Δέκα άστεγοι ζουν μόλις μερικά μέτρα από το στρατηγείο του Αλέξη Τσίπρα, ωστόσο ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποι της Αριστεράς δεν έχουν δείξει την παραμικρή αλληλεγγύη στον αγώνα τους για επιβίωση - Ούτε ένα γλυκό για τα Χριστούγεννα
Μια μαγική εικόνα με δύο τελείως
διαφορετικές όψεις είναι η πλατεία Κουμουνδούρου: στη μία πλευρά υπάρχει
μια μίνι παραγκούπολη με εξαθλιωμένους άστεγους και στην απέναντι ο
ΣΥΡΙΖΑ που φιλοδοξεί να γίνει κυβέρνηση ώστε να λύσει τα προβλήματα που
βλέπει, προς το παρόν με απάθεια, να κακοφορμίζουν κυριολεκτικά μπροστά
στην πόρτα του.
Η αντίφαση δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο έντονη - και περισσότερο
ταπεινωτική όχι μόνο για ένα «προοδευτικό» κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά
για κάθε Ελληνα: άνθρωποι που έχουν υποβιβαστεί σε παράσιτα των βρόμικων
πεζοδρομίων του κέντρου της Αθήνας, άστεγοι ξεγραμμένοι, ανέστιοι και
πένητες. Και μόλις μερικά μέτρα μακριά τους, σχεδόν δίπλα τους, γίνονται
ενδεχομένως συσκέψεις που τους αφορούν, στα κεντρικά γραφεία
μπαινοβγαίνουν στελέχη της παράταξης, που είναι όμως υπερβολικά
απασχολημένα με την πολιτική τους ατζέντα ώστε να ρίξουν έστω και ένα
βλέμμα σ’ αυτά τα ανθρώπινα, ζωντανά απορρίμματα. Η εικόνα ντροπής της
Κουμουνδούρου μολονότι δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω άμεσης γειτνίασης,
αναπόφευκτα φέρνει σε δύσκολη θέση πρώτα απ’ όλα τα μέλη του. Οι
σχετικές επερωτήσεις τους στη Βουλή, η οξεία φρασεολογία για «ευθύνες
του ψευδεπίγραφου κράτους πρόνοιας» ελάχιστη ανακούφιση προσφέρουν στους
άστεγους που τρώνε βρόμικο και μουλιασμένο ψωμί στην είσοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ζει με τις αναμνήσεις
Ο γηραιότερος «ένοικος» της πλατείας Κουμουνδούρου είναι ο κύριος
Ανδρέας, ο οποίος στα 80 χρόνια του ζει με τις αναμνήσεις της
πολυτάραχης ζωής του σε αυτοσχέδιο παράπηγμα. Μερικά χαρτόκουτα
σκεπάζουν το λεβέντικο παράστημά του και αποτελούν όλο το βιος του,
τυλιγμένο επιμελώς με νάιλον. Τον επισκεφθήκαμε την περασμένη Παρασκευή,
όταν η δυνατή βροχή δοκίμαζε τις αντοχές του «σπιτιού» του με θέα τις
αφίξεις και τις αποχωρήσεις από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η πλατεία είναι η
γειτονιά του. «Εδώ μεγάλωσα. Παιδάκι ήμουν και έπαιζα στο μέρος αυτό.
Εκεί απέναντι είναι τα δύο σπίτια που είχα», μας λέει δείχνοντας προς
την Πειραιώς. «Ομως έκανα το λάθος και υπέγραψα ως εγγυητής, αρρώστησα
και μου πήραν και τα δύο σπίτια». Σπούδασε οικονομικά και νομικά, γύρισε
όλο τον κόσμο, ευτύχησε να αποκτήσει δύο γιους και κατέληξε να μετρά
τις ώρες στις παγωμένες πλάκες της πλατείας.
Οι τελευταίοι τρεις μήνες αποδείχτηκαν οι πιο δύσκολοι στις οκτώ
δεκαετίες που έχει διανύσει. Ανακάλυψε μέσα από τη δραματική τροπή που
πήραν τα πράγματα για τον ίδιο ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν είναι εύκολο να
βάλεις όχι ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, αλλά ούτε δύο χαρτόνια!
Οπως μας λέει, όταν επιχείρησε να στήσει το παράπηγμά του τον
επισκέφθηκαν από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ για να του κάνουν συστάσεις.
«Προσπάθησαν να με διώξουν. “Να τα μαζέψεις και να φύγεις”, μου είπαν
στην αρχή. Τους είπα όμως ότι εγώ δεν πρόκειται να φύγω και δεν έφυγα».
Η κουβέντα μας εξελίσσεται στην «αυλή» του, όπου υπάρχουν σωροί από
παπλώματα «φιλοξενουμένων» του. Μια τσάντα γεμάτη ψωμιά βρίσκεται στην
«είσοδο» για όποιον επισκέπτη έχει ανάγκη. Ανθρωποι που γνωρίζουν από το
παρελθόν τον κύριο Ανδρέα του προσφέρουν φαγητό και ένα ζεστό ρούχο
μέρες που είναι. Δέχεται τη βοήθειά τους εφόσον έχουν τηρήσει
απαρέγκλιτα τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας: η επίσκεψή τους να
είναι τα μεσάνυχτα, μακριά από τα βλέμματα των περαστικών. Δεν θέλει να
τον λυπούνται. Οι νύχτες του Δεκεμβρίου, όμως, είναι κρύες. Συντροφιά
του, μια εικόνα του Χριστού που έχει πάντα μέσα από τα ρούχα του και η
προσευχή. Δεν κρατά κακία σε κανέναν για την κατάστασή του παρά μόνο
στον εαυτό του. Κοιτάζοντας στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ λέει αφοπλιστικά:
«Δεν πειράζει που δεν ήρθε κανένας να μας προσφέρει έστω κάτι ζεστό. Ο
κ. Τσίπρας αύριο μπορεί να είναι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, να είναι
καλά ο άνθρωπος».
Χρόνια στον δρόμο
Ο κύριος Ανδρέας, όμως, έχει γείτονες που τον νοιάζονται. Ενας από
αυτούς είναι ο 65χρονος κύριος Γιώργος. Τον συναντήσαμε στα σκαλιά της
πολυκατοικίας, στο νούμερο 5 της οδού Κουμουνδούρου. Είχε μαζέψει άρον
άρον το «κρεβάτι» του επειδή η βροχή μούσκεψε τις «ταλαιπωρημένες»
κουβέρτες του. Εδώ και 7 μήνες μοιράζεται τον ίδιο χώρο μαζί με τον
80χρονο φίλο του και άλλα 8 άτομα. Στους δρόμους βρίσκεται τα τελευταία
13 χρόνια. «Μες στη βροχή, μέσα στο κρύο, μέσα στη λάσπη. Είναι μεγάλη
ιστορία πώς έφτασα εδώ. Ημουν παντρεμένος στο παρελθόν και δούλευα».
Τώρα κοιμάται συντροφιά με μια γυναίκα, την κυρία Γεωργία. «Ο ένας στη
μια γωνιά, ο άλλος στην άλλη. Περιμένω έναν ξενώνα να μπω μέσα. Τα πόδια
μου δεν με κρατάνε. Εχω καταρράκτη. Κάθε πρωί διπλώνουμε τα σκεπάσματά
μας σε μια μαύρη σακούλα και τα καταχωνιάζουμε να μη μας τα κλέψουν».
Αυτή είναι η καθημερινότητα του.
Πληγωμένος
Ο κύριος Γιώργος δείχνει πολύ πληγωμένος από τη συγκατοίκησή του με το
κομματικό επιτελείο της Κουμουνδούρου. «Δεν ασχολούνται μαζί μας. Σε
βλέπουν και σου λένε “σήκω φύγε από δω”. Και “τι θέλετε εδώ πέρα, το
έχετε κάνει όπως θέλετε”». Δεν θέλει όμως να εκθέσει τα πρόσωπα που του
απευθύνθηκαν με αυτό τον τρόπο. «Οι άνθρωποι αυτοί έχουν τα κρεβάτια
τους και κοιμούνται στη ζέστη και στα παπλώματά τους και δεν τους
ενδιαφέρει για τους έξω που δεν έχουν μια κουβέρτα ούτε να κουκουλωθούν.
Μπορεί να χρωστάς, μπορεί για τον α' ή β' λόγο να βρέθηκες στον δρόμο.
Πάει να πει ότι επειδή έμεινες άστεγος πρέπει να σε κλοτσάμε να πας πιο
κάτω;». Και συνεχίζει: «Εγώ δεν ζητάω κάτι. Ομως τόσον καιρό δεν μας
έχουν δώσει κάτι. Τίποτα. Οχι τσάι ή καφέ, ούτε ένα τσιγάρο. Οχι μόνο σε
μένα, αλλά σε κανέναν μας».
Κουρασμένα πρόσωπα
Από το παράπηγμα του κύριου Ανδρέα περνά και η κυρία Ρίτα να πει μια
καλημέρα. Τρεμάμενη η φωνή της, σίγουρη όμως πως κάτω από τους σωρούς
από τα χαρτόνια και τα νάιλον η ανθρώπινη ύπαρξη συνεχίζει τη μάχη της.
Κρατά σφιχτά μια σμπαραλιασμένη καρό ομπρέλα - λες και φοβάται ότι θα
χάσει το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο. Ασορτί με το βασανισμένο της
κορμί και το αυλακωμένο της πρόσωπο.
Τρία χρόνια τώρα το πεζοδρόμιο απέναντι από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ είναι
το σπίτι της. Γνώριμη φιγούρα σε όσους εκκλησιάζονται στους Αγίους
Αναργύρους. Δύο πακέτα χαρτομάντιλα στα ροζιασμένα χέρια της το
διαβατήριο για να κερδίσει ελάχιστα ευρώ που θα της απαλύνουν τον πόνο.
«Τις στεγνές μέρες κοιμάμαι δίπλα στον κύριο Ανδρέα. Μας έχει δώσει και
μερικές κουβέρτες και βολευόμαστε», μας λέει. Οταν βρέχει κοιμάται
κουλουριασμένη κάτω από ένα μπαλκόνι στο διπλανό στενό. Αλλάζει
κουβέντα.
Ο σύντομος μονόλογός της έχει συναισθηματική φόρτιση: «Μπορείς να το
πεις και παράπονο. Εναν καφέ δεν μας έδωσαν τόσα χρόνια που είμαστε
απέναντί τους. Τίποτα απολύτως. Θα μου πεις, θα σε σώσει ένας καφές στην
κατάσταση που με βλέπεις; Οχι. Τα φετινά Χριστούγεννα τα περάσαμε με
ένα τσάι και ένα κρουασάν που μας έφεραν κάποια παιδιά. Εθελοντές».
Στον δρόμο μετά από 25 χρόνια δουλειάς
Οταν έκοψε η βροχή επισκέφτηκε το παράπηγμα και η κυρία Γεωργία, η παρέα
του κύριου Γιώργου τις παγωμένες νύχτες της Κουμουνδούρου. Μια γυναίκα
52 ετών της οποίας η μορφή παραπέμπει σε ηληκιωμένη φιγούρα. Εχει πάντα
στην αγκαλιά της την Καινή Διαθήκη, την οποία διαβάζει τις περισσότερες
ώρες της ημέρας. Δούλεψε 25 χρόνια στην οικογενειακή καντίνα. Εχασε τα
πάντα και βρέθηκε στον δρόμο. Ακούει το παράπονο
του συντρόφου της κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι της.
http://www.protothema.gr/greece/article/340693/poios-suriza-oute-tsigaro-den-mas-edosan/