναντάμε ανεκτικότητα, συγκατάβαση, καλές προθέσεις ή συμπόνια στη μνησικακία· αλλά αυτό που απουσιάζει κυρίως είναι η διάθεση για συγχώρεση, καθώς το ένα συναίσθημα αναιρεί το άλλο.
Η διαδικασία μέσα από την οποία οδηγούμαστε στη μνησικακία είναι σύντομη αλλά εκρηκτική. Κατ’ αρχάς, αρκεί μια προσβολή, μια ύβρη, πραγματική ή φανταστική, για να πυροδοτήσει αυτή τη συναισθηματική αντίδραση. Σε δεύτερο στάδιο, αναμασάμε διαρκώς παράλογες σκέψεις οι οποίες καλλιεργούν την εκδικητικότητα. Στο τρίτο στάδιο φτάνουμε στην εχθρότητα, δηλαδή την επιθυμία για επίθεση και εκδίκηση. Έτσι γεννιέται ένα πάθος ικανό να παραγκωνίσει από το μυαλό μας άλλες σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα και να κυριεύσει τη ζωή μας. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι ηγέτες των θρησκευτικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τη μνησικακία, για να προσηλυτίσουν τον κόσμο σε μια ιδέα ή σε μια ομάδα. Ωθούν τους οπαδούς τους να απαρνηθούν το σύστημα των ηθικών αξιών τους (αυτή η διαδικασία είναι γνωστή και ως πλύση εγκεφάλου), καλλιεργώντας τους την πεποίθηση ότι είναι θύματα του εχθρού τους, τον οποίο πρέπει να πολεμήσουν με κάθε τρόπο.
Πότε δικαιολογείται
Η μνησικακία είναι ένα πάθος που καλλιεργείται από μόνο του και διαρκώς ρίχνει λάδι στη φωτιά. Όταν κάποιος θεωρεί τον εαυτό του θύμα μιας αδικίας ή προσβολής που δεν μπορεί να ξεχάσει με τίποτα, οποιαδήποτε πράξη βίας τού φαίνεται θεμιτή. Δε χρειάζεται τίποτα άλλο. Και είναι πολύ δύσκολο να δραπετεύσει από αυτή την πλάνη.
Οι συνέπειες μιας προσβολής μπορεί να είναι πολλές, αν και συχνά διογκώνονται στο μυαλό εκείνου που τη δέχεται. Οι πιο σημαντικές, όμως, είναι το συναίσθημα αδικίας, το συναίσθημα απόρριψης και ο φθόνος. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μνησικακία είναι κάποιες φορές δικαιολογημένη. Συναντάμε άπειρα περιστατικά, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά, όπου το συναίσθημα αδικίας δικαιολογεί τη μνησικακία: ο αγοραστής που πλήρωσε για ένα ελαττωματικό προϊόν, ο μέτοχος που εξαπατήθηκε, ο υπάλληλος που έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από το αφεντικό του, η γυναίκα που ανακάλυψε ότι ο σύντροφός της την απατούσε, το παιδί που κακοποιείται συστηματικά αλλά δεν μπορεί να αντιδράσει ή ο φοιτητής που χάνει μια θέση στο μεταπτυχιακό από κάποιον άλλο που μπορεί να μην έχει εξίσου καλές επιδόσεις αλλά έχει τις «άκρες». Όλοι αυτοί είναι πραγματικά θύματα, θυμούνται για καιρό την αδικία που υπέστησαν και επιθυμούν διακαώς ο υπαίτιος της δυστυχίας τους να πληρώσει για τις πράξεις του.
Μια άλλη συνέπεια της προσβολής μπορεί να είναι το συναίσθημα απόρριψης, το οποίο απορρέει από την ταπείνωση, τη γελοιοποίηση ή την περιφρόνηση. Όλες αυτές οι πράξεις, παρ’ όλο που δεν είναι παράνομες, πληγώνουν σοβαρά τον εγωισμό μας. Στην καθημερινότητά μας, στους καβγάδες μας με το σύντροφο, τους συναδέλφους ή τους συμμαθητές μας, ακούμε ή εκστομίζουμε συχνά φράσεις όπως «αυτό θα σ’ το φυλάω» και «δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτό που μου έκανες». Αλλά η ένταση της επιθετικότητας δεν είναι πάντα ανάλογη προς το πραγματικό μέγεθος μιας προσβολής. Αυτό είναι πάντα υποκειμενικό (κάτι που μπορεί να προσβάλλει κάποιον, μπορεί να αφήσει αδιάφορο έναν άλλο). Το πότε θα νιώσουμε προσβεβλημένοι εξαρτάται από τη δυσπιστία μας και από το μέγεθος του εγωισμού μας.
Παλιές έχθρες
Μια τρίτη συνέπεια της προσβολής μπορεί να είναι ο φθόνος. Όταν μοιραζόμαστε κάποια πράγματα με τους συνανθρώπους μας, σχεδόν ποτέ δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτά που έχουμε. Ειδικά όμως σε περίπτωση που κάποιο από τα άτομα του στενού περιβάλλοντός μας απολαμβάνει κάτι που πιστεύουμε ότι ανήκει σε εμάς, μπορεί να γίνουμε ακόμη και εχθρικοί απέναντι σε εκείνον που θεωρούμε ότι είναι ευνοημένος από την τύχη.
Ωστόσο, ακόμη κι αν η μνησικακία απορρέει από φυσιολογικούς και απόλυτα κατανοητούς παράγοντες, ποτέ δεν είναι υγιής. Όταν μάλιστα στρέφεται σε φανταστικούς εχθρούς, εκδηλώνεται με ακραίους τρόπους ή αναπαράγει σκέψεις που καταλήγουν σε εμμονές, αγγίζει τα όρια της νοσηρότητας. Κάποιες φορές, μάλιστα, η πηγή της είναι τόσο παλιά, που χάνεται στο μακρινό παρελθόν. Δεν πρόκειται για ένα άμεσο συναίσθημα, όπως ο θυμός, που πυροδοτείται αυτόματα από ένα γεγονός· είναι ένα πάθος που μπορεί να σιγοβράζει για χρόνια στα καζάνια του μίσους. Γι’ αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται αυτοσκοπός και οδηγεί σε μακραίωνες διαμάχες ανάμεσα σε δύο άτομα ή δύο ομάδες, που φαινομενικά δεν έχουν καμία λογική βάση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που συναντάμε στον ελλαδικό χώρο είναι οι βεντέτες της Μάνης, ιδιαίτερα έντονο φαινόμενο στο παρελθόν. Ένα μεμονωμένο γεγονός, όπως η ατίμωση μιας γυναίκας, πυροδοτούσε το μίσος ανάμεσα σε δύο οικογένειες, το οποίο άνοιγε ένα φαύλο κύκλο αίματος και διαιωνιζόταν από γενιά σε γενιά.
Η πολιτική του ρεβανσισμού
Η μνησικακία εκδηλώνεται συχνά ως εκδίκηση στην πιο σκληρή μορφή της. «Θα μου το πληρώσεις!». Αυτή η φράση δεν εκστομίζεται μόνο ανάμεσα σε δύο πρώην συντρόφους ή φίλους. Ο ρεβανσισμός ή εκδικητικότητα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αγορά, στην πολιτική και σε κάθε σχέση εξουσίας, με τη διαφορά ότι σε αυτή την περίπτωση ο εκδικητής βρίσκει πιο ευφάνταστους και διακριτικούς τρόπους για να τιμωρήσει τον εχθρό του. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου η μνησικακία δεν οδηγεί σε πράξεις εκδίκησης. Κάποιες φορές, με την πάροδο του χρόνου, φιλτράρεται μέσα από τη λογική, ξεθωριάζει από τη μνήμη, μετριάζεται με τη συγχώρεση και τελικά σβήνει.
Οι ψυχολόγοι έχουν μελετήσει διεξοδικά αυτή την κινητήριο δύναμη που κρύβεται συχνά πίσω από ατομικές ή ομαδικές συμπεριφορές. Όπως έχουν δείξει οι έρευνες, δεν πρόκειται απλώς για μια συναισθηματική αντίδραση, αλλά για ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Για την ακρίβεια, είναι ένα στοιχείο προσωπικότητας σε άμεση συνάρτηση με την εχθρότητα, το οποίο μπορούμε να εντοπίσουμε και να απομονώσουμε. Οι εχθρικοί άνθρωποι είναι πιο μνησίκακοι από τους άλλους. Κάποιος που έχει εχθρική ιδιοσυγκρασία αντιδρά αρνητικά σε ασήμαντα ερεθίσματα, δηλαδή ερμηνεύει διαφορετικά τα γεγονότα. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος κρίνει τις καταστάσεις με ανεκτικότητα, κατανόηση, δεν αναζητά ενόχους ούτε αποδίδει κακές προθέσεις στους γύρω του. Ο κακοπροαίρετος ερμηνεύει αρνητικά τις πράξεις των γύρω του και πιστεύει διαρκώς ότι προσπαθούν να τον βλάψουν.
Είναι αυτό που ο ερευνητής Γκάρι Φέλστεν ονομάζει «εχθρότητα νευρωτικής φύσεως»: ένα μείγμα καχυποψίας και μνησικακίας που συνδέεται με άλλα στοιχεία του χαρακτήρα, όπως την προδιάθεση για στρες, την ανικανότητα αντιμετώπισης της ζωής και τα συχνά αρνητικά συναισθήματα, συμπεριλαμβανομένου του καταπιεσμένου θυμού. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και προβλήματα υγείας, καθώς έχει καταδειχτεί πως, όταν η εχθρότητα, η μνησικακία και το άγχος επιμένουν, μπορεί να συντελέσουν σε καρδιακές νόσους και υπέρταση.
Αδυναμία για χαρά
Επομένως, η μνησικακία μπορεί να οριστεί ως μια συναισθηματική διαταραχή. Όπως και ο φθόνος, βλάπτει περισσότερο τον άνθρωπο που τη νιώθει παρά αυτόν που την έχει προκαλέσει. Η σημαντικότερη επίπτωσή της έγκειται στη δύναμή της να παραμερίζει άλλα θετικά συναισθήματα, όπως την αισιοδοξία, τη συγκίνηση και τη χαρά. Ο μνησίκακος άνθρωπος πάσχει από εμμονές, ανασφάλεια και καχυποψία, ζει περισσότερο για το παρελθόν παρά για το μέλλον. Τέτοιου είδους προσωπικότητες εμφανίζουν ένα καταστροφικό παράδοξο: αρνούνται τα συναισθήματά τους, ενώ ταυτόχρονα τα ενισχύουν. Απωθούν τις ενοχές τους, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν την επιθυμία τους για εκδίκηση.
Είναι λογικό να συνδέουμε τη μνησικακία με την κακία. Η αλήθεια είναι ότι όσοι υποφέρουν από μνησικακία δεν είναι απαραίτητα και «κακοί», αλλά η «κακία» φέρνει πάντα μνησικακία. Ο Ισπανός ερευνητής Βισέντε Πελεκάνο, σε μια μελέτη του για την εχθρότητα και τη μοχθηρία, περιλαμβάνει τρεις παράγοντες στη διαγνωστική ανάλυσή του: «δυσπιστία και μνησικακία», «σκληρότητα συμπεριφοράς» και «έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο ανθρώπινο είδος».
Θα μπορούσε βέβαια να πει κάποιος ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πανταχού παρόντα στη ζωή. Το συλλογικό μίσος που πυροδοτούν οι πολεμικές συρράξεις, ιδιαίτερα οι εμφύλιοι πόλεμοι, δεν ξεχνιέται εύκολα. Η μαζικότητα πετρώνει τα συναισθήματα. Οι ψυχολόγοι τονίζουν ότι το πλήθος είναι αφενός πιο «δυσκίνητο» και αφετέρου λιγότερο ηθικό, λογικό και καλοπροαίρετο από τα μεμονωμένα άτομα.
Θέμα εκπαίδευσης
Μένει λοιπόν να αναρωτηθούμε από πού απορρέει ένα τόσο διαδεδομένο συναίσθημα: γεννιόμαστε ή γινόμαστε μνησίκακοι; Ίσως κάποια χαρακτηριστικά μιας εχθρικής προσωπικότητας να είναι εγγενή, αλλά έχουν κυρίως να κάνουν με τις ηθικές αξίες και τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνει ο καθένας. Το σχολείο, η οικογένεια, η θρησκεία και, αργότερα, οι εμπειρίες της ζωής συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας προσωπικότητας εκδικητικής ή συγκαταβατικής. Αλλά ο πιο καθοριστικός από αυτούς τους παράγοντες είναι η οικογένεια. Λέγεται ότι «Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος» και «Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». Αυτές οι παροιμίες όμως δεν προσφέρουν τα καλύτερα ηθικά διδάγματα για ένα παιδί.
Ο δρόμος για την ευτυχία
Πιο ωφέλιμο και ψυχικά υγιές είναι να μάθουμε στα παιδιά πώς θα αφήνουν κάποια πράγματα να περάσουν. Στη ζωή μας έρχονται πάντα κάποιες στιγμές που θέλουμε να πάρουμε την εκδίκησή μας, αλλά όταν μυούμε κάποιον στη μνησικακία, του στερούμε για πάντα ένα μερίδιο στη χαρά. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους διδάξουμε πώς μπορούν να αντιμετωπίζουν καλοπροαίρετα τις αμφιλεγόμενες συμπεριφορές των άλλων. Καλύτερα να τους λέμε «μη δίνεις σημασία, ίσως το φίλο σου να τον απασχολεί κάτι και να συμπεριφέρεται έτσι», παρά «η συμπεριφορά του δε σε τιμά, να το θυμάσαι». Οι γονείς συνήθως φοβούνται ότι το παιδί τους δε θα μάθει να υπερασπίζεται τον εαυτό του, αλλά η μνησικακία δε μας κάνει διεκδικητικούς. Μπορούμε να μάθουμε να αμυνόμαστε χωρίς να μας καταβάλλει διαρκώς η υποψία ότι ο άλλος έχει κακές προθέσεις.
Η εκπαίδευση είναι ένα από τα κλειδιά της καλής διανοητικής και συναισθηματικής υγείας. Ολόκληρος ο πλανήτης μαστίζεται από πολέμους, όπου η μνησικακία είναι πανταχού παρούσα, κάποιες φορές ως συνέπεια της μοχθηρίας και άλλοτε ως αυτοσκοπός.
Μόνο αν μάθουμε να ξεχνάμε και να συγχωρούμε μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Το να επικαλούμαστε τη συγχώρεση μπορεί να μοιάζει ουτοπία, έως και ύβρη για τους ανθρώπους που έχουν υποφέρει από τη μάστιγα της βίας. Συγχωρώ σημαίνει βάζω τη λογική να κυριαρχήσει στα συναισθήματά μου, κι αυτό είναι πολύ δύσκολο, αλλά είναι η μόνη διέξοδος από το μίσος και τη μνησικακία.
Όταν κάποιος δεν μπορεί να ελέγξει τη μνησικακία του, αυτή μπορεί να τον οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο δυστυχίας και να τον ακολουθήσει σε ολόκληρη τη ζωή του, ακόμη και να μεταφερθεί στις επόμενες γενιές. Κι αυτή είναι η χειρότερη κληρονομιά για τα παιδιά του.
Πηγή "focusmag.gr"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου