Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 ήταν απολύτως βέβαιο ότι θα έδινε στην Τουρκία το πρόσχημα να εισβάλει στην Κύπρο. Το απόγευμα της 19ης Ιουλίου, στις 17:00 μ.μ., ο τουρκικός αποβατικός στόλος διατασσόταν από τον Αρχηγό του Τουρκικού Στρατού να αρχίσει την επιχείρηση Αττίλας Ι. Μισή ώρα αργότερα, η βρετανική τηλεόραση παρουσίαζε τον τουρκικό στόλο να αποπλέει από τη Μερσίνα. Στις 5:20 τα ξημερώματα τις 20ής Ιουλίου άρχισε η απόβαση των τουρκικών δυνάμεων στο Πέντε Μίλι. Το ίδιο χρονικό διάστημα άρχιζαν οι βομβαρδισμοί της τουρκικής αεροπορίας και η ρίψη αλεξιπτωτιστών.
Το σχέδιο «Κ» -που ήταν το σχέδιο άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας και το οποίο θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί αυτόματα με διαταγή του Γ.Ε.Ε.Φ., όσον αφορά στις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς- ενεργοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση στις 8:40 π.μ. από το ΑΕΔ και τον Υποστράτηγο Χανιώτη στην Αθήνα. Όμως οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς δεν βρίσκονταν στους χώρους στάθμευσής τους. Είχαν μετακινηθεί για τους σκοπούς και τις ανάγκες του πραξικοπήματος.
Το πρωινό της 20ής Ιουλίου 1974 βρίσκει την ηγεσία του Γ.Ε.Ε.Φ., με επικεφαλής τον ταξίαρχο Γιωργίτση, σε πλήρη αδυναμία να διαχειριστεί την επερχόμενη κρίση. Με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί καμία συγκεκριμένη διαταγή, ούτε να ασκηθεί αποτελεσματικός επιχειρησιακός έλεγχος από το Γ.Ε.Ε.Φ. Επιπλέον, ήταν έκδηλη η έλλειψη ηθικού σε όλα τα επίπεδα της Εθνικής Φρουράς, αλλά και η πλήρης αποδιοργάνωση διατάξεως μάχης των πλείστων μονάδων της δύναμης.
Από την ώρα εκδήλωσης της τουρκικής εισβολής επικρατεί χάος. Το πρωί της 23ης Ιουλίου και κάτω από το βάρος των τεράστιων ευθυνών τους, ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος και οι Αρχηγοί των τριών όπλων αποφασίζουν να προτείνουν στον «Πρόεδρο» Γκιζίκη την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς. Ο Γκιζίκης συμφωνεί και σε κοινή σύσκεψη, στην παρουσία και του Ιωαννίδη, ο οποίος διαφωνεί, αποφασίζεται σύγκληση κοινής σύσκεψης της χουντικής ηγεσίας με τους πολιτικούς Π. Κανελλόπουλο, Γ. Μαύρο, Ε. Αβέρωφ, Αθανασιάδη-Νόβα, Σ. Μαρκεζίνη και Ξ. Ζολώτα. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε να ορκιστεί Πρωθυπουργός ο Π. Κανελλόπουλος και Αντιπρόεδρος ο Γ. Μαύρος.
Απόφαση που αλλάζει, περιέργως, μετά από εισήγηση του Αβέρωφ προς τον Γκιζίκη και τους τρεις Αρχηγούς των όπλων. Στις 24 Ιουλίου 1974 και ώρα 4 π.μ. ορκίζεται Πρωθυπουργός ο Κ. Καραμανλής. Η μεταπολιτευτική περίοδος για την Ελλάδα αρχίζει, ενώ οι τουρκικές δυνάμεις -παρά τη συμφωνηθείσα εκεχειρία της 22ας Ιουλίου, που σύνηψε από ελληνικής πλευράς ο Ναύαρχος Αραπάκης- συνεχίζουν την προέλασή τους.
Ο Κ. Καραμανλής, ως Πρωθυπουργός πλέον της χώρας, δεν προχώρησε στην άμεση αντικατάσταση της χουντικής στρατιωτικής ηγεσίας. Τις απόψεις και θέσεις τής οποίας φαίνεται ότι υιοθετεί στο στρατιωτικό σκέλος της διαχείρισης του Κυπριακού. Με αποτέλεσμα, μέρος της ευθύνης για την κυπριακή τραγωδία και τις συνέπειες του Αττίλα ΙΙ να βαραίνει τον ίδιο, αλλά και τον τότε υπουργό Άμυνας Ε. Αβέρωφ. Πιο συγκεκριμένα, ο Καραμανλής υιοθετεί, την περίοδο εκείνη, τη θέση της χουντικής ηγεσίας ότι είναι αδύνατη η αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων στην Κύπρο.
Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα γίνεται αποδέκτης σημάτων από την Κύπρο, για αποστολή πολεμικού υλικού και αντιαρματικών όπλων. Επίσης, δεν αποστέλλονται στην Κύπρο μικρές επίλεκτες δυνάμεις με ελαφρύ οπλισμό. Κάτι που θα συνέβαλλε στην τόνωση του ηθικού των μαχόμενων στην Κύπρο δυνάμεων. Θα επιβράδυνε δε τη δημιουργία του τουρκικού προγεφυρώματος. Με αποτέλεσμα, να δοθεί χρόνος για διπλωματική δράση. Αντί αυτού, δίνουν εντολή στη διοίκηση του Γ.Ε.Ε.Φ. για υποχώρηση. Δηλαδή παράδοση των ελληνικών εδαφών στους Τούρκους. Το γεγονός αυτό, ανέχθηκε τόσο ο Καραμανλή όσο και ο Αβέρωφ, ο οποίος ήταν ταυτισμένος πλήρως με τη θέση των χουντικών αρχηγών.
Ο Αβέρωφ ανέκαθεν ήταν θιασώτης της άποψης ότι η Κύπρος ήταν μακριά. Ήταν ο πολιτικός που επικρότησε την αποχώρηση της Μεραρχίας από την Κύπρο το 1967. Ήταν αυτός που, ως Υ.ΕΘ.Α, δεν παρακολούθησε την εκτέλεση της απόφασης του Κ. Καραμανλή της 3ης Αυγούστου 1974, έντεκα μέρες πριν από την έναρξη του Αττίλα ΙΙ, για συγκρότηση Μεραρχίας η οποία θα απεστέλλετο στο νησί.
Οι απόψεις του Αντιστράτηγου Επιτήδειου και του Στρατηγού Καραγιάννη, Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, από τις 6 Αυγούστου 1974, συγκλίνουν στο ότι, αν αποστέλλονταν στο νησί μικρές επίλεκτες μονάδες με ελαφρύ οπλισμό και αντιαρματικά όπλα, θα ήταν δυνατή η σαρανταοκτάωρη άμυνα που ζήτησε ο Καραμανλής στις 13 Ιουλίου 1974. Χρονικό διάστημα που θα αξιοποιείτο δεόντως στο διπλωματικό τομέα. Θα σωζόταν δε η πόλη της Αμμοχώστου, για την οποία δεν καταρτίστηκε κανένα ειδικό σχέδιο άμυνας.
Οι ευθύνες της χούντας για το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 είναι τεράστιες. Όμως οι ευθύνες της χουντικής ηγεσίας, δυστυχώς, δεν τελειώνουν με την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου. Οι μεθοδεύσεις και η συνεχής υπονόμευση του Πρωθυπουργού της χώρας συνεχίζονται με τη συνενοχή του Υ.ΕΘ.Α. Ε. Αβέρωφ. Αποτελεί χρέος, λοιπόν, της επιτροπής της Κυπριακής Βουλής για το Φάκελο της Κύπρου, η ενδελεχής διερεύνηση και της περιόδου από την 23η Ιουλίου μέχρι τις 16 Αυγούστου και τον Αττίλα ΙΙ.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΩΚΟΥ
Μέλος Πολιτικού Γραφείου Δημοκρατικού Συναγερμού
Σημερινή
Το σχέδιο «Κ» -που ήταν το σχέδιο άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας και το οποίο θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί αυτόματα με διαταγή του Γ.Ε.Ε.Φ., όσον αφορά στις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς- ενεργοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση στις 8:40 π.μ. από το ΑΕΔ και τον Υποστράτηγο Χανιώτη στην Αθήνα. Όμως οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς δεν βρίσκονταν στους χώρους στάθμευσής τους. Είχαν μετακινηθεί για τους σκοπούς και τις ανάγκες του πραξικοπήματος.
Το πρωινό της 20ής Ιουλίου 1974 βρίσκει την ηγεσία του Γ.Ε.Ε.Φ., με επικεφαλής τον ταξίαρχο Γιωργίτση, σε πλήρη αδυναμία να διαχειριστεί την επερχόμενη κρίση. Με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί καμία συγκεκριμένη διαταγή, ούτε να ασκηθεί αποτελεσματικός επιχειρησιακός έλεγχος από το Γ.Ε.Ε.Φ. Επιπλέον, ήταν έκδηλη η έλλειψη ηθικού σε όλα τα επίπεδα της Εθνικής Φρουράς, αλλά και η πλήρης αποδιοργάνωση διατάξεως μάχης των πλείστων μονάδων της δύναμης.
Από την ώρα εκδήλωσης της τουρκικής εισβολής επικρατεί χάος. Το πρωί της 23ης Ιουλίου και κάτω από το βάρος των τεράστιων ευθυνών τους, ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος και οι Αρχηγοί των τριών όπλων αποφασίζουν να προτείνουν στον «Πρόεδρο» Γκιζίκη την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς. Ο Γκιζίκης συμφωνεί και σε κοινή σύσκεψη, στην παρουσία και του Ιωαννίδη, ο οποίος διαφωνεί, αποφασίζεται σύγκληση κοινής σύσκεψης της χουντικής ηγεσίας με τους πολιτικούς Π. Κανελλόπουλο, Γ. Μαύρο, Ε. Αβέρωφ, Αθανασιάδη-Νόβα, Σ. Μαρκεζίνη και Ξ. Ζολώτα. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε να ορκιστεί Πρωθυπουργός ο Π. Κανελλόπουλος και Αντιπρόεδρος ο Γ. Μαύρος.
Απόφαση που αλλάζει, περιέργως, μετά από εισήγηση του Αβέρωφ προς τον Γκιζίκη και τους τρεις Αρχηγούς των όπλων. Στις 24 Ιουλίου 1974 και ώρα 4 π.μ. ορκίζεται Πρωθυπουργός ο Κ. Καραμανλής. Η μεταπολιτευτική περίοδος για την Ελλάδα αρχίζει, ενώ οι τουρκικές δυνάμεις -παρά τη συμφωνηθείσα εκεχειρία της 22ας Ιουλίου, που σύνηψε από ελληνικής πλευράς ο Ναύαρχος Αραπάκης- συνεχίζουν την προέλασή τους.
Ο Κ. Καραμανλής, ως Πρωθυπουργός πλέον της χώρας, δεν προχώρησε στην άμεση αντικατάσταση της χουντικής στρατιωτικής ηγεσίας. Τις απόψεις και θέσεις τής οποίας φαίνεται ότι υιοθετεί στο στρατιωτικό σκέλος της διαχείρισης του Κυπριακού. Με αποτέλεσμα, μέρος της ευθύνης για την κυπριακή τραγωδία και τις συνέπειες του Αττίλα ΙΙ να βαραίνει τον ίδιο, αλλά και τον τότε υπουργό Άμυνας Ε. Αβέρωφ. Πιο συγκεκριμένα, ο Καραμανλής υιοθετεί, την περίοδο εκείνη, τη θέση της χουντικής ηγεσίας ότι είναι αδύνατη η αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων στην Κύπρο.
Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα γίνεται αποδέκτης σημάτων από την Κύπρο, για αποστολή πολεμικού υλικού και αντιαρματικών όπλων. Επίσης, δεν αποστέλλονται στην Κύπρο μικρές επίλεκτες δυνάμεις με ελαφρύ οπλισμό. Κάτι που θα συνέβαλλε στην τόνωση του ηθικού των μαχόμενων στην Κύπρο δυνάμεων. Θα επιβράδυνε δε τη δημιουργία του τουρκικού προγεφυρώματος. Με αποτέλεσμα, να δοθεί χρόνος για διπλωματική δράση. Αντί αυτού, δίνουν εντολή στη διοίκηση του Γ.Ε.Ε.Φ. για υποχώρηση. Δηλαδή παράδοση των ελληνικών εδαφών στους Τούρκους. Το γεγονός αυτό, ανέχθηκε τόσο ο Καραμανλή όσο και ο Αβέρωφ, ο οποίος ήταν ταυτισμένος πλήρως με τη θέση των χουντικών αρχηγών.
Ο Αβέρωφ ανέκαθεν ήταν θιασώτης της άποψης ότι η Κύπρος ήταν μακριά. Ήταν ο πολιτικός που επικρότησε την αποχώρηση της Μεραρχίας από την Κύπρο το 1967. Ήταν αυτός που, ως Υ.ΕΘ.Α, δεν παρακολούθησε την εκτέλεση της απόφασης του Κ. Καραμανλή της 3ης Αυγούστου 1974, έντεκα μέρες πριν από την έναρξη του Αττίλα ΙΙ, για συγκρότηση Μεραρχίας η οποία θα απεστέλλετο στο νησί.
Οι απόψεις του Αντιστράτηγου Επιτήδειου και του Στρατηγού Καραγιάννη, Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, από τις 6 Αυγούστου 1974, συγκλίνουν στο ότι, αν αποστέλλονταν στο νησί μικρές επίλεκτες μονάδες με ελαφρύ οπλισμό και αντιαρματικά όπλα, θα ήταν δυνατή η σαρανταοκτάωρη άμυνα που ζήτησε ο Καραμανλής στις 13 Ιουλίου 1974. Χρονικό διάστημα που θα αξιοποιείτο δεόντως στο διπλωματικό τομέα. Θα σωζόταν δε η πόλη της Αμμοχώστου, για την οποία δεν καταρτίστηκε κανένα ειδικό σχέδιο άμυνας.
Οι ευθύνες της χούντας για το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 είναι τεράστιες. Όμως οι ευθύνες της χουντικής ηγεσίας, δυστυχώς, δεν τελειώνουν με την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου. Οι μεθοδεύσεις και η συνεχής υπονόμευση του Πρωθυπουργού της χώρας συνεχίζονται με τη συνενοχή του Υ.ΕΘ.Α. Ε. Αβέρωφ. Αποτελεί χρέος, λοιπόν, της επιτροπής της Κυπριακής Βουλής για το Φάκελο της Κύπρου, η ενδελεχής διερεύνηση και της περιόδου από την 23η Ιουλίου μέχρι τις 16 Αυγούστου και τον Αττίλα ΙΙ.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΩΚΟΥ
Μέλος Πολιτικού Γραφείου Δημοκρατικού Συναγερμού
Σημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου