Γράφει ο Σωτήριος Οικονόμου, Δάσκαλος-Συγγραφέας.
Ένας
ξένος περιηγητής, ο οποίος επισκέφθηκε επανειλημμένα την Ελλάδα τόσο
στην ύπαιθρο χώρα όσο και στην αστική αναφέρει μεταξύ των άλλων και τα
εξής που του προξένησαν ιδιαίτερη εντύπωση.
«Ήταν,
λέει, καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια ογδόντα.
Καθώς περνούσα από ένα πεδινό χωριό της Θεσσαλίας, είδα γυναίκες να
παρασκευάζουν διάφορα αγαθά όπως υφαντά, τυριά, σάλτσες κ.α. Όμως εκείνο
που μου προξένησε μεγάλη εντύπωση ήταν ο τρόπος του απλώματος ενός
ζυμαρικού επάνω σε πανί, λες και γινόταν ιεροτελεστία.
Αφού χαιρέτισα τη γυναίκα που έκανε αυτή την ενέργεια, ρώτησα.
- Τι είναι αυτό;
- Τραχανάς, μου είπε. Δεν τον γνωρίζεις;
- Όχι! Από πού να τον γνωρίζω, αφού στον τόπο μου δεν τον παρασκευάζουν. Και, δεν μου λες, τι τον κάνεις τώρα;
- Τι τον κάνω; Τον απλώνω στον ήλιο, για να στεγνώσει και μάλιστα πολλές φορές, με σκοπό να φύγει η υγρασία.
- Μετά;
- Θα τον μαζέψω μέσα σε ένα πάνινο σακούλι, ώστε να διατηρηθεί ως τον χειμώνα, όπου θα τον φάμε οικογενειακώς υπό μορφήν σούπας.
- Αλήθεια;
- Ναι! Πάντως, άμα ξανάρθεις τότε, έλα για να σε φιλέψουμε.
- Ευχαριστώ πολύ, είπα στην καλοσυνάτη αυτή κυρία και συνέχισα τον δρόμο μου.
Φεύγοντας, μονολόγησα:
- Τι λογικοί και απλοϊκοί στις κινήσεις τους άνθρωποι είναι αυτοί, που
είναι αυτάρκεις σε αγαθά, προνοούν για το μέλλον και φτάνουν σε σημείο
να απλώνουν ακόμα και τον τραχανά με πολλή ευλάβεια λες και είναι κάτι
το ιερό! Απ’ ότι φαίνεται πάντως, γι’ αυτούς είναι και το βιώνουν!
Πέρασαν πολλά χρόνια και το τελευταίο καλοκαίρι της δεκαετίας του ενενήντα επισκέφθηκα κάποια πόλη.
Κόντευε
μεσημέρι και οι αγουροξυπνημένοι θαμώνες μιας καφετερίας απολάμβαναν
τον καφέ τους, καθήμενοι στις καρέκλες του πεζόδρομου, κάνοντας μια
περίεργη για μένα συζήτηση. Όλοι μιλούσαν για δείκτες χρηματιστηριακών
τιμών και μεγάλα κέρδη. Κάποιοι μάλιστα έδιναν σε μακρινούς τους
συνομιλητές μονολεκτικές εντολές δια μέσου κινητού τηλεφώνου, όπως!
«Κλείσε», «Αγόρασε», «Πούλα»!
- Τι γίνεται εδώ, βρε παιδιά; Ρώτησα.
- Απλώνουμε το χρήμα, μου απάντησαν.
- Πώς το απλώνετε;
- Αγοράζοντας μετοχές εταιρειών εισηγμένων στο χρηματιστήριο.
- Γιατί, είστε τόσο πλούσιοι που δεν ξέρετε τι να κάνετε τα χρήματά σας;
- Όχι, παίζουμε αυτά που έχουμε, για να κερδίσουμε περισσότερα.
- Και, όσοι δεν έχουν;
- Πουλούν κάποιο ακίνητο ή δανείζονται από την τράπεζα.
- Και, τι θα τις κάνετε τις μετοχές;
- Θα τις πουλήσουμε ακριβότερα!
- Κοίτα, σκέφθηκα, μυαλό που διαθέτουν αυτοί οι άνθρωποι! Μάλλον θα έχουν σπουδάσει οικονομικές επιστήμες!
- Πάντως, άμα θέλεις , μου είπαν, μπορείς κι εσύ να αγοράσεις και να κερδίσεις. Εδώ όλοι μόνο κερδίζουν!
- Και, ποιος χάνει; Ρώτησα.
Απάντηση δεν έλαβα. Ύστερα όμως από ένα χρονικό διάστημα έμαθα ότι όλοι
αυτοί έχασαν, διότι άπλωσαν ασυλλόγιστα το χρήμα που κατείχαν,
κυριευμένοι από απληστία, με σκοπό να κερδίσουν, αλλά δεν πρόφθασαν,
διότι είχαν προβλέψει και το μάζεψαν για λογαριασμό τους λίγοι
επιτήδειοι.
-
Τι ευκολόπιστοι άνθρωποι! Μονολόγησα εκ των υστέρων. Έπεσαν από μόνοι
τους ως βορά στο στόμα των λύκων, θεωρώντας μάλιστα και τον εαυτό τους
σπουδαίο οικονομολόγο!
Έφυγα
και ξαναπέρασα μετά από πέντε χρόνια. Στην Ελλάδα τότε επικρατούσε
μεγάλος οργασμός σε έργα υποδομής και αθλητικά, λόγω των επικείμενων
Ολυμπιακών αγώνων.
Καθώς
βάδιζα στους δρόμους της πόλης, παρατήρησα ότι έξω από τις τράπεζες
υπήρχαν σχηματισμένες ουρές ανθρώπων. Στάθηκα μπροστά από μία και ρώτησα
κάποιον.
- Τι συμβαίνει και υπάρχει τόσος κόσμος, λες και περιμένει συσσίτιο σε περίοδο απόλυτης φτώχειας ή ξένης κατοχής;
- Δεν το ξέρεις;
- Όχι!
- Οι τράπεζες απλώνουν το συσσωρευμένο στα ταμεία τους χρήμα και το μοιράζουν στον κόσμο!
- Δηλαδή άμα περιμένω κι εγώ στην ουρά θα μου δώσουν;
- Θα σου δώσουν! Πώς δεν θα σου δώσουν! Ό,τι επιθυμείς! Εορτοδάνειο, διακοποδάνειο, στεγαστικό….
- Είναι εύκολο;
- Πώς δεν είναι! Άμα θα βάλεις υποθήκη κάποιο ακίνητο.
- Μα, εγώ δεν έχω, διότι δεν ζω εδώ.
- Ε, τότε βρες έναν εγγυητή για να υπογράψει.
- Λες να βρω. Ποιον να βρω;
- Υπάρχουν κορόιδα που βάζουν το κεφάλι στον τροβά χωρίς να το καταλάβουν ουκ ολίγα!
- Ναι, αλλά τα χρήματα λογικά κάποτε πρέπει να το επιστρέψω; Πότε όμως;
- Όποτε θέλεις! Ίσως και μετά από είκοσι και πλέον χρόνια!
- Τι λες; Εγώ τότε ίσως να έχω πεθάνει.
- Γι’ αυτό σκοτίζεσαι; Θα το αποπληρώσουν τα παιδιά σου!
- Α, εγώ δεν βάζω την οικογένειά μου σε τέτοιες περιπέτειες, είπα και
έφυγα προβληματισμένος για τον τρόπο σκέψης και ενέργειας εκείνων των
ανθρώπων.
Ένιωθα μια παράξενη έλξη από τούτον τον τόπο, των πολλών αντιθέσεων,
των ακραίων ενεργειών και των απρόβλεπτων καταστάσεων. Αυτόν που είχε
μετατρέψει την νύχτα σε ημέρα και λειτουργούσε ως απέραντο ξενυχτάδικο,
παρόλο που ζούσε με δανεικά. Έτσι, λοιπόν, έλαβα την απόφαση να τον
επισκεφτώ μετά από κάποια χρόνια για τελευταία φορά στη ζωή μου.
Τότε
όμως δεν είδα γυναίκες-παραγωγούς να απλώνουν τον τραχανά ούτε παίχτες
του χρηματιστηρίου και τράπεζες να απλώνουν το χρήμα.
Είδα
κάτι φοβερό. Είδα καταβεβλημένους ανθρώπους με καταρρακωμένη την
αξιοπρέπεια να είναι επαίτες και να ζητιανεύουν στους δρόμους με
απλωμένη την παλάμη του χεριού , εκλιπαρώντας τους περαστικούς να τους
ελεήσουν! Και τους περαστικούς από την άλλη μεριά να μονολογούν
απευχόμενοι, ώστε να μην έρθει και η δική τους σειρά!
-
Τι χώρα κι αυτή! Είπα. Από την παραγωγή αγαθών πέρασε στον τζόγο, από
κει στον άκρατο καταναλωτισμό του πλαστικού χρήματος και τέλος κατέληξε
στην επαιτεία!
-
Πού είναι η προνοητικότητα, η υπερηφάνεια, η εξυπνάδα και η μαγκιά;
Μήπως πήγαν περίπατο στο λιβάδι της καπιταλιστικής απάτης, όπου οι
τσοπάνηδες βόσκουν τα γομάρια σαμαρωμένα και φορτωμένα, προσφέροντάς τα
την τροφή με το δελτίο υπό μορφήν συσσιτίου και βαρώντας τα με την
φορτωτήρα, χωρίς αυτά να αντιδρούν;
Αλλά
και, πότε επιτέλους αυτά θα ταρακουνηθούν και θα κλοτσήσουν τους
σαλαγητές τους, ώστε να απελευθερωθούν από το επαχθές φορτίο;
Η Ιστορία λέει, ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή. Αρκεί μόνο να το θελήσουν!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου