Ο διμέτωπος αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων και των Βούλγαρων
για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας και την Ένωσή της με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο Αγώνας της Ελληνικής Ανεξαρτησίας του 1821, άφησε τη Μακεδονία, όπως εξ' άλλου και άλλα μέρη της Ελλάδας (Δωδεκάνησα, Επτάνησα, Ήπειρος, Θεσσαλία, Θράκη, Κρήτη, Κύπρος, Νήσοι Ανατολικού Αιγαίου κ.α.), έξω από τα σύνορα του Ελληνικού Κράτους. Όμως οι Μακεδόνες ποτέ δεν έπαψαν να προσδοκούν την Απελευθέρωση της Μακεδονίας και την Ένωσή της με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι επαναστάσεις στην Μακεδονία διαδέχονται η μια την άλλη. Όμως, δυστυχώς, καμία τους δεν τελεσφόρησε.
Κατά τη διάρκεια του Τουρκο - Αιγυπτιακού Πολέμου (1839 - 1856) εκδηλώνονται νέα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία.
Με κλονιζόμενη την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, η Μακεδονία έγινε το "Μήλον της Έριδος" μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Ενδιαφέρον ιδιαίτερο - εκείνη την εποχή - είχε η Ρωσία με την επιθυμία της να βγει στη Μεσόγειο Θάλασσα και έτσι, να θέσει υπό την κηδεμονία της, την επίμαχο αυτή περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου. Ήδη από την εποχή του Ιβάν Γ' του Μεγάλου, Τσάρου της Ρωσίας (1438 - 1505), ο οποίος με τον γάμο του με την Σοφία Παλαιολογίνα, το 1472, συγγένεψε με την τελευταία Βυζαντινή Δυναστεία και έλαβε ως έμβλημά του τον δικέφαλο αετό, η Ρωσία εξεγείροντας διαρκώς τους ομόδοξους Έλληνες, επεδίωκε να γίνει ο φυσικός ... κληρονόμος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας! Μετά όμως τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των προσδοκιών των υπόδουλων Ελλήνων από την Ρωσία και την έναρξη του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας το 1821, ξέφυγε η Ελλάδα από την σφαίρα επιρροής της και η Ρωσία εστίασε τις προσπάθειές της στην αφύπνιση του σλαβικού στοιχείου στην ευρύτερη περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου.
Το 1848 λαμβάνει χώρα το Α' Πανσλαβικό Συνέδριο.
Για τα επόμενα σαράντα περίπου χρόνια, έως την έναρξη του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, το 1904, ο πληθυσμός της Μακεδονίας αγωνίσθηκε μόνος και αβοήθητος να διαφυλάξει την Ελληνικότητά του από τις διάφορες εχθρικές προπαγάνδες, πολύ πριν καταφθάσουν οι "Μακεδονομάχοι", οι γενναίοι αυτοί αγωνιστές από κάθε μέρος της Ελλάδας, και ν' αρχίσει η ένοπλη πια φάση του αγώνα αυτού, ο οποίος τερματίστηκε το Καλοκαίρι του 1908. Μιαν Ελληνικότητα την οποία οι Μακεδόνες, από τα πανάρχαια χρόνια, δεν έπαψαν ποτέ να δηλώνουν και να εκδηλώνουν την απόφασή τους να συμμεριστούν τη μοίρα του υπόλοιπου Ελληνισμού. Αυτό, το αποδεικνύουν οι θυσίες και οι αγώνες τους. Ας μην λησμονούμε άλλωστε ότι, κατά τον Ηρόδοτο, τα κυρίαρχα στοιχεία που καθορίζουν την Ελληνικότητα, ήταν το Όμαιμο, το Ομότροπο, το Ομόγλωσσο και το Ομόθρησκο, αξίες που ίσχυαν από την Ομηρική Εποχή, και ακόμη παλαιότερα, και οι οποίες ουσιαστικά, για το Ελληνικό Έθνος, ουδέποτε έπαψαν να υφίστανται, όσο και εάν γνώρισαν τη δόλια πολεμική ξένων προπαγανδιστών και των πάντοτε καιροφυλακτούντων μισελλήνων Ευρωπαίων.
Παράλληλα με την προώθηση από την Ρωσία του ανθελληνικού πανσλαβιστικού της σχεδίου, και η Τουρκία, για δικούς της λόγους, προβαίνει σε συνεχείς ανθελληνικές ενέργειες, επιδιώκοντας την διαίρεση των ορθόδοξων πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου και την αποδυνάμωση του πνευματικού τους κέντρου, δηλ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Ένα νέο επαναστατικό κίνημα ξεσπάει στην Μακεδονία στις 17 Μαρτίου 1854, όταν ο Τσάμης Καρατάσος αποβιβάζεται στο λιμάνι του Κουφού της Χαλκιδικής και καταλαμβάνει τη Συκιά, τη Νικήτη και τον Αγιο Νικόλαο. Η ήττα του όμως στον Πολύγυρο και στην Ιερισσό, βάζει τέλος στο κίνημα αυτό. Την ίδια τύχη έχει όμως και το κίνημα των Γρεβενών και της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας.
Οι ελπίδες των Μακεδόνων αναπτερώνονται κατά τη διάρκεια του Ρωσο - Τουρκικού Πολέμου (1876 - 1878).
Ένα νέο επαναστατικό κίνημα ξεσπάει στις 19 Φεβρουαρίου 1878, αυτή τη φορά με έδρα το Λιτόχωρο. Οι Τούρκοι όμως για άλλη μια φορά νικούν τους Έλληνες, τόσο στο Λιτόχωρο όσο και στη Ραψάλη.
Στο μεταξύ η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, σταδιακά επικεντρώθηκε στην ενίσχυση της ... Βουλγαρικής Συνείδησης, με πρόφαση την αυτονομία της Εκκλησίας της Βουλγαρίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και στη δημιουργία Βουλγαρικού Κράτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βουλγαρική Εθνική Συνείδηση είχε σχεδόν εξαλειφθεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, διότι δέσποζε τότε η ενότητα όλων των λαών της Χερσονήσου του Αίμου κάτω από την κοινή σκέπη της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ως πνευματικά τέκνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τώρα όμως και ιδίως μετά τον πρώτο αφυπνιστή του βουλγαρικού εθνοφυλετισμού, αγιορείτη Μοναχό Παϊσιο Βελιτκόφσκυ (1722-1789), που συνέγραψε το βιβλίο "Ιστορία Σλοβενοβουλγαρική του λαού των Βουλγάρων, των Τσάρων και των Αγίων" - το οποίο τυπώθηκε και διαδόθηκε το 1844, με σκοπό να προσδώσει στους Βούλγαρους "Εθνική Συνείδηση" - οι Ρώσοι εμπνευστές της εκκλησιαστικής Εξαρχίας, αφού αποκόπτουν πνευματικά τους Βούλγαρους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τους προσδένουν φυλετικά με τους Σλάβους, ενώ σύμφωνα με τους Εθνολόγους και τους Ιστορικούς, οι Βούλγαροι είναι λαός Τουρκο - Μογγολικής Καταγωγής, συγγενείς των Ούννων. Όμως οι πολιτικές σκοπιμότητες και τα πολιτικά συμφέροντα, επισκιάζουν την ιστορική πραγματικότητα!
Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση των Ελλήνων, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των επιδιώξεών τους.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι επαναστάσεις στην Μακεδονία διαδέχονται η μια την άλλη. Όμως, δυστυχώς, καμία τους δεν τελεσφόρησε.
Κατά τη διάρκεια του Τουρκο - Αιγυπτιακού Πολέμου (1839 - 1856) εκδηλώνονται νέα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία.
Με κλονιζόμενη την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, η Μακεδονία έγινε το "Μήλον της Έριδος" μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Ενδιαφέρον ιδιαίτερο - εκείνη την εποχή - είχε η Ρωσία με την επιθυμία της να βγει στη Μεσόγειο Θάλασσα και έτσι, να θέσει υπό την κηδεμονία της, την επίμαχο αυτή περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου. Ήδη από την εποχή του Ιβάν Γ' του Μεγάλου, Τσάρου της Ρωσίας (1438 - 1505), ο οποίος με τον γάμο του με την Σοφία Παλαιολογίνα, το 1472, συγγένεψε με την τελευταία Βυζαντινή Δυναστεία και έλαβε ως έμβλημά του τον δικέφαλο αετό, η Ρωσία εξεγείροντας διαρκώς τους ομόδοξους Έλληνες, επεδίωκε να γίνει ο φυσικός ... κληρονόμος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας! Μετά όμως τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των προσδοκιών των υπόδουλων Ελλήνων από την Ρωσία και την έναρξη του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας το 1821, ξέφυγε η Ελλάδα από την σφαίρα επιρροής της και η Ρωσία εστίασε τις προσπάθειές της στην αφύπνιση του σλαβικού στοιχείου στην ευρύτερη περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου.
Το 1848 λαμβάνει χώρα το Α' Πανσλαβικό Συνέδριο.
Για τα επόμενα σαράντα περίπου χρόνια, έως την έναρξη του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, το 1904, ο πληθυσμός της Μακεδονίας αγωνίσθηκε μόνος και αβοήθητος να διαφυλάξει την Ελληνικότητά του από τις διάφορες εχθρικές προπαγάνδες, πολύ πριν καταφθάσουν οι "Μακεδονομάχοι", οι γενναίοι αυτοί αγωνιστές από κάθε μέρος της Ελλάδας, και ν' αρχίσει η ένοπλη πια φάση του αγώνα αυτού, ο οποίος τερματίστηκε το Καλοκαίρι του 1908. Μιαν Ελληνικότητα την οποία οι Μακεδόνες, από τα πανάρχαια χρόνια, δεν έπαψαν ποτέ να δηλώνουν και να εκδηλώνουν την απόφασή τους να συμμεριστούν τη μοίρα του υπόλοιπου Ελληνισμού. Αυτό, το αποδεικνύουν οι θυσίες και οι αγώνες τους. Ας μην λησμονούμε άλλωστε ότι, κατά τον Ηρόδοτο, τα κυρίαρχα στοιχεία που καθορίζουν την Ελληνικότητα, ήταν το Όμαιμο, το Ομότροπο, το Ομόγλωσσο και το Ομόθρησκο, αξίες που ίσχυαν από την Ομηρική Εποχή, και ακόμη παλαιότερα, και οι οποίες ουσιαστικά, για το Ελληνικό Έθνος, ουδέποτε έπαψαν να υφίστανται, όσο και εάν γνώρισαν τη δόλια πολεμική ξένων προπαγανδιστών και των πάντοτε καιροφυλακτούντων μισελλήνων Ευρωπαίων.
Παράλληλα με την προώθηση από την Ρωσία του ανθελληνικού πανσλαβιστικού της σχεδίου, και η Τουρκία, για δικούς της λόγους, προβαίνει σε συνεχείς ανθελληνικές ενέργειες, επιδιώκοντας την διαίρεση των ορθόδοξων πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου και την αποδυνάμωση του πνευματικού τους κέντρου, δηλ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Ένα νέο επαναστατικό κίνημα ξεσπάει στην Μακεδονία στις 17 Μαρτίου 1854, όταν ο Τσάμης Καρατάσος αποβιβάζεται στο λιμάνι του Κουφού της Χαλκιδικής και καταλαμβάνει τη Συκιά, τη Νικήτη και τον Αγιο Νικόλαο. Η ήττα του όμως στον Πολύγυρο και στην Ιερισσό, βάζει τέλος στο κίνημα αυτό. Την ίδια τύχη έχει όμως και το κίνημα των Γρεβενών και της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας.
Οι ελπίδες των Μακεδόνων αναπτερώνονται κατά τη διάρκεια του Ρωσο - Τουρκικού Πολέμου (1876 - 1878).
Ένα νέο επαναστατικό κίνημα ξεσπάει στις 19 Φεβρουαρίου 1878, αυτή τη φορά με έδρα το Λιτόχωρο. Οι Τούρκοι όμως για άλλη μια φορά νικούν τους Έλληνες, τόσο στο Λιτόχωρο όσο και στη Ραψάλη.
Στο μεταξύ η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, σταδιακά επικεντρώθηκε στην ενίσχυση της ... Βουλγαρικής Συνείδησης, με πρόφαση την αυτονομία της Εκκλησίας της Βουλγαρίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και στη δημιουργία Βουλγαρικού Κράτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βουλγαρική Εθνική Συνείδηση είχε σχεδόν εξαλειφθεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, διότι δέσποζε τότε η ενότητα όλων των λαών της Χερσονήσου του Αίμου κάτω από την κοινή σκέπη της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ως πνευματικά τέκνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τώρα όμως και ιδίως μετά τον πρώτο αφυπνιστή του βουλγαρικού εθνοφυλετισμού, αγιορείτη Μοναχό Παϊσιο Βελιτκόφσκυ (1722-1789), που συνέγραψε το βιβλίο "Ιστορία Σλοβενοβουλγαρική του λαού των Βουλγάρων, των Τσάρων και των Αγίων" - το οποίο τυπώθηκε και διαδόθηκε το 1844, με σκοπό να προσδώσει στους Βούλγαρους "Εθνική Συνείδηση" - οι Ρώσοι εμπνευστές της εκκλησιαστικής Εξαρχίας, αφού αποκόπτουν πνευματικά τους Βούλγαρους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τους προσδένουν φυλετικά με τους Σλάβους, ενώ σύμφωνα με τους Εθνολόγους και τους Ιστορικούς, οι Βούλγαροι είναι λαός Τουρκο - Μογγολικής Καταγωγής, συγγενείς των Ούννων. Όμως οι πολιτικές σκοπιμότητες και τα πολιτικά συμφέροντα, επισκιάζουν την ιστορική πραγματικότητα!
Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση των Ελλήνων, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των επιδιώξεών τους.
Άσκηση Ευέλπιδων στο Πυροβολικό (Τη Φωτογραφία "τράβηξε" ο Π. Μελάς)
Σημαντικό γεγονός στάθηκε, χωρίς καμία αμφιβολία, το Σχίσμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας το 1870, που ονομάσθηκε τώρα "Εξαρχία", με αποδέσμευση όχι μόνο από τη θρησκευτική δικαιοδοσία, αλλά και το σημαντικότερο, από την πολιτική επιστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποδυναμώνοντάς το, σύμφωνα και με τις τουρκικές επιδιώξεις.
Έτσι με φιρμάνι του Οθωμανού σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ της 10ης Μαρτίου 1870, λαμβάνει χώρα το πρωτοφανές γεγονός της Ανακήρυξης της Βουλγαρικής Εξαρχίας, σύμφωνα με το άρθρο 10 του οποίου προβλέπεται η δυνατότητα επέκτασης του εξαρχάτου, πέρα από τις περιοχές που αναγνωρίσθηκαν ως εξαρχικές και σε άλλα μέρη, αν το σύνολο ή τα 2/3 τουλάχιστον των κατοίκων τους επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία. Το άρθρο αυτό, που έχει χαρακτηρισθεί ως "μακιαβελικής συλλήψεως" προετοίμαζε τη διαίρεση μεταξύ των χριστιανικών πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου και προωθούσε τον οξύ φυλετικό ανταγωνισμό. Ας σημειωθεί ότι το φιρμάνι είχε συντάξει ο Ρώσος Πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη Στρατηγός Ιγνάτιεφ, γνωστός μισέλληνας και θιασώτης του Πανσλαβισμού!
Η ίδρυση, έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, της Βουλγαρικής Εξαρχίας σήμαινε νίκη των Ρώσων εναντίον των Γάλλων, που είχαν προσπαθήσει και μέχρι ένα σημείο πετύχει, την προσέλκυσή της αναζητώντας εκκλησιαστική χειραφέτηση, από φυλετικό εθνικισμό επαρμένης Βουλγαρίας με το Βατικανό, με την Ουνία και τους Λαζαριστές Μοναχούς, οι οποίοι προωθούσαν την επιρροή του Ρωμαιο - Καθολικισμού στην Ελληνο - Ορθόδοξη Χερσόνησο του Αίμου. Γι' αυτό οι Άγγλοι φαίνονταν ικανοποιημένοι από την επιτυχία των Ρώσων. Άλλο τόσο ικανοποιημένοι ήσαν και οι Τούρκοι, που είχαν πετύχει τη διάσπαση της ενότητας των Ορθόδοξων Χριστιανών της Χερσονήσου του Αίμου.
Η σύσταση της Βουλγαρικής Εξαρχίας σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην Ιστορία της Μακεδονίας. Μια περίοδο που στιγματίζεται από την βίαιη και σφοδρή προσπάθεια των Βούλγαρων Κομιτατζήδων για την εθνολογική αλλοίωση της Ελληνικότητας της Μακεδονίας με απηνείς διώξεις και δολοφονίες Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν, εκείνος ο τυπικός διαχωρισμός των δυο Εκκλησιών, έγινε στην ουσία η αιτία διαχωρισμού των χριστιανικών πληθυσμών σε Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς. Ουσιαστικά πήρε τη μορφή εθνικής αντιπαράθεσης Ελλήνων και Βουλγάρων.
Αυτό λοιπόν, είναι και η απαρχή του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και τερματίστηκε το 1908, όταν θεσπίστηκε το Τουρκικό Σύνταγμα με το Κίνημα των Νεοτούρκων. Σ'αυτό το χρονικό διάστημα οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες και οι Τούρκοι Σωβινιστές, αποτελούν τους δύο κυριότερους εχθρούς των Μακεδόνων.
Έτσι με φιρμάνι του Οθωμανού σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ της 10ης Μαρτίου 1870, λαμβάνει χώρα το πρωτοφανές γεγονός της Ανακήρυξης της Βουλγαρικής Εξαρχίας, σύμφωνα με το άρθρο 10 του οποίου προβλέπεται η δυνατότητα επέκτασης του εξαρχάτου, πέρα από τις περιοχές που αναγνωρίσθηκαν ως εξαρχικές και σε άλλα μέρη, αν το σύνολο ή τα 2/3 τουλάχιστον των κατοίκων τους επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία. Το άρθρο αυτό, που έχει χαρακτηρισθεί ως "μακιαβελικής συλλήψεως" προετοίμαζε τη διαίρεση μεταξύ των χριστιανικών πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου και προωθούσε τον οξύ φυλετικό ανταγωνισμό. Ας σημειωθεί ότι το φιρμάνι είχε συντάξει ο Ρώσος Πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη Στρατηγός Ιγνάτιεφ, γνωστός μισέλληνας και θιασώτης του Πανσλαβισμού!
Η ίδρυση, έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, της Βουλγαρικής Εξαρχίας σήμαινε νίκη των Ρώσων εναντίον των Γάλλων, που είχαν προσπαθήσει και μέχρι ένα σημείο πετύχει, την προσέλκυσή της αναζητώντας εκκλησιαστική χειραφέτηση, από φυλετικό εθνικισμό επαρμένης Βουλγαρίας με το Βατικανό, με την Ουνία και τους Λαζαριστές Μοναχούς, οι οποίοι προωθούσαν την επιρροή του Ρωμαιο - Καθολικισμού στην Ελληνο - Ορθόδοξη Χερσόνησο του Αίμου. Γι' αυτό οι Άγγλοι φαίνονταν ικανοποιημένοι από την επιτυχία των Ρώσων. Άλλο τόσο ικανοποιημένοι ήσαν και οι Τούρκοι, που είχαν πετύχει τη διάσπαση της ενότητας των Ορθόδοξων Χριστιανών της Χερσονήσου του Αίμου.
Η σύσταση της Βουλγαρικής Εξαρχίας σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην Ιστορία της Μακεδονίας. Μια περίοδο που στιγματίζεται από την βίαιη και σφοδρή προσπάθεια των Βούλγαρων Κομιτατζήδων για την εθνολογική αλλοίωση της Ελληνικότητας της Μακεδονίας με απηνείς διώξεις και δολοφονίες Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν, εκείνος ο τυπικός διαχωρισμός των δυο Εκκλησιών, έγινε στην ουσία η αιτία διαχωρισμού των χριστιανικών πληθυσμών σε Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς. Ουσιαστικά πήρε τη μορφή εθνικής αντιπαράθεσης Ελλήνων και Βουλγάρων.
Αυτό λοιπόν, είναι και η απαρχή του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και τερματίστηκε το 1908, όταν θεσπίστηκε το Τουρκικό Σύνταγμα με το Κίνημα των Νεοτούρκων. Σ'αυτό το χρονικό διάστημα οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες και οι Τούρκοι Σωβινιστές, αποτελούν τους δύο κυριότερους εχθρούς των Μακεδόνων.
Ο Βάλτος των Γιαννιτσών
Το Σχίσμα της Βουλγαρικής Εξαρχίας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για παγίωση βουλγαρικών διεκδικήσεων πάνω στη Μακεδονία, διεκδικήσεων που οξύνθηκαν κυρίως μετά την Ίδρυση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1878.
Δημιουργώντας την Εξαρχία οι Ρώσοι απέβλεπαν τόσο στην εφαρμογή του δόγματος "Κυρίαρχο Κράτος - Κυρίαρχη Εκκλησία" και άρα υποτελής στην πολιτική εξουσία, όσο και στην κινητοποίηση εναντίον των Ελλήνων, χρησιμοποιώντας σαν όργανο τον Σλαβικό Εθνικισμό, επενδεδυμένο με εκκλησιαστικό μανδύα για την παραπλάνηση ιδίως των αγροτικών πληθυσμών. Έτσι το σχέδιο υφαρπαγής της Μακεδονίας και συρρίκνωσης του Ελληνισμού - το οποίο δεν έπαψε να ισχύει, με τις ευλογίες πάντοτε των άσπονδων φίλων μας, όπως και τότε - έμελλε να θέσει σε κίνδυνο την προαιώνια Ελληνικότητα της Μακεδονίας, που την εποφθαλμιούν και σήμερα οι ίδιοι πανσλαβιστές.
Έτσι, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου, πράκτορες, κάτω από το ράσο του καλόγερου, σταλμένοι από τη Ρωσία στα Βαλκάνια, άρχισαν να κηρύττουν τη Σλαβική Ιδεολογία και να βαφτίζουν τους χωρικούς με σλαβικά ονόματα, ενώ ταυτόχρονα τους ξεσήκωναν εναντίον του Τούρκου Κατακτητή. Αλλά και οι Τούρκοι, εφαρμόζοντας το "διαίρει και βασίλευε" έβλεπαν ευχάριστα τον εμφύλιο σπαραγμό των Χριστιανών κατοίκων της Χερσονήσου του Αίμου. Στενά δεμένη την εποχή εκείνη η Θρησκεία με τον Εθνικισμό, χρησιμοποιήθηκε έντεχνα απο τους Βουλγάρους, πριν κινήσουν τον ένοπλο αγώνα τους εναντίον των Ελλήνων.
Όταν οι Βούλγαροι και οι υποστηρικτές τους, διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να επιβληθούν με την προπαγάνδα και μόνο, πέρασαν στη βία των όπλων κάτω φυσικά από το αδιάφορο, δήθεν, βλέμμα των Τούρκων. Άρχισαν την επίθεση τους με τη λεηλασία ναών και μοναστηριών και τη σφαγή Ιερέων και Μοναχών.
Παράλληλα και επίσημα οι Βούλγαροι αναλάμβαναν ζωηρή και συστηματική προπαγάνδα σ' όλη την Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα ένοπλα σώματα με στόχο από τη μια να εισπράτουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και από την άλλη, να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο Βουλγαρικό Κομιτάτο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο, έλαβε θέση άμυνας απέναντι στις πανσλαβικές βλέψεις και μεθοδείες. Έτσι, με απόφαση της Ενδημούσης Συνόδου του 1872 καταδίκασε τον Εθνοφυλετισμό ως Αίρεση και τους Εξαρχικούς κήρυξε Σχισματικούς. Παράλληλα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄ ο Βαλλιάδης, προήγαγε σε Μητροπόλεις όλες τις Επισκοπές της Μακεδονίας και απέστειλε στις μακεδονικές αυτές Μητροπόλεις νέους, φλογερούς πατριώτες και αποφασισμένους ποιμένες ως Μητροπολίτες, που ετέθησαν αμέσως επικεφαλής του πολύμορφου αγώνα για τη διάσωση της Μακεδονίας και του Ελληνισμού. Ανάμεσα σ' αυτούς σελαγίζουν τα ονόματα του Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλου, του Δράμας Χρυσόστομου Καλαφάτη (του μετέπειτα Σμύρνης), του Κορυτσάς Φώτιου Καλπίδου, του Νευροκοπίου Θεοδωρήτου Βατματζίδου, του Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδου, του Θεσσαλονίκης Αλέξανδρου Ρηγόπουλου, του Σερρών Γρηγόριου, του Μελενίκου Ειρηναίου Πανταλέοντος, του Βοδενών Στέφανου Δανιηλίδου κλπ. Σ' αυτούς κυρίως και σε πολλούς άλλους η Εκκλησία ανέθεσε την αποστολή διάσωσης της Μακεδονίας από την πανσλαβιστική απειλή μέχρι την προετοιμασία των πρώτων ένοπλων ελληνικών σωμάτων. Κέντρα συντονισμού, οργάνωσης, έμπνευσης και κατεύθυνσης του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ήταν οι έδρες των Μητροπόλεων. Εκεί οι ανύστακτοι φρουροί Ιεράρχες, με τα ηγετικά τους προσόντα, ανεδείχθησαν αρχηγοί του αγώνα, συμπράττοντες με τους πιο ποικίλους παράγοντες, δηλ. τα Ελληνικά Προξενεία, τους Αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, τους Οπλαρχηγούς, τους Επιστήμονες, τους Δασκάλους, τους Ιερείς, τα Σωματεία, τις Κοινότητες,τον Λαό. Με όλους συνεργάσθηκαν για την σωτηρία της Πατρίδας.
Το πρώτο και επείγον που είχαν να αντιμετωπίσουν οι νέοι αυτοί Ιεράρχες ήταν η εμψύχωση και η αναπτέρωση του καταπτοημένου ηθικού των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι δεινοπαθούσαν κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των Βούλγαρων Κομιτατζήδων. Το έργο ήταν δυσχερές και επικίνδυνο. Η ύπαιθρος χώρα κυριαρχούνταν από τις συμμορίες των Βουλγάρων που με φωτιά και τσεκούρι αδρανοποιούσαν κάθε εστία Ελληνισμού. Ολόκληρα χωριά, μπροστά στην ασκούμενη από το Βουλγαρικό Κομιτάτο βία και τρομοκρατία, μεταπηδούσαν στην Εξαρχία, ενώ Ιερείς, Δάσκαλοι και Πρόκριτοι σφάζονταν καθημερινά ανηλεώς. Ιδού πώς περιγράφει στα "Απομνημονεύματα" του ο Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, την κατάσταση στην περιοχή της Μητρόπολής του, όταν ο ίδιος εγκατεστάθηκε εκεί (1901): "Οι συμμορίες (των Βουλγάρων Κομιτατζήδων) συγκαλούσαν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα στις εκκλησιές και αφού τους όρκιζαν στο Κομιτάτο, τους αποσπούσαν υπό την απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνηση, όπου εδήλωναν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς κινδύνευαν ως ύποπτοι στους Βούλγαρους κατέφευγαν στην Καστοριά. Οι Δάσκαλοι εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, ιδίως μετά τον τραγικό θάνατο του Δασκάλου Σετόμου Μαλιγγάνου, που έφερε 30 λογχισμούς και οι Ιερείς, ύστερα από τη δολοφονία των Ιερέων Νερετίου, Στρεμπένου, Προκοπάνας και Μποσδίβιστας, άλλοι πάλι κατέφυγαν στην Καστοριά, όπως οι Ιερείς της Ζορμπάνιστας, του Απόσκεπου, της Λαμπάνιτσας, της Ζαγορίτσανης, της Κολλίτσας, της Τεχτόλιτας, και πολλοί έμεναν στα χωριά τους σιωπώντας και περιμένοντας την ημέρα της απελευθερώσεώς τους από την τυραννία του Βουλγαρικού Κομιτάτου".
Έχουμε τώρα την εμφάνιση πια, καθαρής προπαγάνδας από Εξαρχικούς - Βούλγαρους - Δασκάλους και Ιερείς, υποστηριζόμενους από Κομιτατζήδες. Τυπικά, έχουν σκοπό τον θρησκευτικό προσηλυτισμό. Ουσιαστικά όμως, αποβλέπουν στην ισχυροποίηση των βουλγαρικών θέσεων και στόχων για την Μακεδονία. Πρέπει στο σημείο αυτό να πούμε ότι αυτή την εποχή, οι διακρίσεις των πληθυσμών - στη νευραλγική αυτή περιοχή των Βαλκανίων - γίνονται με βάση τη θρησκευτική τους επιλογή και όχι την εθνική τους ταυτότητα. Έτσι λοιπόν όταν λέμε Εξαρχικός ή Σχισματικός σημαίνει Βούλγαρος και αντίστροφα, Πατριαρχικός ή Ορθόδοξος σημαίνει Έλληνας.
Ο Μακεδονικός Ελληνισμός, ή Πατριαρχικός, ή Ορθόδοξος, με μοναδικά όπλα το Σχολείο και την Εκκλησία, πάλεψε μόνος και αβοήθητος για να μην αποκοπεί από τις ρίζες του, δηλαδή την Ορθοδοξία και των Ελληνισμό.
Ο Έλληνας - Πατριαρχικός - Δάσκαλος και Ιερέας αναδείχθηκαν τα χρόνια εκείνα, τα ισχυρότερα στηρίγματα του χειμαζόμενου Ελληνικού Έθνους, στον Βόρειο - Ελλαδικό Χώρο, και περιόρισαν τα αποτελέσματα της Βουλγαρικής Προπαγάνδας. Είναι αυτοί που, πιστοί τηρητές των πατρίων, ανεδείχθησαν πριν την έναρξη, αλλά και καθ' όλη την διάρκεια του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, άξιοι του Γένους και της Εκκλησίας, έχοντας προετοιμάσει το έδαφος κυρίως στις ψυχές των υπόδουλων, έχοντας διεξάγει έναν άλλον αγώνα. "Το των ψυχών έδαφος", όπως έγραψε ο Πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς, αυτός ήταν και ο στόχος αυτής της προσπάθειας.
Είναι εξ' άλλου γεγονός ότι η λειτουργία των Ελληνικών Σχολείων, με την πρωτοβουλία πάντα της Εκκλησίας, δεδομένης άλλωστε και της αποκλειστικής για τον υπόδουλο Ελληνισμό, ευθύνης για την Παιδεία εκ μέρους της, βοήθησαν στην μη άλωση, αλλά διατήρηση και ισχυροποίηση της Εθνικής Ελληνικής Συνείδησης των Μακεδόνων.
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία υπογράφεται στις 19 Φεβρουαρίου 1878, προβλέπει την Ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας που θα περιλάμβανε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία καθώς και μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης. Η είδηση αυτή προκαλεί την αναταραχή των Ελλήνων στο Σισάνιο και τη Σιάτιστα.
Η νέα εξέγερση εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων προετοιμάζεται ήδη από τα τέλη του 1877 από την Κεντρική Επιτροπή της "Εθνικής Αμύνης" και της "Αδελφότητος".
Δημιουργώντας την Εξαρχία οι Ρώσοι απέβλεπαν τόσο στην εφαρμογή του δόγματος "Κυρίαρχο Κράτος - Κυρίαρχη Εκκλησία" και άρα υποτελής στην πολιτική εξουσία, όσο και στην κινητοποίηση εναντίον των Ελλήνων, χρησιμοποιώντας σαν όργανο τον Σλαβικό Εθνικισμό, επενδεδυμένο με εκκλησιαστικό μανδύα για την παραπλάνηση ιδίως των αγροτικών πληθυσμών. Έτσι το σχέδιο υφαρπαγής της Μακεδονίας και συρρίκνωσης του Ελληνισμού - το οποίο δεν έπαψε να ισχύει, με τις ευλογίες πάντοτε των άσπονδων φίλων μας, όπως και τότε - έμελλε να θέσει σε κίνδυνο την προαιώνια Ελληνικότητα της Μακεδονίας, που την εποφθαλμιούν και σήμερα οι ίδιοι πανσλαβιστές.
Έτσι, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου, πράκτορες, κάτω από το ράσο του καλόγερου, σταλμένοι από τη Ρωσία στα Βαλκάνια, άρχισαν να κηρύττουν τη Σλαβική Ιδεολογία και να βαφτίζουν τους χωρικούς με σλαβικά ονόματα, ενώ ταυτόχρονα τους ξεσήκωναν εναντίον του Τούρκου Κατακτητή. Αλλά και οι Τούρκοι, εφαρμόζοντας το "διαίρει και βασίλευε" έβλεπαν ευχάριστα τον εμφύλιο σπαραγμό των Χριστιανών κατοίκων της Χερσονήσου του Αίμου. Στενά δεμένη την εποχή εκείνη η Θρησκεία με τον Εθνικισμό, χρησιμοποιήθηκε έντεχνα απο τους Βουλγάρους, πριν κινήσουν τον ένοπλο αγώνα τους εναντίον των Ελλήνων.
Όταν οι Βούλγαροι και οι υποστηρικτές τους, διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να επιβληθούν με την προπαγάνδα και μόνο, πέρασαν στη βία των όπλων κάτω φυσικά από το αδιάφορο, δήθεν, βλέμμα των Τούρκων. Άρχισαν την επίθεση τους με τη λεηλασία ναών και μοναστηριών και τη σφαγή Ιερέων και Μοναχών.
Παράλληλα και επίσημα οι Βούλγαροι αναλάμβαναν ζωηρή και συστηματική προπαγάνδα σ' όλη την Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα ένοπλα σώματα με στόχο από τη μια να εισπράτουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και από την άλλη, να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο Βουλγαρικό Κομιτάτο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο, έλαβε θέση άμυνας απέναντι στις πανσλαβικές βλέψεις και μεθοδείες. Έτσι, με απόφαση της Ενδημούσης Συνόδου του 1872 καταδίκασε τον Εθνοφυλετισμό ως Αίρεση και τους Εξαρχικούς κήρυξε Σχισματικούς. Παράλληλα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄ ο Βαλλιάδης, προήγαγε σε Μητροπόλεις όλες τις Επισκοπές της Μακεδονίας και απέστειλε στις μακεδονικές αυτές Μητροπόλεις νέους, φλογερούς πατριώτες και αποφασισμένους ποιμένες ως Μητροπολίτες, που ετέθησαν αμέσως επικεφαλής του πολύμορφου αγώνα για τη διάσωση της Μακεδονίας και του Ελληνισμού. Ανάμεσα σ' αυτούς σελαγίζουν τα ονόματα του Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλου, του Δράμας Χρυσόστομου Καλαφάτη (του μετέπειτα Σμύρνης), του Κορυτσάς Φώτιου Καλπίδου, του Νευροκοπίου Θεοδωρήτου Βατματζίδου, του Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδου, του Θεσσαλονίκης Αλέξανδρου Ρηγόπουλου, του Σερρών Γρηγόριου, του Μελενίκου Ειρηναίου Πανταλέοντος, του Βοδενών Στέφανου Δανιηλίδου κλπ. Σ' αυτούς κυρίως και σε πολλούς άλλους η Εκκλησία ανέθεσε την αποστολή διάσωσης της Μακεδονίας από την πανσλαβιστική απειλή μέχρι την προετοιμασία των πρώτων ένοπλων ελληνικών σωμάτων. Κέντρα συντονισμού, οργάνωσης, έμπνευσης και κατεύθυνσης του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ήταν οι έδρες των Μητροπόλεων. Εκεί οι ανύστακτοι φρουροί Ιεράρχες, με τα ηγετικά τους προσόντα, ανεδείχθησαν αρχηγοί του αγώνα, συμπράττοντες με τους πιο ποικίλους παράγοντες, δηλ. τα Ελληνικά Προξενεία, τους Αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, τους Οπλαρχηγούς, τους Επιστήμονες, τους Δασκάλους, τους Ιερείς, τα Σωματεία, τις Κοινότητες,τον Λαό. Με όλους συνεργάσθηκαν για την σωτηρία της Πατρίδας.
Το πρώτο και επείγον που είχαν να αντιμετωπίσουν οι νέοι αυτοί Ιεράρχες ήταν η εμψύχωση και η αναπτέρωση του καταπτοημένου ηθικού των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι δεινοπαθούσαν κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των Βούλγαρων Κομιτατζήδων. Το έργο ήταν δυσχερές και επικίνδυνο. Η ύπαιθρος χώρα κυριαρχούνταν από τις συμμορίες των Βουλγάρων που με φωτιά και τσεκούρι αδρανοποιούσαν κάθε εστία Ελληνισμού. Ολόκληρα χωριά, μπροστά στην ασκούμενη από το Βουλγαρικό Κομιτάτο βία και τρομοκρατία, μεταπηδούσαν στην Εξαρχία, ενώ Ιερείς, Δάσκαλοι και Πρόκριτοι σφάζονταν καθημερινά ανηλεώς. Ιδού πώς περιγράφει στα "Απομνημονεύματα" του ο Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, την κατάσταση στην περιοχή της Μητρόπολής του, όταν ο ίδιος εγκατεστάθηκε εκεί (1901): "Οι συμμορίες (των Βουλγάρων Κομιτατζήδων) συγκαλούσαν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα στις εκκλησιές και αφού τους όρκιζαν στο Κομιτάτο, τους αποσπούσαν υπό την απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνηση, όπου εδήλωναν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς κινδύνευαν ως ύποπτοι στους Βούλγαρους κατέφευγαν στην Καστοριά. Οι Δάσκαλοι εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, ιδίως μετά τον τραγικό θάνατο του Δασκάλου Σετόμου Μαλιγγάνου, που έφερε 30 λογχισμούς και οι Ιερείς, ύστερα από τη δολοφονία των Ιερέων Νερετίου, Στρεμπένου, Προκοπάνας και Μποσδίβιστας, άλλοι πάλι κατέφυγαν στην Καστοριά, όπως οι Ιερείς της Ζορμπάνιστας, του Απόσκεπου, της Λαμπάνιτσας, της Ζαγορίτσανης, της Κολλίτσας, της Τεχτόλιτας, και πολλοί έμεναν στα χωριά τους σιωπώντας και περιμένοντας την ημέρα της απελευθερώσεώς τους από την τυραννία του Βουλγαρικού Κομιτάτου".
Έχουμε τώρα την εμφάνιση πια, καθαρής προπαγάνδας από Εξαρχικούς - Βούλγαρους - Δασκάλους και Ιερείς, υποστηριζόμενους από Κομιτατζήδες. Τυπικά, έχουν σκοπό τον θρησκευτικό προσηλυτισμό. Ουσιαστικά όμως, αποβλέπουν στην ισχυροποίηση των βουλγαρικών θέσεων και στόχων για την Μακεδονία. Πρέπει στο σημείο αυτό να πούμε ότι αυτή την εποχή, οι διακρίσεις των πληθυσμών - στη νευραλγική αυτή περιοχή των Βαλκανίων - γίνονται με βάση τη θρησκευτική τους επιλογή και όχι την εθνική τους ταυτότητα. Έτσι λοιπόν όταν λέμε Εξαρχικός ή Σχισματικός σημαίνει Βούλγαρος και αντίστροφα, Πατριαρχικός ή Ορθόδοξος σημαίνει Έλληνας.
Ο Μακεδονικός Ελληνισμός, ή Πατριαρχικός, ή Ορθόδοξος, με μοναδικά όπλα το Σχολείο και την Εκκλησία, πάλεψε μόνος και αβοήθητος για να μην αποκοπεί από τις ρίζες του, δηλαδή την Ορθοδοξία και των Ελληνισμό.
Ο Έλληνας - Πατριαρχικός - Δάσκαλος και Ιερέας αναδείχθηκαν τα χρόνια εκείνα, τα ισχυρότερα στηρίγματα του χειμαζόμενου Ελληνικού Έθνους, στον Βόρειο - Ελλαδικό Χώρο, και περιόρισαν τα αποτελέσματα της Βουλγαρικής Προπαγάνδας. Είναι αυτοί που, πιστοί τηρητές των πατρίων, ανεδείχθησαν πριν την έναρξη, αλλά και καθ' όλη την διάρκεια του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, άξιοι του Γένους και της Εκκλησίας, έχοντας προετοιμάσει το έδαφος κυρίως στις ψυχές των υπόδουλων, έχοντας διεξάγει έναν άλλον αγώνα. "Το των ψυχών έδαφος", όπως έγραψε ο Πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς, αυτός ήταν και ο στόχος αυτής της προσπάθειας.
Είναι εξ' άλλου γεγονός ότι η λειτουργία των Ελληνικών Σχολείων, με την πρωτοβουλία πάντα της Εκκλησίας, δεδομένης άλλωστε και της αποκλειστικής για τον υπόδουλο Ελληνισμό, ευθύνης για την Παιδεία εκ μέρους της, βοήθησαν στην μη άλωση, αλλά διατήρηση και ισχυροποίηση της Εθνικής Ελληνικής Συνείδησης των Μακεδόνων.
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία υπογράφεται στις 19 Φεβρουαρίου 1878, προβλέπει την Ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας που θα περιλάμβανε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία καθώς και μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης. Η είδηση αυτή προκαλεί την αναταραχή των Ελλήνων στο Σισάνιο και τη Σιάτιστα.
Η νέα εξέγερση εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων προετοιμάζεται ήδη από τα τέλη του 1877 από την Κεντρική Επιτροπή της "Εθνικής Αμύνης" και της "Αδελφότητος".
Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1904
Έτσι στις 16 Φεβρουαρίου 1878 λαμβάνει χώρα απόβαση Ελλήνων εθελοντών στο Λιτόχωρο. Από το Μάϊο αρχίζει αντάρτικο κίνημα στη Δυτική Μακεδονία.
Στις 13 Ιουλίου 1878 υπογράφεται η Συνθήκη του Βερολίνου που προωθεί τη Βουλγαρία, ενώ η επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία τερματίζεται τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Η προσάρτηση στη Βουλγαρία της Ανατολικής Ρωμυλίας ενίσχυσε τους Βούλγαρους, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση της Μακεδονίας.
Για το σχέδιο αυτό, κατάλληλα υποστηριζόμενο κατά περίπτωση, άλλοτε από τους Ρώσους, άλλοτε από τους Άγγλους και άλλοτε από άλλους, κατά την επιταγή των πολιτικών τους συμφερόντων, άρχισε να εφαρμόζεται με σαφείς προθέσεις αφελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885), της οποίας η από τους Βούλγαρους με την δύναμη των όπλων προσάρτηση, έγινε με τις ευλογίες των Άγγλων. Προθέσεις που δεν άργησαν να υλοποιηθούν με τη χρήση βίας εναντίον των σκληρά αμυνομένων της Ελληνικής Εθνικής τους Συνείδησης πληθυσμών.
Ήδη από το 1879 σημειώνονται συνεχείς επιδρομές των Βουλγάρων Κομιτατζήδων εναντίον των Ελλήνων χωρικών στη Μακεδονία.
Την ίδια εποχή, η Ελληνική Κυβέρνηση έθεσε σε ενέργεια σχέδιο υποστήριξης της Ελληνικής Παιδείας στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, με κεντρικούς πόλους κατεύθυνσης τα Ελληνικά Προξενεία. Κύριος στόχος της προσπάθειας αυτής ήταν η πύκνωση των Ελληνικών Σχολείων και η σύσταση Νηπιαγωγείων, Παρθεναγωγείων και Διδασκαλείων, με σκοπό τη διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας και μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Η κίνηση αυτή του Ελληνικού Κράτους παρ' ολίγον να αποβεί μοιραία για τις σχέσεις του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που έβλεπε στην πρωτοβουλία αυτή μια τάση αφαίρεσης ενός πανεθνικού προνομίου της Εκκλησίας, αλλά και τον κίνδυνο πολιτικοποίησης του ζητήματος της Παιδείας και επέμβασης των τουρκικών αρχών στα προγράμματα των μαθημάτων και στη δομή της εκπαίδευσης.
Αν καί τότε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ παραιτήθηκε του Θρόνου (1884) εξ' αιτίας και του ζητήματος αυτού, οι Ιεράρχες στην Μακεδονία συνέχισαν να αγωνίζονται, χωρίς προστριβές κατά το δυνατόν, με τους Πρόξενους της Ελλάδας, ώστε η μεγάλη υπόθεση της Παιδείας να μην αποτύχει και η προσπάθεια να μην αναχαιτισθεί.
Στα 1885 ο Γραμματέας της Εξαρχίας Σιόπωφ διεπίστωνε: "Τα μεγάλα και δευτερεύοντα κέντρα είναι εξ ολοκλήρου εξελληνισμένα και υπό την επιρροήν των Ελλήνων και Γραικομάνων. Η Ελληνική Γλώσσα κατακτά έδαφος. Εις το Μοναστήριον - τα Βιτόλια - όπου προ ετών οι κάτοικοι ήσαν καθαροί Βούλγαροι, σήμερον δεν ακούγεται η Βουλγαρική Γλώσσα, ει μη κατά τας ημέρας της αγοράς, ότε συρρέουν έξωθεν οι χωρικοί. Θα δυνηθούν άραγε να κερδίσουν την Μακεδονίαν οι Βούλγαροι αν σήμερον εγίνετο δημοψήφισμα; Είμεθα βέβαιοι ότι το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας θέλει πετάξει εκ των χειρών μας και οι Έλληνες θέλουν εξ' άπαντος κερδίσει, διότι οι πλείστοι των κατοίκων θα δηλώσουν ότι είναι Έλληνες".
Το 1893 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη το "Βουλγαρικό Κομιτάτο", ενώ η Ρωσία ανοίγει προξενείο στα Σκόπια.
Λαμβάνει χώρα η έναρξη της συστηματικής εφαρμογής της πανσλαβιστικής πολιτικής διωγμού του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία κορυφώνεται το 1906 με καταστροφή μεγάλων και ανθηρών ελληνικών πόλεων και με το ξερίζωμα των ελληνικών κοινοτήτων της Αγχιάλου, του Πύργου, της Μεσημβρίας, της Φιλιππούπολης, της Βάρνας, της Σκλύμνου κλπ.
Γνωρίζοντας όμως, πως ο Μακεδονικός Ελληνισμός δεν θα υπέκυπτε τόσο εύκολα όσο ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι Βούλγαροι έριξαν το σύνθημα "η Μακεδονία για τους Μακεδόνες" ζητώντας έτσι και τη συνδρομή των Ελλήνων γι'αυτόν ... τον "Κοινόν Αγώνα".
Την ίδια εποχή ιδρύονται Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, και η Παιδεία παίρνει τα σκήπτρα στην προσπάθεια αποδυνάμωσης της επιρροής της Βουλγαρικής Προπαγάνδας.
Στον τομέα της Παιδείας η συμβολή του Ελληνικού Κράτους υπήρξε κατά την εποχή αυτή - πριν από το 1904 - σημαντική. Αύξησε τις πιστώσεις για τα σχολεία, πήρε μέτρα για την ποιοτική βελτίωση της εκπαίδευσης, ίδρυσε διδασκαλεία. Παράλληλα ενίσχυσε οικονομικά τις εμπερίστατες Μητροπόλεις. Το πιο σημαντικό δε ήταν η βοήθεια που προσέφερε για την επάνοδο στον Οικουμενικό Θρόνο του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', γεγονός που οδήγησε στη μεγαλύτερη δυνατή δραστηριοποίηση των Ιεραρχών στη Μακεδονία.
Στις 13 Ιουλίου 1878 υπογράφεται η Συνθήκη του Βερολίνου που προωθεί τη Βουλγαρία, ενώ η επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία τερματίζεται τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Η προσάρτηση στη Βουλγαρία της Ανατολικής Ρωμυλίας ενίσχυσε τους Βούλγαρους, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση της Μακεδονίας.
Για το σχέδιο αυτό, κατάλληλα υποστηριζόμενο κατά περίπτωση, άλλοτε από τους Ρώσους, άλλοτε από τους Άγγλους και άλλοτε από άλλους, κατά την επιταγή των πολιτικών τους συμφερόντων, άρχισε να εφαρμόζεται με σαφείς προθέσεις αφελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885), της οποίας η από τους Βούλγαρους με την δύναμη των όπλων προσάρτηση, έγινε με τις ευλογίες των Άγγλων. Προθέσεις που δεν άργησαν να υλοποιηθούν με τη χρήση βίας εναντίον των σκληρά αμυνομένων της Ελληνικής Εθνικής τους Συνείδησης πληθυσμών.
Ήδη από το 1879 σημειώνονται συνεχείς επιδρομές των Βουλγάρων Κομιτατζήδων εναντίον των Ελλήνων χωρικών στη Μακεδονία.
Την ίδια εποχή, η Ελληνική Κυβέρνηση έθεσε σε ενέργεια σχέδιο υποστήριξης της Ελληνικής Παιδείας στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, με κεντρικούς πόλους κατεύθυνσης τα Ελληνικά Προξενεία. Κύριος στόχος της προσπάθειας αυτής ήταν η πύκνωση των Ελληνικών Σχολείων και η σύσταση Νηπιαγωγείων, Παρθεναγωγείων και Διδασκαλείων, με σκοπό τη διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας και μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Η κίνηση αυτή του Ελληνικού Κράτους παρ' ολίγον να αποβεί μοιραία για τις σχέσεις του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που έβλεπε στην πρωτοβουλία αυτή μια τάση αφαίρεσης ενός πανεθνικού προνομίου της Εκκλησίας, αλλά και τον κίνδυνο πολιτικοποίησης του ζητήματος της Παιδείας και επέμβασης των τουρκικών αρχών στα προγράμματα των μαθημάτων και στη δομή της εκπαίδευσης.
Αν καί τότε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ παραιτήθηκε του Θρόνου (1884) εξ' αιτίας και του ζητήματος αυτού, οι Ιεράρχες στην Μακεδονία συνέχισαν να αγωνίζονται, χωρίς προστριβές κατά το δυνατόν, με τους Πρόξενους της Ελλάδας, ώστε η μεγάλη υπόθεση της Παιδείας να μην αποτύχει και η προσπάθεια να μην αναχαιτισθεί.
Στα 1885 ο Γραμματέας της Εξαρχίας Σιόπωφ διεπίστωνε: "Τα μεγάλα και δευτερεύοντα κέντρα είναι εξ ολοκλήρου εξελληνισμένα και υπό την επιρροήν των Ελλήνων και Γραικομάνων. Η Ελληνική Γλώσσα κατακτά έδαφος. Εις το Μοναστήριον - τα Βιτόλια - όπου προ ετών οι κάτοικοι ήσαν καθαροί Βούλγαροι, σήμερον δεν ακούγεται η Βουλγαρική Γλώσσα, ει μη κατά τας ημέρας της αγοράς, ότε συρρέουν έξωθεν οι χωρικοί. Θα δυνηθούν άραγε να κερδίσουν την Μακεδονίαν οι Βούλγαροι αν σήμερον εγίνετο δημοψήφισμα; Είμεθα βέβαιοι ότι το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας θέλει πετάξει εκ των χειρών μας και οι Έλληνες θέλουν εξ' άπαντος κερδίσει, διότι οι πλείστοι των κατοίκων θα δηλώσουν ότι είναι Έλληνες".
Το 1893 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη το "Βουλγαρικό Κομιτάτο", ενώ η Ρωσία ανοίγει προξενείο στα Σκόπια.
Λαμβάνει χώρα η έναρξη της συστηματικής εφαρμογής της πανσλαβιστικής πολιτικής διωγμού του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία κορυφώνεται το 1906 με καταστροφή μεγάλων και ανθηρών ελληνικών πόλεων και με το ξερίζωμα των ελληνικών κοινοτήτων της Αγχιάλου, του Πύργου, της Μεσημβρίας, της Φιλιππούπολης, της Βάρνας, της Σκλύμνου κλπ.
Γνωρίζοντας όμως, πως ο Μακεδονικός Ελληνισμός δεν θα υπέκυπτε τόσο εύκολα όσο ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι Βούλγαροι έριξαν το σύνθημα "η Μακεδονία για τους Μακεδόνες" ζητώντας έτσι και τη συνδρομή των Ελλήνων γι'αυτόν ... τον "Κοινόν Αγώνα".
Την ίδια εποχή ιδρύονται Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, και η Παιδεία παίρνει τα σκήπτρα στην προσπάθεια αποδυνάμωσης της επιρροής της Βουλγαρικής Προπαγάνδας.
Στον τομέα της Παιδείας η συμβολή του Ελληνικού Κράτους υπήρξε κατά την εποχή αυτή - πριν από το 1904 - σημαντική. Αύξησε τις πιστώσεις για τα σχολεία, πήρε μέτρα για την ποιοτική βελτίωση της εκπαίδευσης, ίδρυσε διδασκαλεία. Παράλληλα ενίσχυσε οικονομικά τις εμπερίστατες Μητροπόλεις. Το πιο σημαντικό δε ήταν η βοήθεια που προσέφερε για την επάνοδο στον Οικουμενικό Θρόνο του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', γεγονός που οδήγησε στη μεγαλύτερη δυνατή δραστηριοποίηση των Ιεραρχών στη Μακεδονία.
Το Αντάρτικο Σώμα του Γεωργίου Τσόντου
Έτσι το 1893 ιδρύεται η "Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση''. Σ' όλη τη Μακεδονία κλιμακώνεται η δράση των Ελλήνων ανταρτών. Μια δράση που έχει φυσικά τα θύματά της. Ένα από τα πρώτα θύματα του Αγώνα των Ελλήνων για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ένωσής της με την Ελλάδα είναι ο Μακεδονομάχος Αθανάσιος Μπρούφας.
Η τραγική ήττα της Ελλάδας στον Ελληνο - Τουρκικό Πόλεμο του 1897, αποθαρρύνει όπως ήταν φυσικό και το Μακεδονικό Ελληνισμό, ενώ παράλληλα, δίνει φτερά σε Βούλγαρους και Τούρκους. Οι πρώτοι μάλιστα βρίσκουν την ευκαιρία να ξεσπάσουν σε όργιο ληστρικής καταδρομής εναντίον των Ελλήνων. Τον υψηλότερο φόρο πλήρωσαν όπως πάντα οι Κληρικοί και οι Δάσκαλοι.
Στη διετία 1898 - 1899 βρήκαν το θάνατο από διάφορες βουλγαρικές συμμορίες εξήντα τέσσερις Έλληνες, μεταξύ δε αυτών πολλοί Ιερείς.
Το 1898 εμφανίζονται στο προσκήνιο οι πρώτοι Δυτικομακεδόνες "Εκδικηταί" όπως αρχικά ονομάσθηκαν οι Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί Κώττας και Βαγγέλης Στρεμπενιώτης.
Το 1901, ο Γερμανός Καραβαγγέλης (καταγωγή η Νήσος Λέσβος) εκλέγεται Μητροπολίτης Καστοριάς. Ιδιαίτερα δραστήριος, απέστειλλε επιστολή στον Πρωθυπουργό Ζαϊμη ζητώντας του οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση. Αλλ' η Ελληνική Κυβέρνηση σιωπά. Έτσι συγκροτεί μόνος τα πρώτα αντάρτικα, ελληνικά ένοπλα σώματα τα οποία και συντηρεί οικονομικά ο ίδιος. Σκοπός αυτών των ελληνικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των χωρικών, ν' αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση των ληστρικών σωμάτων, τα οποία κινούνταν μεταξύ παρανομίας και ... εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς.
Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα ερείσματα του βουλγαρικού επεκτατισμού και ν' αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία!
Αλλά και ο Μητροπολίτης Βοδενών (Έδεσσας) Νικόδημος έλαβε ενεργά μέρος στην προετοιμασία του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ αφού μετέφερε όπλα κάτω από τη μύτη των Τούρκων. Γράφει ο Μαζαράκης γι' αυτόν ότι ήταν "ωραίος τριακοντούτης, τύπος μελαψός, φυσιογνωμία αγαλματώδης" και περιγράφει την άφιξή του στην Έδεσσα ως εξής: "Ο διάκος του Δεσπότη βαστούσε κάτι μεγάλες λαμπάδες, που ήταν τυλιγμένες λίαν επιδεικτικώς με ρόδινο χαρτί. Οι λαμπάδες ήταν όπλα μάλιγχερ που μετέφερε ο Δεσπότης. Και ενώ ηυλόγει το πλήθος ... και οι Τούρκοι Αστυνομικοί τον συνώδευσαν εις ένδειξιν τιμής, τα όπλα που θα μας ελευθέρωναν μίαν ημέραν από αυτούς, μεταφέροντο τόσο πανηγυρικώς. Κανείς δεν ηδύνατο να υποπτευθή τοιαύτην τόλμην".
Το 1902, ο Ίων Δραγούμης (καταγωγή το Βογατσικό Καστοριάς) διορίζεται Υποπρόξενος στο Μοναστήρι. Αμέσως κηρρύσει "Ιερήν Εκστρατεία" στην ευρύτερη περιοχή. Κατηχεί και εμψυχώνει το λαό της Δυτικής Μακεδονίας. Ορίζει διοικητικές επιτροπές σε πόλεις και χωριά. Ιδρύει και οργανώνει τη "Μακεδονική Άμυνα".
Την Άνοιξη του 1902, πλήθος από συμμορίες Βούλγαρων Κομιτατζήδων απλώθηκαν στη Μακεδονία από τον Αλιάκμονα ως τις ακτές του Αιγαίου. Οι τουρκικές αρχές, μπροστά στις σφαγές και τους εμπρησμούς, πότε καταδίωκαν αυτές τις ένοπλες ομάδες και πότε αδιαφορούσαν - σκόπιμα - γιά τη δράση τους, αφήνοντας στο έλεός τους - αναίσχυντα - το μη τουρκικό πληθυσμό. Οι ωμότητες των Βούλγαρων Κομιτατζήδων σε βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας περιγράφονται στην "Κυανή Βίβλο" που εξέδωσε η Βρεττανική Κυβέρνηση το 1903. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: "Η δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδες εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή εξ έτη... αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια Ιερέων, Ιατρών, Διδασκάλων κατακρεουργήσεις, Ιερών Ναών εμπρησμοί... καταστροφή Χριστιανών Ορθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλημμύρα αίματος". Παράλληλα ανατινάξεις σιδηροδρομικών γραμμών, τραπεζών, επιθέσεις εναντίον τουρκικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, ακόμη και φόνοι Τούρκων Στρατιωτών και Χωροφυλάκων, ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Το 1903, η Βουλγαρική Προπαγάνδα αποφασίζει να παρουσιάσει στην Ευρώπη το δήθεν "Μακεδονικόν Ζήτημα". Στόχος η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο Βουλγαρικό Κράτος, όπως λίγα χρόνια πριν έγινε με την Ανατολική Ρωμυλία.
Προηγουμένως, η Ελληνική Κυβέρνηση, αφού μετά τη σύσταση του Βασιλείου είχε αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη, είχε κατορθώσει να συστήσει Ελληνικά Προξενεία στα κυριότερα μέρη του υπόδουλου Ελληνισμού, που απετέλεσαν κέντρα εθνικής εγρήγορσης, με τους εμπνευσμένους, σε πλείστες περιπτώσεις ελληνόψυχους Προξένους τους, όπως ο Θεόδωρος Βαλλιάνος, ο Ευγενιάδης και ο Κορομηλάς στη Θεσσαλονίκη, ο Πέτρος Λογοθέτης, ο Ίων Δραγούμης, ο Σταμάτιος Πεζάς στο Μοναστήρι, ο Στορνάρης στις Σέρρες κ.ά. Αυτοί, ζώντας εκ του πλησίον την κατάσταση και διαβλέποντας τα δεινά που επρόκειτο να ακολουθήσουν, σε περίπτωση επιτυχίας των σχεδίων των Πανσλαβιστών, άρχισαν να πιέζουν την Ελληνική Κυβέρνηση για ενεργότερη ανάμειξη του εθνικού κέντρου στα πράγματα της Μακεδονίας. Ζητούσαν μεταξύ άλλων, οικονομικό πόλεμο εναντίον των βουλγαριζόντων, λήψη μέτρων εναντίον των Βουλγάρων, αποθάρρυνση των εκκλησιαστικών προσώπων που διέκειντο φιλικά προς τους Βούλγαρους, καλλιέργεια ακαταλλάκτου μίσους εναντίον παντός του βουλγαρικού. Όμως το Κέντρο, απορροφημένο στις δικές του πληγές, δεν συνειδητοποίησε έγκαιρα τον κίνδυνο. Η Ελληνική Κυβέρνηση διατηρούσε πάντα τις επιφυλάξεις της.Ο Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών Ρωμανός - με αφορμή τις προτάσεις του του Έλληνα Πρόξενου στο Μοναστήρι Σταμ. Πεζά για έναρξη ένοπλου αγώνα - είχε δηλώσει: "Ούτε η Κυβέρνησις, αλλ' ούτε και οι αντιπρόσωποι αυτής πρέπει να περιπλακώσι εις τοιούτου είδους εγχειρήματα, ων το αλυσιτελές κατεδείχθη εν τω παρελθόντι, και τα οποία, λόγω του τελικού σκοπού εις ον αποβλέπουσιν, αποκρούονται υπό της κοινής συνειδήσεως και παντός πεπολιτισμένου Κράτους. Το Ελληνικόν Κράτος ούτε δύναται, ούτε και οφείλει να παρακολουθήσει την Βουλγαρίαν εις το είδος τούτο της ενεργείας".
Η τραγική ήττα της Ελλάδας στον Ελληνο - Τουρκικό Πόλεμο του 1897, αποθαρρύνει όπως ήταν φυσικό και το Μακεδονικό Ελληνισμό, ενώ παράλληλα, δίνει φτερά σε Βούλγαρους και Τούρκους. Οι πρώτοι μάλιστα βρίσκουν την ευκαιρία να ξεσπάσουν σε όργιο ληστρικής καταδρομής εναντίον των Ελλήνων. Τον υψηλότερο φόρο πλήρωσαν όπως πάντα οι Κληρικοί και οι Δάσκαλοι.
Στη διετία 1898 - 1899 βρήκαν το θάνατο από διάφορες βουλγαρικές συμμορίες εξήντα τέσσερις Έλληνες, μεταξύ δε αυτών πολλοί Ιερείς.
Το 1898 εμφανίζονται στο προσκήνιο οι πρώτοι Δυτικομακεδόνες "Εκδικηταί" όπως αρχικά ονομάσθηκαν οι Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί Κώττας και Βαγγέλης Στρεμπενιώτης.
Το 1901, ο Γερμανός Καραβαγγέλης (καταγωγή η Νήσος Λέσβος) εκλέγεται Μητροπολίτης Καστοριάς. Ιδιαίτερα δραστήριος, απέστειλλε επιστολή στον Πρωθυπουργό Ζαϊμη ζητώντας του οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση. Αλλ' η Ελληνική Κυβέρνηση σιωπά. Έτσι συγκροτεί μόνος τα πρώτα αντάρτικα, ελληνικά ένοπλα σώματα τα οποία και συντηρεί οικονομικά ο ίδιος. Σκοπός αυτών των ελληνικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των χωρικών, ν' αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση των ληστρικών σωμάτων, τα οποία κινούνταν μεταξύ παρανομίας και ... εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς.
Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα ερείσματα του βουλγαρικού επεκτατισμού και ν' αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία!
Αλλά και ο Μητροπολίτης Βοδενών (Έδεσσας) Νικόδημος έλαβε ενεργά μέρος στην προετοιμασία του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ αφού μετέφερε όπλα κάτω από τη μύτη των Τούρκων. Γράφει ο Μαζαράκης γι' αυτόν ότι ήταν "ωραίος τριακοντούτης, τύπος μελαψός, φυσιογνωμία αγαλματώδης" και περιγράφει την άφιξή του στην Έδεσσα ως εξής: "Ο διάκος του Δεσπότη βαστούσε κάτι μεγάλες λαμπάδες, που ήταν τυλιγμένες λίαν επιδεικτικώς με ρόδινο χαρτί. Οι λαμπάδες ήταν όπλα μάλιγχερ που μετέφερε ο Δεσπότης. Και ενώ ηυλόγει το πλήθος ... και οι Τούρκοι Αστυνομικοί τον συνώδευσαν εις ένδειξιν τιμής, τα όπλα που θα μας ελευθέρωναν μίαν ημέραν από αυτούς, μεταφέροντο τόσο πανηγυρικώς. Κανείς δεν ηδύνατο να υποπτευθή τοιαύτην τόλμην".
Το 1902, ο Ίων Δραγούμης (καταγωγή το Βογατσικό Καστοριάς) διορίζεται Υποπρόξενος στο Μοναστήρι. Αμέσως κηρρύσει "Ιερήν Εκστρατεία" στην ευρύτερη περιοχή. Κατηχεί και εμψυχώνει το λαό της Δυτικής Μακεδονίας. Ορίζει διοικητικές επιτροπές σε πόλεις και χωριά. Ιδρύει και οργανώνει τη "Μακεδονική Άμυνα".
Την Άνοιξη του 1902, πλήθος από συμμορίες Βούλγαρων Κομιτατζήδων απλώθηκαν στη Μακεδονία από τον Αλιάκμονα ως τις ακτές του Αιγαίου. Οι τουρκικές αρχές, μπροστά στις σφαγές και τους εμπρησμούς, πότε καταδίωκαν αυτές τις ένοπλες ομάδες και πότε αδιαφορούσαν - σκόπιμα - γιά τη δράση τους, αφήνοντας στο έλεός τους - αναίσχυντα - το μη τουρκικό πληθυσμό. Οι ωμότητες των Βούλγαρων Κομιτατζήδων σε βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας περιγράφονται στην "Κυανή Βίβλο" που εξέδωσε η Βρεττανική Κυβέρνηση το 1903. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: "Η δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδες εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή εξ έτη... αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια Ιερέων, Ιατρών, Διδασκάλων κατακρεουργήσεις, Ιερών Ναών εμπρησμοί... καταστροφή Χριστιανών Ορθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλημμύρα αίματος". Παράλληλα ανατινάξεις σιδηροδρομικών γραμμών, τραπεζών, επιθέσεις εναντίον τουρκικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, ακόμη και φόνοι Τούρκων Στρατιωτών και Χωροφυλάκων, ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Το 1903, η Βουλγαρική Προπαγάνδα αποφασίζει να παρουσιάσει στην Ευρώπη το δήθεν "Μακεδονικόν Ζήτημα". Στόχος η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο Βουλγαρικό Κράτος, όπως λίγα χρόνια πριν έγινε με την Ανατολική Ρωμυλία.
Προηγουμένως, η Ελληνική Κυβέρνηση, αφού μετά τη σύσταση του Βασιλείου είχε αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη, είχε κατορθώσει να συστήσει Ελληνικά Προξενεία στα κυριότερα μέρη του υπόδουλου Ελληνισμού, που απετέλεσαν κέντρα εθνικής εγρήγορσης, με τους εμπνευσμένους, σε πλείστες περιπτώσεις ελληνόψυχους Προξένους τους, όπως ο Θεόδωρος Βαλλιάνος, ο Ευγενιάδης και ο Κορομηλάς στη Θεσσαλονίκη, ο Πέτρος Λογοθέτης, ο Ίων Δραγούμης, ο Σταμάτιος Πεζάς στο Μοναστήρι, ο Στορνάρης στις Σέρρες κ.ά. Αυτοί, ζώντας εκ του πλησίον την κατάσταση και διαβλέποντας τα δεινά που επρόκειτο να ακολουθήσουν, σε περίπτωση επιτυχίας των σχεδίων των Πανσλαβιστών, άρχισαν να πιέζουν την Ελληνική Κυβέρνηση για ενεργότερη ανάμειξη του εθνικού κέντρου στα πράγματα της Μακεδονίας. Ζητούσαν μεταξύ άλλων, οικονομικό πόλεμο εναντίον των βουλγαριζόντων, λήψη μέτρων εναντίον των Βουλγάρων, αποθάρρυνση των εκκλησιαστικών προσώπων που διέκειντο φιλικά προς τους Βούλγαρους, καλλιέργεια ακαταλλάκτου μίσους εναντίον παντός του βουλγαρικού. Όμως το Κέντρο, απορροφημένο στις δικές του πληγές, δεν συνειδητοποίησε έγκαιρα τον κίνδυνο. Η Ελληνική Κυβέρνηση διατηρούσε πάντα τις επιφυλάξεις της.Ο Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών Ρωμανός - με αφορμή τις προτάσεις του του Έλληνα Πρόξενου στο Μοναστήρι Σταμ. Πεζά για έναρξη ένοπλου αγώνα - είχε δηλώσει: "Ούτε η Κυβέρνησις, αλλ' ούτε και οι αντιπρόσωποι αυτής πρέπει να περιπλακώσι εις τοιούτου είδους εγχειρήματα, ων το αλυσιτελές κατεδείχθη εν τω παρελθόντι, και τα οποία, λόγω του τελικού σκοπού εις ον αποβλέπουσιν, αποκρούονται υπό της κοινής συνειδήσεως και παντός πεπολιτισμένου Κράτους. Το Ελληνικόν Κράτος ούτε δύναται, ούτε και οφείλει να παρακολουθήσει την Βουλγαρίαν εις το είδος τούτο της ενεργείας".
Σ Σ Ε: Η Τάξη του 1890.
Κ. Μαζαράκης, Α. Φραντζής, Ι. Μεταξάς, Ι. Βλαχάβας, Σ. Μαξιμάδας, Ι. Δρόσης, Π. Μπουκλάκος, Τ. Ρεγκλής, Γ. Σίνας, Ν. Δημόπουλος, Ι. Πετιμεζάς, Π. Βλάσης, Τ. Διμουράκης
(Συλλογή της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας)
Τον Απρίλιο του 1903 η Θεσσαλονίκη αναστατώνεται όταν βόμβες σκάζουν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, καίγεται η Οθωμανική Τράπεζα, καταστρέφονται οι εγκαταστάσεις αεριόφωτος και ανατινάζεται ένα μεγάλο γαλλικό εμπορικό πλοίο.
Στις 20 Ιουλίου 1903 λαμβάνει χώρα η Βουλγαρική Ψευδοεπανάσταση του 'Ιλιντεν, με προεπιλεγμένους στόχους τα ελληνικά βλαχόφωνα χωριά Νεβέσκα - Νυμφαίο και Κρούσοβο. Οι Τούρκοι αντιδρούν - όπως ήταν αναμενόμενο - και έτσι η ψευδοεπανάσταση σβήνει σαν πυροτέχνημα. Όμως όλη η περιοχή γεμίζει με ένοπλες βουλγαρικές ομάδες που τρομοκρατούν τους Έλληνες κατοίκους. Και ενώ το όργιο των σφαγών των Ελλήνων κορυφωνόταν με την Ψευδοεπανάσταση του Ίλιντεν, η Ελληνική Κυβέρνηση περιοριζόταν σε διαμαρτυρίες προς τις Μεγάλες Δυνάμεις εναντίον της βουλγαρικής θηριωδίας, αποφεύγοντας την επιθετική πολιτική που εκ των πραγμάτων αναγκάσθηκε το 1904 να υιοθετήσει. Έτσι ο Γλάδστων έγραφε το 1902: "Ο ελληνικός παράγων εν τη Χερσονήσω του Αίμου είναι ανίσχυρος και οικονομικώς και στρατιωτικώς ένεκα της ιδίας αυτού υπαιτιότητος". Και όχι μόνον βέβαια. Αλλά και εξ αιτίας της υποκριτικής στάσεως των Μεγάλων (Χριστιανικών) Δυνάμεων που όταν έβλεπαν την πλάστιγγα να κλίνει προς την πλευρά των ελληνικών συμφερόντων επενέβαιναν για να της αλλάξουν κατεύθυνση. Ο Ελληνισμός ψυχορραγεί. Εκ του αποτελέσματος της Ψευδοεπανάστασης του Ίλιντεν, ως συμπέρασμα βγαίνει ότι δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα για να γεμίσει η περιοχή με τα ένοπλα βουλγαρικά σώματα, τους Κομιτατζήδες.
Αυτά τα γεγονότα έδωσαν αφορμή να επέμβουν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία και Αυστρο - Ουγγαρία, και να πετύχουν κάποιες μεταρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους τρεις νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό Στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους Αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις αυτές απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το Βουλγαρικό Κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες Πρόκριτους (Γιατρούς, Δασκάλους, Ιερείς κλπ) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους.
Την Άνοιξη του 1903 όμως, σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η "Μακεδονική Φιλική Εταιρεία" από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Κυβέρνηση Θεοτόκη να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των Ελλήνων της Μακεδονίας.
Στα τέλη του 1903 και στις αρχές του 1904 το επίσημο Ελληνικό Κράτος αφυπνίζεται.
Έτσι αποφασίζεται η αποστολή στην Μακεδονία τεσσάρων, δήθεν, ζωεμπόρων. Είναι στην πραγματικότητα Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού.
Στις 24 Φεβρουάριου 1904, έρχονται στη Μακεδονία γιά να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Παύλος Μελάς. Οι τέσσερις αυτοί Έλληνες Αξιωματικοί συγκέντρωσαν διάφορα στοιχεία, έκαναν εκτιμήσεις και κάποιες επισημάνσεις και επέστρεψαν στην Αθήνα για να ενημερώσουν την Ελληνική Κυβέρνηση.
Το Μάϊο του ίδιου έτους ο Λάμπρος Κορομηλάς διορίζεται από την Ελληνική Κυβέρνηση Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη.
Στις 22 Μαϊου 1904 στην Αθήνα, ιδρύεται μυστικά το "Μακεδονικό Κομιτάτο",στα γραφεία της εφημερίδας "Εμπρός". Εμπνευστής, Ιδρυτής, αλλά και Πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο Διευθυντής της Εφημερίδας "Εμπρός" Δημήτρης Καλαποθάκης (1862-1921) από την Αρεόπολη και Μέλος της Πρώτης Οργανωτικής Επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης (1846 -1911) από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, Διευθυντής της Εφημερίδας "Καιροί" και πρώτα Μέλη τους Νικόλαο Πολίτη, Καθηγητή Πανεπιστημίου, Ιωάννη Ράλλη, Πέτρο Σαρόγλου κ. ά. Ο Δημήτριος Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ στο Κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα αποστέλλει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το Ελληνικό Κράτος για τον ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ και τον άξιο Έλληνα Γενικό Πρόξενο της Θεσσαλονίκης Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών.
Το "Μακεδονικό Κομιτάτο", εκτιμώντας την κατάσταση στην Μακεδονία ως κρισιμότατη, αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα εθελοντών και οπλισμό για την υπεράσπιση των Μακεδόνων από τις εναντίον τους επιθέσεις από Βούλγαρους και Τούρκους. Ώσπου όμως να πειστεί η Ελληνική Κυβέρνηση, συγκέντρωσαν μόνοι τους χρήματα και άρχισαν το μεγάλο τους αγώνα.
Όμως και η Ελληνική Κυβέρνηση αφυπνισμένη πια, περνάει στην ενεργή δράση. Σ' όλα τα Ελληνικά Προξενεία αποσπάστηκαν Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και δημιούργησαν ένα θαυμάσιο δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της Βουλγαρικής - και της νεοεμφανιζόμενης Ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία είχε σαν στόχο τις ορεινές κοινότητες της Ελλάδας - η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση των Ελλήνων κατοίκων.
Στις 12 Μαϊου 1904 δολοφονείται ο Μακεδονομάχος Καπετάν Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, και στις 9 Ιουνίου του ίδιου έτους συλλαμβάνεται ο Μακεδονομάχος Καπετάν Κώτας, ο οποίος και ανεβαίνει στο Ικρίωμα στις 27 Σεπτεμβρίου 1905.
Στις 10 Ιουλίου 1904 έρχεται για δεύτερη φορά στη Μακεδονία ο Παύλος Μελάς. Φέροντας το ψευδώνυμο Πέτρος Δέδες, και παρουσιαζόμενος ως ζωέμπορος, κινείται στην περιοχή της Σιάτιστας και της Κοζάνης, εκτιμώντας προσωπικά την κατάσταση, συλλέγοντας πολύτιμες πληροφορίες και οργανώνοντας το πρώτο ένοπλο σώμα του.
Για τρίτη και τελευταία φορά πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 18 Αυγούστου 1904 με σώμα τριανταπέντε ανδρών από Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Τώρα έφερε το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Οι τουρκικές αρχές έχοντας πληροφορηθεί το πέρασμα από τα σύνορα αυτού του ελληνικού σώματος το καταδίωκαν με ενισχυμένο στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Παύλος Μελάς άρχισε αμέσως να αντιδρά εναντίον των κομιτατζήδων γιά να ξεκαθαρίσει την περιοχή , αλλά και γιά να οργανώσει την τοπική άμυνα. Κέντρο των επιχειρήσεών του ήταν τα χωριά Νεγοβάνη και Λέχοβο. Τη δράση του συνέχισε αδιάκοπα ως τις 13 Οκτωβρίου 1904, όταν στη Στάτιστα Καστοριάς - που σήμερα προς τιμή του ονομάζεται Μελάς - η συμμορία κομιτατζήδων του Μήτρου Βλάχου, τον πρόδωσε και τουρκικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό και το ελληνικό σώμα, το οποίο έπειτα από ηρωική άμυνα δύο ωρών αποφάσισε έξοδο. Πρώτος όρμησε ο Μελάς που πληγώθηκε θανάσιμα από τουρκική σφαίρα στη μέση και πέθανε έπειτα από μισή ώρα, μέσα σ' αφόρητους πόνους. Ένας από τους άνδρες του αποκεφάλισε τον νεκρό και έκρυψε την κεφαλή για να μην αναγνωρισθεί από τους Τούρκους. Παρ' όλα αυτά η αναγνώριση έγινε και οι Τούρκοι μετέφεραν το ακέφαλο σώμα του Παύλου Μελά στην Καστοριά, όπου αργότερα μεταφέρθηκε και η κεφαλή του και μαζί τάφηκαν στο Πισοδέρι Καστοριάς σε αφανή τάφο κάτω από την Αγία Τράπεζα. Την ταφή του έκανε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, αψηφώντας τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες και τους Τούρκους Χωροφύλακες.
Η είδηση του ηρωικού θανάτου του Παύλου Μελά συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Τον έκανε ήρωα και σύμβολο του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. Ο θάνατός του έγινε αφορμή να τρέξουν στη Μακεδονία πολλοί Έλληνες Ευέλπιδες.
Αναφερόμενος στο θάνατο του Παύλου Μελά και απευθυνόμενος στην Ελληνική Νεολαία ο Ίων Δραγούμης έλεγε: "Να ξέρετε πως αν τρέξουμε και σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει". Και επεξηγούσε: "Θα μας σώσει από τη βρώμα όπου κυλιόμαστε, θα μας σώσει από τη μετριότητα κι από την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώσει από τον αισχρό τον ύπνο, θα μας ελευθερώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε".
Είναι γεγονός, ότι ποτέ οι Έλληνες δεν υπολόγισαν θυσίες, προκειμένου να γλιτώσει η Μακεδονία από τους Βούλγαρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, έτσι ώστε να την προσαρτήσουν στη Βουλγαρία. Η τακτική τους αυτή, αφύπνισε τους Έλληνες.
Από κάθε μεριά της Ελλάδας, από την Βόρειο Ήπειρο μέχρι τη Μάνη, την Κρήτη και την Κύπρο, αρχίζουν και καταφθάνουν, με ψευδώνυμα πάντα, οι γενναίοι εθελοντές Μακεδονομάχοι, των οποίων η παρουσία και δράση εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες στη συνέχιση του σκληρού και άνισου αγώνα τους, εναντίον του βουλγαρικού επεκτατισμού και της τουρκικής αναισχυντίας.
Ακολούθησαν και άλλα σώματα που η παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες. Αρχηγοί και οπλαρχηγοί των ελληνικών σωμάτων, στο μακροχρόνιο και σκληρό εκείνο αγώνα, ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και είναι αναρίθμητες οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας ενός ευγενούς αγώνα για την Ελευθερία που παρατάθηκε ως το Καλοκαίρι του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο Τουρκικό Σύνταγμα.
Στις 20 Ιουλίου 1903 λαμβάνει χώρα η Βουλγαρική Ψευδοεπανάσταση του 'Ιλιντεν, με προεπιλεγμένους στόχους τα ελληνικά βλαχόφωνα χωριά Νεβέσκα - Νυμφαίο και Κρούσοβο. Οι Τούρκοι αντιδρούν - όπως ήταν αναμενόμενο - και έτσι η ψευδοεπανάσταση σβήνει σαν πυροτέχνημα. Όμως όλη η περιοχή γεμίζει με ένοπλες βουλγαρικές ομάδες που τρομοκρατούν τους Έλληνες κατοίκους. Και ενώ το όργιο των σφαγών των Ελλήνων κορυφωνόταν με την Ψευδοεπανάσταση του Ίλιντεν, η Ελληνική Κυβέρνηση περιοριζόταν σε διαμαρτυρίες προς τις Μεγάλες Δυνάμεις εναντίον της βουλγαρικής θηριωδίας, αποφεύγοντας την επιθετική πολιτική που εκ των πραγμάτων αναγκάσθηκε το 1904 να υιοθετήσει. Έτσι ο Γλάδστων έγραφε το 1902: "Ο ελληνικός παράγων εν τη Χερσονήσω του Αίμου είναι ανίσχυρος και οικονομικώς και στρατιωτικώς ένεκα της ιδίας αυτού υπαιτιότητος". Και όχι μόνον βέβαια. Αλλά και εξ αιτίας της υποκριτικής στάσεως των Μεγάλων (Χριστιανικών) Δυνάμεων που όταν έβλεπαν την πλάστιγγα να κλίνει προς την πλευρά των ελληνικών συμφερόντων επενέβαιναν για να της αλλάξουν κατεύθυνση. Ο Ελληνισμός ψυχορραγεί. Εκ του αποτελέσματος της Ψευδοεπανάστασης του Ίλιντεν, ως συμπέρασμα βγαίνει ότι δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα για να γεμίσει η περιοχή με τα ένοπλα βουλγαρικά σώματα, τους Κομιτατζήδες.
Αυτά τα γεγονότα έδωσαν αφορμή να επέμβουν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία και Αυστρο - Ουγγαρία, και να πετύχουν κάποιες μεταρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους τρεις νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό Στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους Αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις αυτές απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το Βουλγαρικό Κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες Πρόκριτους (Γιατρούς, Δασκάλους, Ιερείς κλπ) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους.
Την Άνοιξη του 1903 όμως, σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η "Μακεδονική Φιλική Εταιρεία" από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Κυβέρνηση Θεοτόκη να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των Ελλήνων της Μακεδονίας.
Στα τέλη του 1903 και στις αρχές του 1904 το επίσημο Ελληνικό Κράτος αφυπνίζεται.
Έτσι αποφασίζεται η αποστολή στην Μακεδονία τεσσάρων, δήθεν, ζωεμπόρων. Είναι στην πραγματικότητα Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού.
Στις 24 Φεβρουάριου 1904, έρχονται στη Μακεδονία γιά να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Παύλος Μελάς. Οι τέσσερις αυτοί Έλληνες Αξιωματικοί συγκέντρωσαν διάφορα στοιχεία, έκαναν εκτιμήσεις και κάποιες επισημάνσεις και επέστρεψαν στην Αθήνα για να ενημερώσουν την Ελληνική Κυβέρνηση.
Το Μάϊο του ίδιου έτους ο Λάμπρος Κορομηλάς διορίζεται από την Ελληνική Κυβέρνηση Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη.
Στις 22 Μαϊου 1904 στην Αθήνα, ιδρύεται μυστικά το "Μακεδονικό Κομιτάτο",στα γραφεία της εφημερίδας "Εμπρός". Εμπνευστής, Ιδρυτής, αλλά και Πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο Διευθυντής της Εφημερίδας "Εμπρός" Δημήτρης Καλαποθάκης (1862-1921) από την Αρεόπολη και Μέλος της Πρώτης Οργανωτικής Επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης (1846 -1911) από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, Διευθυντής της Εφημερίδας "Καιροί" και πρώτα Μέλη τους Νικόλαο Πολίτη, Καθηγητή Πανεπιστημίου, Ιωάννη Ράλλη, Πέτρο Σαρόγλου κ. ά. Ο Δημήτριος Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ στο Κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα αποστέλλει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το Ελληνικό Κράτος για τον ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ και τον άξιο Έλληνα Γενικό Πρόξενο της Θεσσαλονίκης Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών.
Το "Μακεδονικό Κομιτάτο", εκτιμώντας την κατάσταση στην Μακεδονία ως κρισιμότατη, αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα εθελοντών και οπλισμό για την υπεράσπιση των Μακεδόνων από τις εναντίον τους επιθέσεις από Βούλγαρους και Τούρκους. Ώσπου όμως να πειστεί η Ελληνική Κυβέρνηση, συγκέντρωσαν μόνοι τους χρήματα και άρχισαν το μεγάλο τους αγώνα.
Όμως και η Ελληνική Κυβέρνηση αφυπνισμένη πια, περνάει στην ενεργή δράση. Σ' όλα τα Ελληνικά Προξενεία αποσπάστηκαν Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και δημιούργησαν ένα θαυμάσιο δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της Βουλγαρικής - και της νεοεμφανιζόμενης Ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία είχε σαν στόχο τις ορεινές κοινότητες της Ελλάδας - η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση των Ελλήνων κατοίκων.
Στις 12 Μαϊου 1904 δολοφονείται ο Μακεδονομάχος Καπετάν Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, και στις 9 Ιουνίου του ίδιου έτους συλλαμβάνεται ο Μακεδονομάχος Καπετάν Κώτας, ο οποίος και ανεβαίνει στο Ικρίωμα στις 27 Σεπτεμβρίου 1905.
Στις 10 Ιουλίου 1904 έρχεται για δεύτερη φορά στη Μακεδονία ο Παύλος Μελάς. Φέροντας το ψευδώνυμο Πέτρος Δέδες, και παρουσιαζόμενος ως ζωέμπορος, κινείται στην περιοχή της Σιάτιστας και της Κοζάνης, εκτιμώντας προσωπικά την κατάσταση, συλλέγοντας πολύτιμες πληροφορίες και οργανώνοντας το πρώτο ένοπλο σώμα του.
Για τρίτη και τελευταία φορά πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 18 Αυγούστου 1904 με σώμα τριανταπέντε ανδρών από Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Τώρα έφερε το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Οι τουρκικές αρχές έχοντας πληροφορηθεί το πέρασμα από τα σύνορα αυτού του ελληνικού σώματος το καταδίωκαν με ενισχυμένο στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Παύλος Μελάς άρχισε αμέσως να αντιδρά εναντίον των κομιτατζήδων γιά να ξεκαθαρίσει την περιοχή , αλλά και γιά να οργανώσει την τοπική άμυνα. Κέντρο των επιχειρήσεών του ήταν τα χωριά Νεγοβάνη και Λέχοβο. Τη δράση του συνέχισε αδιάκοπα ως τις 13 Οκτωβρίου 1904, όταν στη Στάτιστα Καστοριάς - που σήμερα προς τιμή του ονομάζεται Μελάς - η συμμορία κομιτατζήδων του Μήτρου Βλάχου, τον πρόδωσε και τουρκικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό και το ελληνικό σώμα, το οποίο έπειτα από ηρωική άμυνα δύο ωρών αποφάσισε έξοδο. Πρώτος όρμησε ο Μελάς που πληγώθηκε θανάσιμα από τουρκική σφαίρα στη μέση και πέθανε έπειτα από μισή ώρα, μέσα σ' αφόρητους πόνους. Ένας από τους άνδρες του αποκεφάλισε τον νεκρό και έκρυψε την κεφαλή για να μην αναγνωρισθεί από τους Τούρκους. Παρ' όλα αυτά η αναγνώριση έγινε και οι Τούρκοι μετέφεραν το ακέφαλο σώμα του Παύλου Μελά στην Καστοριά, όπου αργότερα μεταφέρθηκε και η κεφαλή του και μαζί τάφηκαν στο Πισοδέρι Καστοριάς σε αφανή τάφο κάτω από την Αγία Τράπεζα. Την ταφή του έκανε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, αψηφώντας τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες και τους Τούρκους Χωροφύλακες.
Η είδηση του ηρωικού θανάτου του Παύλου Μελά συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Τον έκανε ήρωα και σύμβολο του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. Ο θάνατός του έγινε αφορμή να τρέξουν στη Μακεδονία πολλοί Έλληνες Ευέλπιδες.
Αναφερόμενος στο θάνατο του Παύλου Μελά και απευθυνόμενος στην Ελληνική Νεολαία ο Ίων Δραγούμης έλεγε: "Να ξέρετε πως αν τρέξουμε και σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει". Και επεξηγούσε: "Θα μας σώσει από τη βρώμα όπου κυλιόμαστε, θα μας σώσει από τη μετριότητα κι από την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώσει από τον αισχρό τον ύπνο, θα μας ελευθερώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε".
Είναι γεγονός, ότι ποτέ οι Έλληνες δεν υπολόγισαν θυσίες, προκειμένου να γλιτώσει η Μακεδονία από τους Βούλγαρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, έτσι ώστε να την προσαρτήσουν στη Βουλγαρία. Η τακτική τους αυτή, αφύπνισε τους Έλληνες.
Από κάθε μεριά της Ελλάδας, από την Βόρειο Ήπειρο μέχρι τη Μάνη, την Κρήτη και την Κύπρο, αρχίζουν και καταφθάνουν, με ψευδώνυμα πάντα, οι γενναίοι εθελοντές Μακεδονομάχοι, των οποίων η παρουσία και δράση εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες στη συνέχιση του σκληρού και άνισου αγώνα τους, εναντίον του βουλγαρικού επεκτατισμού και της τουρκικής αναισχυντίας.
Ακολούθησαν και άλλα σώματα που η παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες. Αρχηγοί και οπλαρχηγοί των ελληνικών σωμάτων, στο μακροχρόνιο και σκληρό εκείνο αγώνα, ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και είναι αναρίθμητες οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας ενός ευγενούς αγώνα για την Ελευθερία που παρατάθηκε ως το Καλοκαίρι του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο Τουρκικό Σύνταγμα.
Οι Μακεδονομάχοι Καπετάν Φαρμάκης, Καπετάν Τηλιγάδης & Καπετάν Τρομάρας
Πληθαίνουν οι Έλληνες εθελοντές Μακεδονομάχοι, και ο ένοπλος αγώνας εξαπλώνεται σ' όλη τη Μακεδονία. Ονόματα όπως Βάρδας, Ακρίτας, Μπούας, Κόρακας, Νικηφόρος, Ρούβας κ. ά. αποτελούν την απόδειξη. Μαζί τους οι Μακεδόνες καπεταναίοι Νταλίπης, Πύρλας, Μητρούσης, Γιαγαλής, Κύρου, Στέφος, Ράμαλης, κ. ά. π. δίνουν ένα γερό μάθημα στην βουλγαρική πλευρά.
Στις 25 Μαρτίου 1905 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Βασιλειάδας (Καπετάν Βάρδας), την οποία ακολουθούν η Μάχη της Δροσοπηγής και η Μάχη στο Μουρίκι (Καπετάν Ρούβας).
Το Μάϊο του ίδιου έτους αρχίζει η δράση του Καπετάν Γκόνου στο Βάλτο Γιαννιτσών και του Καπετάν Ζώη στο Μορίχοβο.
Στις 7 Μαϊου λαμβάνει χώρα η Μάχη του Καστανοφύτου (Καπετάν Λίτσας, Λεωνίδας Πετροπουλάκης) και στις 29 Μαϊου η Μάχη στα Ασπρόγεια (καπετάν Γύπαρης).
Ακριβώς ένα μήνα μετά τη Μάχη του Καστανόφυτου, στις 7 Ιουνίου, φονεύεται ο Καπετάν 'Αγρας. Παράλληλα οι Βούλγαροι επιτίθενται στην Αγριανή, στο Νευροκόπι κ.ά.
Από το 1906 ο Τουρκικός Στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. Πάντως κατά τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.
Το 1907 λαμβάνουν χώρα η Μάχη του Παλαιοχωρίου, όπου σκοτώνεται ο Φούφας και η Μάχη του Λέχοβου (Καπετάν Μουρίκης).
Στις 14 Ιουλίου 1907 σκοτώνεται στις Σέρρες ο Καπετάν Μητρούσης.
Στις 16 Ιουλίου 1907 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Γέρμας (θάνατος του Γέρμα).
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, στη Στρώμνιτσα σκοτώνεται ο Καπετάν Νικοτσάρας.
Στις 25 Μαρτίου 1905 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Βασιλειάδας (Καπετάν Βάρδας), την οποία ακολουθούν η Μάχη της Δροσοπηγής και η Μάχη στο Μουρίκι (Καπετάν Ρούβας).
Το Μάϊο του ίδιου έτους αρχίζει η δράση του Καπετάν Γκόνου στο Βάλτο Γιαννιτσών και του Καπετάν Ζώη στο Μορίχοβο.
Στις 7 Μαϊου λαμβάνει χώρα η Μάχη του Καστανοφύτου (Καπετάν Λίτσας, Λεωνίδας Πετροπουλάκης) και στις 29 Μαϊου η Μάχη στα Ασπρόγεια (καπετάν Γύπαρης).
Ακριβώς ένα μήνα μετά τη Μάχη του Καστανόφυτου, στις 7 Ιουνίου, φονεύεται ο Καπετάν 'Αγρας. Παράλληλα οι Βούλγαροι επιτίθενται στην Αγριανή, στο Νευροκόπι κ.ά.
Από το 1906 ο Τουρκικός Στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. Πάντως κατά τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.
Το 1907 λαμβάνουν χώρα η Μάχη του Παλαιοχωρίου, όπου σκοτώνεται ο Φούφας και η Μάχη του Λέχοβου (Καπετάν Μουρίκης).
Στις 14 Ιουλίου 1907 σκοτώνεται στις Σέρρες ο Καπετάν Μητρούσης.
Στις 16 Ιουλίου 1907 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Γέρμας (θάνατος του Γέρμα).
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, στη Στρώμνιτσα σκοτώνεται ο Καπετάν Νικοτσάρας.
Οι Μακεδονομάχοι αδελφοί Δουγιάμα
Παράλληλα οι αδελφοί Δουγιάμα αναπτύσουν δράση στην περιοχή Γουμένιτσας - Γευγέλη.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1907 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Κρυσταλλοπηγής (Καπετάν Στέφος).
Το Μάϊο του 1908 διεξάγεται η Μάχη της Πιπερίτσας - Κέλλης. Είναι η τελευταία μάχη του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Στις 10 Ιουλίου 1908 εκδηλώνεται το Κίνημα των Νεότουρκων.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ λήγει, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων και Τούρκων συνεχίζεται σε άλλα επίπεδα ...
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ έδωσε τότε στην ελεύθερη Ελλάδα τη δυνατότητα όχι μονάχα να επικαλείται την προαιώνια Ελληνικότητα της Μακεδονίας στα διάφορα συνέδρια, ενάντια στην Βουλγαρική - και κάθε άλλη ξένη - Προπαγάνδα, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο του Ελληνικού Έθνους για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας - και άλλων υπόδουλων ελληνικών περιοχών - με τους νικηφόρους Α' & Β' Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, πρώτα κατά της Τουρκίας και έπειτα κατά της Βουλγαρίας!
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1913) και την λήξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου, ορίζονται τα σύνορα των Βαλκανικών Κρατών και η Μακεδονία εισέρχεται σε μια νέα ιστορική περίοδο, ύστερα από δουλεία πέντε αιώνων, με την πολυπόθητη Ένωσή της πλέον, με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα!
http://www.e-istoria.com/188.html
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1907 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Κρυσταλλοπηγής (Καπετάν Στέφος).
Το Μάϊο του 1908 διεξάγεται η Μάχη της Πιπερίτσας - Κέλλης. Είναι η τελευταία μάχη του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Στις 10 Ιουλίου 1908 εκδηλώνεται το Κίνημα των Νεότουρκων.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ λήγει, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων και Τούρκων συνεχίζεται σε άλλα επίπεδα ...
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ έδωσε τότε στην ελεύθερη Ελλάδα τη δυνατότητα όχι μονάχα να επικαλείται την προαιώνια Ελληνικότητα της Μακεδονίας στα διάφορα συνέδρια, ενάντια στην Βουλγαρική - και κάθε άλλη ξένη - Προπαγάνδα, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο του Ελληνικού Έθνους για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας - και άλλων υπόδουλων ελληνικών περιοχών - με τους νικηφόρους Α' & Β' Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, πρώτα κατά της Τουρκίας και έπειτα κατά της Βουλγαρίας!
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1913) και την λήξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου, ορίζονται τα σύνορα των Βαλκανικών Κρατών και η Μακεδονία εισέρχεται σε μια νέα ιστορική περίοδο, ύστερα από δουλεία πέντε αιώνων, με την πολυπόθητη Ένωσή της πλέον, με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα!
http://www.e-istoria.com/188.html
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου