Ο Γάλλος ζωγράφος Λουί Ντυπρέ (1789-1837), επισκέπτεται την Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1819, διατρέχει την Κέρκυρα, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά, τα περίχωρα της Αττικής και τα νησιά του Σαρωνικού, συνεχίζει την περιήγησή του στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν προσκεκλημένος του Μιχαήλ Σούτσου φτάνει στο Βουκουρέστι. Ζωγραφίζει πρόσωπα, τοπία, ιστορικές και θρησκευτικές σκηνές. Τα έργα του από την Ελλάδα δημοσιεύθηκαν το 1825 στο μνημειώδες εικονογραφημένο ταξιδιωτικό χρονικό, Voyage à Athènes et à Constantinople, με υπότιτλο, ou collection des portraits, de vues et costumes grecs et ottomans = Ταξίδι στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη, μια συλλογή από πορτραίτα, τοπία, ελληνικές και οθωμανικές ενδυμασίες.
Το λεύκωμα περιλαμβάνει μια και μόνη πολεμική σκηνή με τίτλο «Ο Νικολάκης Μητρόπουλος* υψώνει τη σημαία με το σταυρό στο φρούριο των Σαλώνων».
* Μητρόπουλος Νικολάκης, αγωνιστής του 1821, Ζάτουνα Γορτυνίας.
Ο Δρ Μανώλης Βλάχος στο, “Louis Duprè, Ταξίδι στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη”, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα, 1994, γράφει – αναλύει τη σκηνή:
Η μορφή του αγωνιστή, που έπειτα από σκληρή μάχη κατορθώνει να υψώσει την ελληνική σημαία στα τείχη των Σαλώνων, προβάλλεται πολύ περισσότερο από το πολεμικό επεισόδιο, έχει δε φιλοτεχνηθεί με την έμφαση και την επιμέλεια που ο ζωγράφος επιφυλάσσει στο πορτραίτο. Το γεγονός, εντούτοις, ότι ο άνδρας εικονίζεται στο περιβάλλον της μάχης επιτρέπει να θεωρηθεί η παράσταση πολεμική σκηνή.
Ο ζωγράφος σημειώνει στο οδοιπορικό του: «Θα έχω την ευκαιρία να παρουσιάσω έναν από τους ήρωες που έστησαν επάνω στα τείχη αυτά τη σημαία του σταυρού». Ως παρουσίαση νοείται μόνον η ζωγραφική σύνθεση, διότι ο Μητρόπουλος δεν αναφέρεται πουθενά αλλού.
Τον αγωνιστή, εντούτοις, ο καλλιτέχνης γνώρισε στη Ρώμη το 1824, από τον οποίο και έμαθε τη διεξαγωγή της μάχης. Η γνωριμία αυτή είναι ο λόγος που έκαμε τον Dupre να περιλάβει στο λεύκωμα τη μοναδική ιστορική σκηνή από την Επανάσταση· το γεγονός, δηλαδή, ότι διέθετε έναν από τους συντελεστές του Αγώνα και την προσωπική γνώση του τόπου.
Θα παρατηρηθεί, εξάλλου, ότι ο ζωγράφος περιόρισε την παράσταση του επεισοδίου στην προσωπογραφία κυρίως του Μητρόπουλου και σε μια υποτυπώδη δήλωση του χώρου. Δεν πρέπει να λησμονηθεί, ακόμη, ότι η απαίτηση της προσωπικής μαρτυρίας απέκλεισε από το λεύκωμα σπουδαιότερες μάχες και πολύ γνωστότερους αγωνιστές. Η πρώτη εντύπωση από τον πίνακα είναι ότι περιγράφει την τελευταία φάση της μάχης· τη δραματική άνοδο του σημαιοφόρου στις επάλξεις του φρουρίου, για να στήσει εκεί τη σημαία. Η παράσταση όμως θα μπορούσε να ερμηνευθεί και αντίστροφα: πρόθεση του καλλιτέχνη ήταν να απεικονίσει προπάντων τη μορφή του πολεμιστή, η οποία κατ’ ανάγκην επέσυρε και το ανάλογο περιβάλλον.
Αν και η μάχη ήδη έχει κριθεί, στις επάλξεις η συμπλοκή συνεχίζεται. Ανάμεσα στους νεκρούς του πρώτου επιπέδου, που κείτονται στις βαθμίδες, και τους άνδρες που πολεμούν στο βάθος ορθώνεται ο σημαιοφόρος. Τα πόδια του πατούν το πτώμα και τα όπλα ενός Τούρκου, με το αριστερό χέρι κρατά τη σημαία ενώ με το δεξί του σφίγγει το σπαθί. Στο λαβωμένο πρόσωπο, καθώς αιφνίδια στρέφεται στο θεατή, διαγράφεται η αποφασιστικότητα, η βίαιη έξαρση του πολέμου και η ικανοποίηση της νίκης.
Η προσεκτική θεώρηση του έργου αποδεικνύει ότι ο ζωγράφος, πέρα από τους εμφανείς προσωπογραφικούς στόχους, θέλησε να επισημάνει τη σπουδαιότητα του ιστορικού γεγονότος και να το προτείνει ως σύμβολο της Επανάστασης. Η οργάνωση της σύνθεσης και η λειτουργία των διαφόρων θεματικών ή μορφολογικών στοιχείων, που δρουν ως επί μέρους σύμβολα, εκεί κατατείνουν. Το σύνολο σχεδόν του θέματος – ο Μητρόπουλος, η σημαία και οι δύο νεκροί, ο Έλληνας και ο Τούρκος – περιέχεται στη θαυμάσια διαρθρωμένη πυραμίδα, η οποία ενώ εγκλείει εντονότατη δράση, συγκρατεί στέρεα την ισορροπία του σχήματος.
Ο ιστός της σημαίας χωρίζει την παράσταση σε δύο άνισα ορθογώνια, το αριστερό και ευρύτερο όπου επικρατεί ο πυρετός της μάχης, και το δεξιό που καταλαμβάνεται ολόκληρο από τον νεκρό Έλληνα. Η κατακόρυφος του ιστού αποτελεί το όριο πέρα από το οποίο η συμπλοκή δεν επεκτείνεται αλλά απωθείται προς τα αριστερά, προκειμένου να εκτεθεί με άνεση ο μαχητής που πέθανε σφίγγοντας την άκρη της σημαίας στο στήθος του. Το πρόσωπό του και το πρόσωπο του Μητρόπουλου, καθώς εντάσσονται στην ίδια ευθεία, αποτελούν δύο όψεις του αγώνα για την ελευθερία· τη θυσία και τη νίκη.
Η ιδέα επαναλαμβάνεται από τα σπαθιά των δύο Ελλήνων. Η επιτυχής έκβαση της μάχης δηλώνεται και από το ότι ο ιστός, με το σταυρό στην κορυφή, πατά, εάν προεκταθεί, επάνω στο σαρίκι του νεκρού Τούρκου. Η λειτουργία της σημαίας στη σύνθεση είναι ευρύτερη: κατ’ αρχήν, οι μεγάλες καμπύλες που σχηματίζονται από τον βίαιο άνεμο εγκαθιστούν το ιδεώδες πλαίσιο προβολής του Μητρόπουλου, αυξάνουν την ένταση και προοιωνίζονται το θρίαμβο, αποτελούν όμως και ισχυρές ανασταλτικές ωθήσεις προς τα αριστερά, δυσχεραίνουν την ανάβαση του σημαιοφόρου και τον υποχρεώνουν να εντείνει την προσπάθειά του.
Με το σώμα ολόκληρο – τον τεράστιο λοξό άξονα – φαίνεται να στηρίζει με δύναμη τη σημαία και να σφαλίζει την κατακόρυφο. Θα επισημανθεί ακόμη η δημιουργία του σχήματος S, που προκύπτει από τις καμπύλες της σημαίας και την παρυφή της φουστανέλας, στο οποίο φαίνεται να εγγράφεται η μορφή του. Εμφανής είναι η κλασική αντίληψη που διέπει τον πίνακα σε ό,τι αφορά την οργάνωση των διαφόρων στοιχείων του, αλλά και η ρομαντική διάθεση από την οποία διαπνέεται, ιδιαίτερα αισθητή στην ηρωική έξαρση που χαρακτηρίζει τη μορφή του σημαιοφόρου.
Το έργο, σύμβολο της εξέγερσης του ελληνισμού, «εικονογραφεί» κατάλληλα τη φράση του Dupre: «Σήμερα, το έθνος αυτό, οργισμένο από το μέγεθος της συμφοράς και εμπνεόμενο από τη μνήμη και το μίσος, ορθώθηκε για να πολεμήσει το δυνάστη και να ξεπλύνει στο αίμα τη μακροχρόνια και ωμότατη προσβολή». Η διττή φύση του έργου παραπέμπει έμμεσα στους πόλους των επιδράσεων που έχει δεχθεί τούτο. Ως σύνολο, η παράσταση φαίνεται μάλλον προσωπική σύνθεση του καλλιτέχνη. Εντούτοις, τα επί μέρους στοιχεία έχουν άμεση σχέση με την πολεμική εικονογραφία της εποχής. Ο κύκλος του David και οι ρομαντικοί, με επικεφαλής τον Delacroix, ασφαλώς συνέβαλαν στη δημιουργία του έργου.
- Dupre Louis, (1789-1837)
Λουί Ντυπρέ, Γάλλος ζωγράφος, φιλέλληνας και αρχαιολάτρης. Γεννήθηκε στο Seine et Oise το 1789. Ο Louis Dupré (1789-1837), μαθητής του David, ( Ζαν-Λουί Νταβίντ επίσημου ζωγράφου του Ναπολέοντα), υπήρξε ζωγράφος προσωπογραφιών, τοπίων, ιστορικών και θρησκευτικών σκηνών. Τον Φεβρουάριο του 1819 επισκέπτεται τον ελληνικό χώρο μαζί με τρεις Άγγλους περιηγητές (Heyet, Hay και Viwian). Εκείνοι θα αναλάμβαναν τα έξοδα, αυτός θα τους παρέδιδε ως αντάλλαγμα, εικόνες των μνημείων και των τόπων της χώρας. Οι τέσσερις ταξιδιώτες και η μικρή συνοδεία τους διατρέχουν την Κέρκυρα, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά, τα περίχωρα της Αττικής και τα νησιά του Σαρωνικού. Χωρίζουν όταν ο Duprè συνεχίζει την περιήγησή του στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν προσκεκλημένος του Μιχαήλ Σούτσου, στο Βουκουρέστι, ενώ εκείνοι επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Το οδοιπορικό του τελειώνει με την άφιξη του καλλιτέχνη στη Ρώμη στις 18 Απριλίου 1820.Τα έργα του από την Ελλάδα δημοσιεύθηκαν το 1825 στο μνημειώδες εικονογραφημένο ταξιδιωτικό χρονικό Voyage à Athènes et à Constantinople ou collection de portraits, de vues et de costumes grecs et ottomans peints sur les lieux, d`après nature, lithographiès et coloriès par L. Duprè èlève de David.Το πολύτιμο αυτό λεύκωμα δημοσιεύτηκε σε μία σειρά από τεύχη από το 1825 έως και μετά το 1837, αποτελείται από 40 υπέροχους πίνακες που συνοδεύονται από κείμενο εμπνευσμένο από βαθιά φιλελληνικά αισθήματα. Στο Μουσείο Μπενάκη φυλάσσεται ένα σπάνιο αντίτυπο του λευκώματος καθώς και μία σειρά από πρωτότυπα έργα (σχέδια, υδατογραφίες και μία ελαιογραφία) που συνδέονται με το ταξίδι εκείνο, αλλά και με πρωταγωνιστές της Ελληνικής επανάστασης. Δύο έργα είναι υπογεγραμμένα: το σχέδιο με το πορτραίτο του συνταγματάρχη Fabvier, χρονολογημένο το 1828, και η υδατογραφία με την άποψη της Ακρόπολης από το Ολυμπιείο. Το τελευταίο έργο, και η πρώτη απεικόνιση σε πίνακα της συγκεκριμένης άποψης της Ακρόπολης, αποτελούν μία παραλλαγή του αντίστοιχου έργου από το Voyage (1819). Η ελαιογραφία εκτέθηκε για πρώτη φορά στο Salon του Παρισιού το 1827 και σήμερα βρίσκεται στη Κολωνία. Το αριστούργημα του ζωγράφου στο Μουσείο Μπενάκη είναι μία ελαιογραφία με έναν σκεπτόμενο «Έλληνα» που ακουμπά σε βράχο στην ακτή της θάλασσας. Αποδίδεται στον Dupré, μολονότι είναι ανυπόγραφο, λόγω των τεχνοτροπικών ομοιοτήτων του με μεταγενέστερα έργα του ζωγράφου από το Voyage. Πρόκειται για τις προσωπογραφίες του Βασίλη Γούδα, του Δημητρίου Μαυρομιχάλη και του Νικολάκη Μητρόπουλου, οι οποίες έχουν φιλοτεχνηθεί και ως ελαιογραφίες και έχουν εκτεθεί στη Galerie Lebrun τo 1829. Στο μουσείο φυλάσσεται επίσης και μία υδατογραφία με δύο Σουλιώτες, καθώς και δύο σχέδια με μολύβι που μοιάζουν να είναι προσχέδια. Τα έργα αυτά αντιγράφουν εικόνες διαφορετικών περιόδων (ένας νέος από την Ύδρα του 1829, ένας νέος από τα Ιωάννινα του 1819, ο Βασίλης Γούδας του 1828 και ένας Σουλιώτης του 1819) και διαφέρουν τεχνοτροπικά από τα υπογεγραμμένα έργα του Dupré. Πέθανε στο Παρίσι στις 12 Οκτωβρίουτου 1837 και τάφηκε στο νεκροταφείο του Montparnasse.
Δημοσίευση από δημοπρασία του έργου τουDupré Louis, voyage a Athenes et a Constantinople, ou collection des portraits, de vues et costumes grecs et ottomans. Paris: Dondey- Dupré, 1825 [έκδοση: 1839]. Περιέχει σαράντα (40) λιθογραφίες επιζωγραφισμένες με υδατοχρώματα, μια λιθόγραφη δισέλιδη εικόνα ενός τούρκικου διαβατηρίου και δώδεκα λιθογραφίες εντός κειμένου (60,5 x 43 εκ.). Βιβλιογραφία: Atabey 381, Weber I 130, Blackmer 559, Navari 517, Colas 916. Τιμή εκτίμησης στη δημοπρασία του Sefik Atabey (28-30 Μαΐου 2002): 89.000-105.000 ευρώ (55.000-65.000£). Τελική τιμή στην ίδια δημοπρασία: 188.400 ευρώ (122.150£). Σε άριστη κατάσταση, μέσα σε προστατευτικό λινόδετο κουτί. Δερμάτινη βιβλιοδεσία 19ου αιώνα. Μοναδικό αντίτυπο προς διάθεση διεθνώς.Πίνακες από το βιβλίο “Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου