Η
μακαρία Ευδοκία εξαπατήθηκε από τον Θεοδόσιο και ακολούθησε τις
δοξασίες του. Γι’ αυτό και αποχωρίσθηκε από την εκκλησιαστική κοινωνία
της καθολικής ορθοδόξου Εκκλησίας.
Κατέβαλε και κάθε προσπάθεια για να επικρατήσουν και οργανωθούν οι Αποσχίται και αγωνιζόταν κατά των ορθοδόξων. Γι’ αυτό κι’ όλοι οι μοναχοί της αγίας πόλεως και της ερήμου των Ιεροσολύμων ακολούθησαν την αποστασία, μολονότι ο Θεοδόσιος είχε διωχθή και στο θρόνο βρισκόταν ο Ιουβενάλιος.
Αυτή, λοιπόν, έλαβε πολλές επιστολές και από τον αδελφό της Ουαλέριο και από τον άνδρα της θυγατέρας της να απομακρυνθή από την αίρεσι των Ευτυχιανιστών και να συνταχθή με την πίστι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ετόνιζαν δε αυτό ιδιαίτερα και λόγω των θλιβερών γεγονότων που είχαν συμβή στην οικογένειά της, δηλαδή τον φόνο του γαμπρού της στη Ρώμη και στη συνέχεια την αιχμαλωσία της κόρης της και των εγγονών της στην Αφρική.
Εκείνη όμως στενοχωριόταν κι’ εδίσταζε και δεν ήθελε να παραβιάση τη συνείδησί της ένεκα των συγγενών της και να προδώση την ορθή, όπως νόμιζε, πίστι της. Γι’ αυτό σκέφθηκε να επικοινωνήση με θεοφόρους άνδρες και από αυτούς να μάθη καλά την ορθή πίστι. Προς τον σκοπό αυτό στέλνει τον πολύ ενάρετο χωρεπίσκοπο Αναστάσιο μαζί με μερικούς άλλους στην Αντιόχεια στον άγιο Συμεών το στυλίτη, που ήταν ονομαστός σ’ όλην την οικουμένη κι’ έλαμπε με τις αρετές του.
Αφού του έγραφε τις δικές της σκέψεις γύρω από το θέμα της ορθής πίστεως, τον παρακαλούσε να λάβη τη θεάρεστη γνώμη του. Ο άγιος Συμεών της απάντησε τα εξής:
Γνώριζε ότι ό διάβολος βλέποντας τον πλούτο των αρετών σου, ζήτησε να σε κοσκινίση σαν το σιτάρι. Κι’ εκείνος ο Θεοδόσιος, ο διαφθορεύς της ορθής πίστεως, που έγινε δοχείο και όργανο του πονηρού, σου θόλωσε το νου και διατάραξε την ψυχή σου, που αγαπά και αγαπάται από τον Θεό. Αλλά έχε θάρρος, γιατί η πίστι σου δεν χάθηκε. Εγώ όμως απόρησα για τούτο: Ενώ έχεις κοντά σου την πηγή, την αγνοείς. Κι’ έτρεξες τόσο μακρυά για ν’ αντλήσης πνευματικό νερό. Κοντά σου, λοιπόν, έχεις τον θεοφόρο Ευθύμιο. Ακολούθησε τις δικές του διδασκαλίες και νουθεσίες και θα σωθής.
Αφού άκουσε αυτά η μακαριστή Ευδοκία, δεν έδειξε καμμιά αμέλεια. Πρώτα απ’ όλα έμαθε ότι ο μέγας Ευθύμιος δεν δέχεται να πάη σε καμμία πόλι. Έπειτα πήγε στο ψηλότερο μέρος της ανατολικής ερήμου, τριάντα περίπου στάδια (5.500 μ. περίπου) νοτιώτερα από τη Λαύρα του αγίου και εκεί οικοδόμησε έναν πύργο, επειδή επιθυμούσε ν’ απολαμβάνη από εκεί πιο συχνά τις διδαχές του αγίου. Έστειλε δε τον σταυροφύλακα Κοσμά και τον χωρεπίσκοπο Αναστάσιο να τον αναζητήσουν.
Αυτοί ήλθαν στη Λαύρα, αλλά δεν τον βρήκαν. Αφού έμαθαν ότι βρισκόταν στον Ρουβά, πήραν μαζί τους τον μακαριστό Θεόκτιστο και πήγαν να τον συναντήσουν εκεί. Και αφού τον παρακάλεσαν πολύ και με πολλά λόγια, τον έπεισαν και τον έφεραν προς την Ευδοκία, στον πύργο που εκείνη έκτισε και σήμερα έχει ιδρυθή εκεί η μονή του Σχολαρίου.
Όταν είδε τον άγιο Ευθύμιο η Ευδοκία, εγέμισε από χαρά. Έτρεξε, τον προσκύνησε και του είπε. Τώρα γνωρίζω ότι με επισκέφθηκε την ανάξια ο Θεός με τη δική σου παρουσία. Και ο άγιος γέροντας, αφού την ευλόγησε, της είπε: Πρόσεχε, παιδί μου, τον εαυτό σου από δω και πέρα. Για να παρασυρθής και ν’ ακολουθήσης την πονηρή δοξασία του Θεοδοσίου, σου συνέβησαν τα κακά και ολέθρια γεγονότα της Ιταλίας. Απομακρύνσου από την κακοδοξία.
Και όπως δέχεσαι την πίστι των τριών Οικουμενικών Συνόδων, της Νικαίας που συνήλθε κατά του Αρείου, της Κωνσταντινουπόλεως κατά του Μακεδονίου και της Εφέσου κατά του Νεστορίου, έτσι να δεχθής και τον όρο που διακήρυξε η Σύνοδος που συνήλθε στη Χαλκηδόνα. Αφού απομακρυνθής από την επικοινωνία του Διοσκούρου, να συνταχθής με το μέρος του Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου και να έχης μαζί του εκκλησιαστική επικοινωνία.
Αφού είπε αυτά και προσευχήθηκε γι’ αυτήν και της έδωσε διάφορες συμβουλές, αναχώρησε. Εκείνη εθαύμασε πολύ την αρετή του αγίου. Και όσα της είπε, αμέσως και έμπρακτα τα εφάρμοσε, με τη συναίσθησι ότι τα άκουσε από το στόμα του Θεού. Αμέσως πήγε στα Ιεροσόλυμα και διά μέσου των πρεσβυτέρων Κοσμά και Αναστασίου επικοινώνησε με τον Αρχιεπίσκοπο και συντάχθηκε με την πίστι της Ορθοδόξου Εκκλησίας και απέκτησε την εκκλησιαστική κοινωνία. Το παράδειγμά της ακολούθησαν και πολλοί άλλοι, ένα πλήθος από λαϊκούς και μοναχούς, που είχαν πλανηθή από τον Θεοδόσιο1.
1. Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Ευθυμίου του Μεγάλου, Άνθη της ερήμου 3, Εκδόσεις «Ζύμη»
Κατέβαλε και κάθε προσπάθεια για να επικρατήσουν και οργανωθούν οι Αποσχίται και αγωνιζόταν κατά των ορθοδόξων. Γι’ αυτό κι’ όλοι οι μοναχοί της αγίας πόλεως και της ερήμου των Ιεροσολύμων ακολούθησαν την αποστασία, μολονότι ο Θεοδόσιος είχε διωχθή και στο θρόνο βρισκόταν ο Ιουβενάλιος.
Αυτή, λοιπόν, έλαβε πολλές επιστολές και από τον αδελφό της Ουαλέριο και από τον άνδρα της θυγατέρας της να απομακρυνθή από την αίρεσι των Ευτυχιανιστών και να συνταχθή με την πίστι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ετόνιζαν δε αυτό ιδιαίτερα και λόγω των θλιβερών γεγονότων που είχαν συμβή στην οικογένειά της, δηλαδή τον φόνο του γαμπρού της στη Ρώμη και στη συνέχεια την αιχμαλωσία της κόρης της και των εγγονών της στην Αφρική.
Εκείνη όμως στενοχωριόταν κι’ εδίσταζε και δεν ήθελε να παραβιάση τη συνείδησί της ένεκα των συγγενών της και να προδώση την ορθή, όπως νόμιζε, πίστι της. Γι’ αυτό σκέφθηκε να επικοινωνήση με θεοφόρους άνδρες και από αυτούς να μάθη καλά την ορθή πίστι. Προς τον σκοπό αυτό στέλνει τον πολύ ενάρετο χωρεπίσκοπο Αναστάσιο μαζί με μερικούς άλλους στην Αντιόχεια στον άγιο Συμεών το στυλίτη, που ήταν ονομαστός σ’ όλην την οικουμένη κι’ έλαμπε με τις αρετές του.
Αφού του έγραφε τις δικές της σκέψεις γύρω από το θέμα της ορθής πίστεως, τον παρακαλούσε να λάβη τη θεάρεστη γνώμη του. Ο άγιος Συμεών της απάντησε τα εξής:
Γνώριζε ότι ό διάβολος βλέποντας τον πλούτο των αρετών σου, ζήτησε να σε κοσκινίση σαν το σιτάρι. Κι’ εκείνος ο Θεοδόσιος, ο διαφθορεύς της ορθής πίστεως, που έγινε δοχείο και όργανο του πονηρού, σου θόλωσε το νου και διατάραξε την ψυχή σου, που αγαπά και αγαπάται από τον Θεό. Αλλά έχε θάρρος, γιατί η πίστι σου δεν χάθηκε. Εγώ όμως απόρησα για τούτο: Ενώ έχεις κοντά σου την πηγή, την αγνοείς. Κι’ έτρεξες τόσο μακρυά για ν’ αντλήσης πνευματικό νερό. Κοντά σου, λοιπόν, έχεις τον θεοφόρο Ευθύμιο. Ακολούθησε τις δικές του διδασκαλίες και νουθεσίες και θα σωθής.
Αφού άκουσε αυτά η μακαριστή Ευδοκία, δεν έδειξε καμμιά αμέλεια. Πρώτα απ’ όλα έμαθε ότι ο μέγας Ευθύμιος δεν δέχεται να πάη σε καμμία πόλι. Έπειτα πήγε στο ψηλότερο μέρος της ανατολικής ερήμου, τριάντα περίπου στάδια (5.500 μ. περίπου) νοτιώτερα από τη Λαύρα του αγίου και εκεί οικοδόμησε έναν πύργο, επειδή επιθυμούσε ν’ απολαμβάνη από εκεί πιο συχνά τις διδαχές του αγίου. Έστειλε δε τον σταυροφύλακα Κοσμά και τον χωρεπίσκοπο Αναστάσιο να τον αναζητήσουν.
Αυτοί ήλθαν στη Λαύρα, αλλά δεν τον βρήκαν. Αφού έμαθαν ότι βρισκόταν στον Ρουβά, πήραν μαζί τους τον μακαριστό Θεόκτιστο και πήγαν να τον συναντήσουν εκεί. Και αφού τον παρακάλεσαν πολύ και με πολλά λόγια, τον έπεισαν και τον έφεραν προς την Ευδοκία, στον πύργο που εκείνη έκτισε και σήμερα έχει ιδρυθή εκεί η μονή του Σχολαρίου.
Όταν είδε τον άγιο Ευθύμιο η Ευδοκία, εγέμισε από χαρά. Έτρεξε, τον προσκύνησε και του είπε. Τώρα γνωρίζω ότι με επισκέφθηκε την ανάξια ο Θεός με τη δική σου παρουσία. Και ο άγιος γέροντας, αφού την ευλόγησε, της είπε: Πρόσεχε, παιδί μου, τον εαυτό σου από δω και πέρα. Για να παρασυρθής και ν’ ακολουθήσης την πονηρή δοξασία του Θεοδοσίου, σου συνέβησαν τα κακά και ολέθρια γεγονότα της Ιταλίας. Απομακρύνσου από την κακοδοξία.
Και όπως δέχεσαι την πίστι των τριών Οικουμενικών Συνόδων, της Νικαίας που συνήλθε κατά του Αρείου, της Κωνσταντινουπόλεως κατά του Μακεδονίου και της Εφέσου κατά του Νεστορίου, έτσι να δεχθής και τον όρο που διακήρυξε η Σύνοδος που συνήλθε στη Χαλκηδόνα. Αφού απομακρυνθής από την επικοινωνία του Διοσκούρου, να συνταχθής με το μέρος του Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου και να έχης μαζί του εκκλησιαστική επικοινωνία.
Αφού είπε αυτά και προσευχήθηκε γι’ αυτήν και της έδωσε διάφορες συμβουλές, αναχώρησε. Εκείνη εθαύμασε πολύ την αρετή του αγίου. Και όσα της είπε, αμέσως και έμπρακτα τα εφάρμοσε, με τη συναίσθησι ότι τα άκουσε από το στόμα του Θεού. Αμέσως πήγε στα Ιεροσόλυμα και διά μέσου των πρεσβυτέρων Κοσμά και Αναστασίου επικοινώνησε με τον Αρχιεπίσκοπο και συντάχθηκε με την πίστι της Ορθοδόξου Εκκλησίας και απέκτησε την εκκλησιαστική κοινωνία. Το παράδειγμά της ακολούθησαν και πολλοί άλλοι, ένα πλήθος από λαϊκούς και μοναχούς, που είχαν πλανηθή από τον Θεοδόσιο1.
1. Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Ευθυμίου του Μεγάλου, Άνθη της ερήμου 3, Εκδόσεις «Ζύμη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου