Αποθέματα χρυσού, αργύρου, χαλκού, μολύβδου, ψευδαργύρου και νικελίου, συνολικής αξίας 20 δισ. ευρώ, με βάση της τρέχουσες τιμές των μετάλλων, εκτιμάται ότι φιλοξενεί στα «σωθικά» της η Β. Ελλάδα. Ωστόσο, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος αυτού του ορυκτού πλούτου αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά, όπως σημείωσε ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) Κ. Μακεδονίας, Νίκος Αρβανιτίδης, μιλώντας σε σχετική ημερίδα που διοργάνωσαν ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος και η οικονομική εφημερίδα «Εξπρές».
«Η μη αξιοποίηση των σημαντικών κοιτασμάτων χρυσού στη Β. Ελλάδα, ιδιαίτερα σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία, είναι ένα θλιβερό γεγονός. Ιδιαίτερα όταν υπάρχει και το θεσμικό πλαίσιο και οι τεχνολογίες που εξασφαλίζουν μια βιώσιμη αξιοποίηση των κοιτασμάτων αυτών, με όρους προστασίας του περιβάλλοντος», τόνισε ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΙΓΜΕ, Κ. Παπαβασιλείου.
«Τα δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούνται στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος, είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν το προαναφερόμενο οικονομικό μέγεθος», πρόσθεσε ο κ. Αρβανιτίδης, ενώ επισήμανε πως «με βάση τα αποθέματα και το μεταλλευτικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο», η Β. Ελλάδα αποτελεί μία από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιοχές της Ευρώπης.
Την άποψη ότι, αν και φαίνεται ως σχήμα οξύμωρον, η μεταλλεία συμβαδίζει με την πράσινη ανάπτυξη και τη βελτίωση του περιβάλλοντος, διατύπωσε ο καθηγητής Κοιτασματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Σκαρπέλης. Είπε ακόμη «να μη λησμονούμε ότι ιστορικά οι ορυκτές ύλες και η μεταλλευτική βιομηχανία έβγαλαν τη χώρα από μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Π.χ. στην Ελλάδα από τη δεκαετία του '50 η βαριά βιομηχανία ξεκίνησε από μεταλλεία και μεταλλουργικές μονάδες (π.χ. ΛΑΡΚΟ, ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ, ΑΕΧΠΛ, Γαλλική Λαυρίου)».
Την ανάληψη πρωτοβουλιών από την επιστημονική κοινότητα, ώστε να πειστεί η κοινή γνώμη ότι οι σύγχρονοι τρόποι εκμετάλλευσης ορυκτών δεν καταστρέφουν το περιβάλλον, ζήτησε ο καθηγητής ΕΜΠ, Κωνσταντίνος Τσακαλάκης, ενώ ο γεωλόγος του ΙΓΜΕ, Απόστολος Αρβανίτης, πρότεινε αλλαγή του νομικού πλαισίου, ώστε τα γεωθερμικά πεδία να θεωρούνται ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και να μην αντιμετωπίζονται με βάση τον Μεταλλευτικό Κώδικα.
Τους σχεδιασμούς της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. στα μεταλλεία Χαλκιδικής παρουσίασε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Δημήτρης Κούτρας, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων πως σε ορίζοντα 40ετίας οι σχεδιασμοί αυτοί μπορεί να αποφέρουν στην οικονομία της περιοχής 8 δισ. ευρώ.
Γεωθερμικά πεδία
Τα σημαντικότερα γεωθερμικά πεδία της Β. Ελλάδας εντοπίζονται, σύμφωνα με τον γεωλόγο του ΙΓΜΕ, Απόστολο Αρβανίτη, ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Πιο συγκεκριμένα, στις λεκάνες Μυγδονίας, Στρυμόνα, Στρυμονικού Κόλπου, Δέλτα του Νέστου, Ξάνθης - Κομοτηνής, και Αλεξανδρούπολης - Δέλτα Εβρου. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η Σαμοθράκη, όπου τρεις γεωτρήσεις βάθους 40-120 μ., που ανορύχθηκαν στο χώρο των θερμών πηγών, παράγουν μεγάλες ποσότητες ρευστών με τη θερμοκρασία των νερών να φτάνει μέχρι και τους 99oC. *
«Η μη αξιοποίηση των σημαντικών κοιτασμάτων χρυσού στη Β. Ελλάδα, ιδιαίτερα σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία, είναι ένα θλιβερό γεγονός. Ιδιαίτερα όταν υπάρχει και το θεσμικό πλαίσιο και οι τεχνολογίες που εξασφαλίζουν μια βιώσιμη αξιοποίηση των κοιτασμάτων αυτών, με όρους προστασίας του περιβάλλοντος», τόνισε ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΙΓΜΕ, Κ. Παπαβασιλείου.
«Τα δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούνται στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος, είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν το προαναφερόμενο οικονομικό μέγεθος», πρόσθεσε ο κ. Αρβανιτίδης, ενώ επισήμανε πως «με βάση τα αποθέματα και το μεταλλευτικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο», η Β. Ελλάδα αποτελεί μία από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιοχές της Ευρώπης.
Την άποψη ότι, αν και φαίνεται ως σχήμα οξύμωρον, η μεταλλεία συμβαδίζει με την πράσινη ανάπτυξη και τη βελτίωση του περιβάλλοντος, διατύπωσε ο καθηγητής Κοιτασματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Σκαρπέλης. Είπε ακόμη «να μη λησμονούμε ότι ιστορικά οι ορυκτές ύλες και η μεταλλευτική βιομηχανία έβγαλαν τη χώρα από μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Π.χ. στην Ελλάδα από τη δεκαετία του '50 η βαριά βιομηχανία ξεκίνησε από μεταλλεία και μεταλλουργικές μονάδες (π.χ. ΛΑΡΚΟ, ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ, ΑΕΧΠΛ, Γαλλική Λαυρίου)».
Την ανάληψη πρωτοβουλιών από την επιστημονική κοινότητα, ώστε να πειστεί η κοινή γνώμη ότι οι σύγχρονοι τρόποι εκμετάλλευσης ορυκτών δεν καταστρέφουν το περιβάλλον, ζήτησε ο καθηγητής ΕΜΠ, Κωνσταντίνος Τσακαλάκης, ενώ ο γεωλόγος του ΙΓΜΕ, Απόστολος Αρβανίτης, πρότεινε αλλαγή του νομικού πλαισίου, ώστε τα γεωθερμικά πεδία να θεωρούνται ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και να μην αντιμετωπίζονται με βάση τον Μεταλλευτικό Κώδικα.
Τους σχεδιασμούς της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. στα μεταλλεία Χαλκιδικής παρουσίασε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Δημήτρης Κούτρας, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων πως σε ορίζοντα 40ετίας οι σχεδιασμοί αυτοί μπορεί να αποφέρουν στην οικονομία της περιοχής 8 δισ. ευρώ.
Γεωθερμικά πεδία
Τα σημαντικότερα γεωθερμικά πεδία της Β. Ελλάδας εντοπίζονται, σύμφωνα με τον γεωλόγο του ΙΓΜΕ, Απόστολο Αρβανίτη, ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Πιο συγκεκριμένα, στις λεκάνες Μυγδονίας, Στρυμόνα, Στρυμονικού Κόλπου, Δέλτα του Νέστου, Ξάνθης - Κομοτηνής, και Αλεξανδρούπολης - Δέλτα Εβρου. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η Σαμοθράκη, όπου τρεις γεωτρήσεις βάθους 40-120 μ., που ανορύχθηκαν στο χώρο των θερμών πηγών, παράγουν μεγάλες ποσότητες ρευστών με τη θερμοκρασία των νερών να φτάνει μέχρι και τους 99oC. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου